Την επόμενη Δευτέρα 4 Μαΐου αναμένεται να επαναλειτουργήσουν μικρά εμπορικά καταστήματα, κομμωτήρια, κέντρα αισθητικής κτλ., αλλά με αυστηρούς περιορισμούς και μέτρα πρόληψης και υγιεινής (ανώτατος αριθμός πελατών ανά κατάστημα με βάση τα τετραγωνικά, χρήση μασκών, αντισηπτικών και συχνές απολυμάνσεις των χώρων).
Η επόμενη μέρα λειτουργίας των καταστημάτων θα είναι διαφορετική τόσο για τους ίδιους τους επιχειρηματίες, τους εργαζόμενους όσο και για τους καταναλωτές που συνολικά θα πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η πανδημία του κορωνοϊού.
Ο προβληματισμός, η αβεβαιότητα και η ανησυχία για το αύριο του λιανεμπορίου είναι διάχυτα, καθώς από τη μια το δίμηνο λουκέτο έχει συσσωρεύσει μια σειρά από οικονομικές υποχρεώσεις και από την άλλη το σημαντικότερο είναι ότι η οικονομική ανάκαμψη θα καθυστερήσει πολύ. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν οι έμποροι, οι οποίοι μιλούν για ένα δύσκολο αύριο με σημαντικά περιορισμένο εισόδημα και υποτονική κίνηση, αφού θεωρούν δεδομένη την περιορισμένη τουριστική κίνηση και το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα των ντόπιων νοικοκυριών.
Αβέβαιο χαρακτηρίζεται το μέλλον και για τους εργαζόμενους των καταστημάτων στο λιανεμπόριο, καθώς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, στις περισσότερες επιχειρήσεις η επαναλειτουργία θα γίνει με λιγότερο προσωπικό γιατί τα μέτρα προστασίας επιβάλλουν αποστάσεις και λιγότερο συγχρωτισμό. Μεγάλος μέρος των επιχειρηματιών αναμένεται να επιλέξει την εκ περιτροπής εργασία, με αποτέλεσμα το καθεστώς αυτό να μειώνει μισθούς και εργοδοτικές εισφορές και κατ’ επέκταση και το εισόδημα των εργαζομένων.
Οι φόβοι για την επόμενη ημέρα είναι πολλοί, ενώ το λουκέτο για σημαντικό αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων θεωρείται πιθανό ειδικά από τον ερχόμενο χειμώνα.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Γιώργο Πολιουδάκη, αν η κυβέρνηση δεν ενισχύσει οικονομικά τις επιχειρήσεις του λιανεμπορίου τότε αυτές θα οδηγηθούν αυτόματα σε οριστικό λουκέτο. Όπως εξηγεί, τα μέτρα που ελήφθησαν στην αρχή της κρίσης του κορωνοϊού ήταν σε θετική κατεύθυνση, αφού οι διευκολύνσεις που δόθηκαν ελαφρύνουν σημαντικά τους επιχειρηματίες. Επισημαίνει ωστόσο ότι με δεδομένη την απουσία ρευστότητας αυτά δεν είναι ικανά για να διασφαλίσουν τη μελλοντική βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και την διατήρηση ακέραιων των θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με τον κ. Πολιουδάκη απαραίτητη προϋπόθεση για να διασφαλιστεί το μέλλον του λιανεμπορίου είναι η ελαστικοποίηση των όρων χορήγησης τραπεζικών δανείων, η μείωση της φορολογίας, η επιχορήγηση της εργασίας και όχι της ανεργίας.
Σε σχετικές δηλώσεις του ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Γ. Πολιουδάκης, υποστήριξε ότι το λιανεμπόριο στο Ρέθυμνο και είναι άμεσα εξαρτώμενο από τον τουρισμό, τόσο σε ό,τι αφορά την κίνηση από πλευράς επισκεπτών όσο και από πλευράς ντόπιων, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία εργάζονται στον τουριστικό κλάδο. Μεταξύ άλλων ο κ. Πολιουδάκης, ανέφερε: «Το ζητούμενο είναι τι κίνηση θα έχουμε στα καταστήματα μας όταν ανοίξουμε. Τουρισμός δεν θα υπάρχει. Δεν ξέρουμε πόσοι και τι τουρίστες θα έρθουν, οπότε όλη η κατάσταση είναι ρευστή. Οι ντόπιοι ήταν για δυο μήνες σε καραντίνα και με το να μην γνωρίζουν τι μέλλει γενέσθαι είναι σίγουρο ότι θα ψωνίζουν με το σταγονόμετρο είδη ένδυσης και υπόδησης. Οι μισοί ξενοδοχοϋπάλληλοι, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν θα έχουν δουλειά, άρα το διαθέσιμο εισόδημα στο Ρέθυμνο θα είναι σημαντικά περιορισμένο, άρα δεν θα υπάρχει κίνηση στα εμπορικά καταστήματα. Κάποιοι που έχουν κάποιες ανάγκες ένδυσης ή υπόδησης θα κοιτάξουν να τις καλύψουν όπως – όπως με όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα. Θέλω να πω ότι όλα τα λεφτά του τουρισμού με τον περιορισμό εργασίας των ξενοδοχοϋπαλλήλων και συνολικά των εποχικά εργαζομένων θα λείψουν από την αγορά του λιανεμπορίου. Άρα θα υπάρξει τεράστιο πρόβλημα» και συμπλήρωσε ότι θα παίξει και ένα ρολό η ψυχολογία των ίδιων των καταναλωτών: «Σίγουρα θα παίξει ένα ρόλο η ψυχολογία των καταναλωτών. Πιστεύω ωστόσο ότι επειδή στην Κρήτη δεν είχαμε πολλά κρούσματα δεν υπάρχει τόσος φόβος όσο στην υπόλοιπη χώρα» κατέληξε ο κ. Πολιουδάκης.
Όπως εξήγηση ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου, μονόδρομος για την επιβίωση των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων αποτελεί η στήριξη από πλευράς κυβέρνησης μέσα από ευνοϊκούς όρους δανείων, μείωση της φορολογίας και επιδότησης των θέσεων εργασίας: «Αν η κυβέρνηση δεν μας βοηθήσει και δεν χορηγήσει χαμηλότοκα ή άτοκα δάνεια δεκαετίας τουλάχιστον στις επιχειρήσεις, λίγες θα επιβιώσουν και πολλές θα κλείσουν. Τα πρώτα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση για το λιανεμπόριο ήταν καλά, το θέμα όμως είναι ότι πλέον χρειάζονται περισσότερα μέτρα ενίσχυσης και αποτελεσματικότερα. Ακούσαμε ότι θα ξεκινήσει να δίνει λεφτά στις επιχειρήσεις με δάνειο, εκ των οποίων το 80% θα το εγγυάται η κυβέρνηση και για το υπόλοιπο δάνειο θα βάζουν την εγγύηση οι τράπεζες. Το θέμα είναι πόσες επιχειρήσεις θα μπορούν να πάρουν. Ξέρουμε ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν κόκκινα δάνεια και επιταγές. Άρα, αν δεν ελαστικοποιηθούν οι όροι χορήγησης των δανείων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Ο ελληνικός λαός έχει πληρώσει τρεις φορές την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Ευκαιρία είναι τώρα και οι τράπεζες να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις. Αυτά είναι αλληλένδετα. Παράλληλα, θεωρούμε απαραίτητη την μείωση της φορολογίας» και πρόσθεσε ότι «αν δεν έχουμε τουρισμό είμαστε καταδικασμένοι».
Σημαντική παράμετρος είναι και το μέλλον των εργαζόμενων στο λιανεμπόριο, το οποίο χαρακτηρίζεται αβέβαιο: «Είναι μεγάλο θέμα οι εργαζόμενοι, καθώς όταν τα εμπορικά καταστήματα δεν θα έχουν κίνηση και τζίρο πως θα μπορέσουν να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας. Όταν κάποιος έχει 5 άτομα θα κρατήσει τα τρία, ή αν έχει τρία θα κρατήσει το ένα. Αυτό είναι λογικό. Το θέμα είναι και το χειμώνα τι θα γίνει. Στην αρχή της επαναλειτουργίας ενδεχομένως να μην υπάρξουν απολύσεις, καθώς θα είναι μια μεταβατική περίοδο. Το χειμώνα όμως δεν θα μπορέσουν να διατηρηθούν αυτές οι θέσεις εργασίας, σίγουρα θα έχουμε απολύσεις. Το κράτος είπε ότι δεν πρέπει να γίνουν απολύσεις στις επιχειρήσεις που εντάχτηκαν στα μέτρα ενίσχυσης. Όμως υπάρχει η δυνατότητα εκ περιτροπής εργασίας που και αυτό ουσιαστικά συνεπάγεται μείωση μισθού. Για αυτό και εμείς επιμένουμε ως μέτρο στήριξης των επιχειρήσεων στην επιδότηση της εργασίας» τόνισε ο κ. Πολιουδάκης.