Το 2006 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με θέμα τον αλτρουιστή γιατρό Νικόλαο Μυστράκη, του κ. Δημήτρη Αετουδάκη, που με το σπάνιο λογοτεχνικό του ύφος ξεδιπλώνει όλες τις πτυχές μιας τόσο χαρισματικής προσωπικότητας. Από το βιβλίο αυτό θα αντλήσουμε στοιχεία για το σημερινό μας αφιέρωμα, αλλά και από ένα δημοσίευμα του Γιάννη Δαλέντζα.
Ο Νικόλαος Μυστράκης γεννήθηκε στις 12 Μαΐου του 1873, στο Ατσιπόπουλο, και ήταν παιδί πολυμελούς οικογένειας. Γονείς του ο Κώστας Μυστράκης και η Μαρία Παπαλεξάκη. Ήταν η εποχή που χάλκευε το αγωνιστικό πνεύμα των νέων ανθρώπων. Συνετέλεσε και το ιστορικό παρελθόν της οικογένειας κι έτσι διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του μικρού, με όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν κάθε Κρητικό, με πλήρη επίγνωση της σημαντικής καταγωγής του.
Μετά το δημοτικό σχολείο, που τέλειωσε στο χωριό του, γράφτηκε στο τότε ελληνικό Γυμνάσιο Ρεθύμνου. Αν και η εκπαίδευση δεν ήταν στα σημερινά πρότυπα χρονικής διάρκειας, εν τούτοις τα παιδιά, έχοντας δασκάλους, κορυφαίες μορφές της εκπαίδευσης, μάθαιναν καλά γράμματα. Και μπορούσαν άνετα να μεταλαμπαδεύσουν το φως της γνώσης.
Στην έδρα του δασκάλου
Έτσι ο Νικόλαος με το απολυτήριο του Γυμνασίου, μόρφωση εξαιρετική για τα δεδομένα της εποχής, διορίστηκε δάσκαλος στα Ρούστικα, αρχικά και στη συνέχεια στις Μουρνιές Χανίων. Πόθος του Μυστράκη, όμως, ήταν να σπουδάσει ιατρική. Κι ο πατέρας του, που διέθετε και τη σχετική οικονομική άνεση, δεν είχε καμιά αντίρρηση.
Στα 19 του χρόνια λοιπόν ο νεαρός Μυστράκης, αφήνει πίσω του την έδρα του δασκάλου, ανεβαίνει στην Αθήνα και γράφεται στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αν και οι πειρασμοί για έναν επαρχιώτη φοιτητή ήταν πολλοί, ο Νικόλαος, θωρακισμένος με τις οικογενειακές παραδόσεις, ήξερε να βάζει προτεραιότητες στη ζωή του. Με άνεση, λοιπόν, τέλειωσε, αριστούχος, τις σπουδές του στην Γενική Ιατρική και εξειδικεύτηκε στην Μαιευτική. Σύμφωνα με αναφορά του κ. Αετουδάκη, στο βιβλίο του «Σκόρπιες μνήμες», ο Νικόλαος Μυστράκης μετεκπαιδεύτηκε στην Γερμανία, πραγματικό κατόρθωμα για την εποχή του.
Εκείνο που τον χαρακτήριζε ήταν και μια έμφυτη αρχοντιά. Και προκαλούσε το σεβασμό, με το μετρίου αναστήματος, αλλά χαριτωμένο του παρουσιαστικό.
Μόρφωση αξιόλογη
Σαν γνήσιος Ατσιπουλιανός, δεν άφησε καμιά ευκαιρία, για περισσότερη γνώση, να πάει χαμένη. Συμπλήρωσε λοιπόν τη μόρφωσή του με Γαλλικά και Γερμανικά. Ήταν στα 1897, που ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στη φαρμακευτική, γιατί εκείνα τα χρόνια ο γιατρός παρασκεύαζε ο ίδιος τα φάρμακα που έδινε στους ασθενείς του. Η έκρηξη της επανάστασης, όμως, ξύπνησε τον πατριώτη μέσα του κι έτρεξε να προσφέρει από τους πρώτους, τις αγωνιστικές του υπηρεσίες στο νησί του.
Μέλος της γ’ τάξης των αγωνιστών, έκανε το χρέος του σαν Κρητικός και το 1902 τελειώνει τις σπουδές του, αποκτά ειδίκευση το 1905 και επιστρέφει στον τόπο του αδιαφορώντας για τις ευκαιρίες, καριέρας ζηλευτής, που θα του εξασφάλιζε η παραμονή στην πρωτεύουσα.
Εδώ προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Δημοτικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου που είχε κτισθεί από τους Ρώσους και σήμερα στεγάζει τη σχολή Αστυφυλάκων.
Πίσω στο μέτωπο
Νέο κάλεσμα της πατρίδας το 1912, ξεσηκώνει το νεαρό γιατρό, που κατατάσσεται από τους πρώτους, εθελοντής στον ελληνικό στρατό, με πολλούς συγχωριανούς του, γιατί είναι γνωστή η προσφορά των Ατσιπουλιανών σε όλους τους εθνικούς αγώνες.
Υπηρέτησε στο 1ο και 6ο Στρατιωτικά Νοσοκομεία και αργότερα στο Μεσολόγγι.
Μετά την αποστρατεία του επιστρέφει στο χωριό του και στα 1918, τοποθετείται επιμελητής στο Δημοτικό Νοσοκομείο μέχρι το 1925. Παράλληλα εξυπηρετούσε και πάσχοντες συγχωριανούς του στο πατρικό του σπίτι που αποτελούσε ιατρείο και φαρμακείο.
Ήταν άνθρωπος που λάτρευε τη διαφάνεια και ήθελε να βλέπει γύρω του ανθρώπους με άποψη που μόνο η σωστή ενημέρωση διαμορφώνει. Βλέπουμε λοιπόν να δημοσιεύει στα 1926, στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» έναν εκτεταμένο πίνακα με τους ασθενείς που εξυπηρετήθηκαν στο νοσοκομείο. Και μας έδωσε με τον τρόπο αυτό και μια πολύτιμη εικόνα, για τον μελλοντικό ερευνητή της κατάστασης που επικρατούσε στον τομέα της υγείας εκείνη την εποχή στο Ρέθυμνο.
Ενεργός συμμετοχή στα κοινά
Εργάζεται άοκνα ο Νικόλαος Μυστράκης, αλλά και πάλι νοιώθει ανεπαρκείς τις υπηρεσίες του στον τόπο. Παράλληλα με τα ιατρικά του καθήκοντα, ασχολείται ενεργά με τα κοινά. Και στη διάρκεια 1903-1905, εκλέγεται δήμαρχος Ατσιποπούλου, αναλαμβάνοντας δήμο με τα τεράστια προβλήματα δώδεκα χωριών, που ανήκαν στην διοικητική δικαιοδοσία του. Και το τονίζουμε αυτό, για να φανεί η ανιδιοτελής ανάγκη προσφοράς, που διέκρινε το Μυστράκη, χωρίς ιδιοτέλειες και προσωπικές φιλοδοξίες. Ο τόπος τον απασχολούσε και η αναζήτηση τρόπου απομάκρυνσης της μιζέριας. Οι συνθήκες της εποχής, υποχρέωσαν το δήμαρχο να δημιουργήσει ομάδες νέων, ικανών να υπερασπιστούν τον τόπο τους, αν χρειαστεί. Δημιουργήθηκε έτσι ο σκοπευτικός σύλλογος με πρόεδρο τον ίδιο.
Μια όμορφη οικογένεια
Τα χρόνια περνούν κι όλοι πιέζουν τον γιατρό να δημιουργήσει και οικογένεια. Είχε δικαίωμα κι αυτός στις χαρές της ζωής. Ο ίδιος αποφασίζει ν’ ασχοληθεί με τον εαυτό του έχοντας πια «πατήσει» τα 47 του χρόνια. Εκλεκτή του είναι η Χρυσή Μιχαήλ Κωστάκη και ο γάμος τους γίνεται 12 Ιανουαρίου 1920. Αποδεικνύεται, ωστόσο, κι ένας εξαιρετικός οικογενειάρχης που καμαρώνει τα παιδιά του Κώστα, Μαρία, Ειρήνη και Γαρυφαλιά. Αν και μεγάλος στην ηλικία, για τα δεδομένα της εποχής, μεταδίδει στα παιδιά του νεανικό ενθουσιασμό για κάθε τι πρωτοπόρο και δημιουργικό που ωφελεί τους γύρω μας.
Στο βιβλίο του «Σκόρπιες Μνήμες» ο κ. Αετουδάκης, αναφερόμενος στον αλτρουιστή Νικόλαο Μυστράκη, τονίζει ότι έβαζε το καθήκον πάνω από όλα. Ακόμα κι όταν είχε ο ίδιος πυρετό, όσο άρρωστος κι αν ήταν δεν άφηνε αβοήθητο τον πάσχοντα που τον χρειαζόταν. Ούτε μια στιγμή επίσης δεν σταμάτησε να συμπληρώνει τις γνώσεις του ιδιαίτερα γύρω από τις εξελίξεις στην επιστήμη του, Κατάφορτη ήταν η βιβλιοθήκη του και τα δέματα με νέα βιβλία δεν σταματούσαν ποτέ να φθάνουν στο σπίτι. Η συμπεριφορά του στον ασθενή ήταν παραπάνω από αδελφική. Με τρυφερότητα, αγάπη, κατανόηση αντιμετώπιζε κάθε περίπτωση. Έκανε πάντα άριστη διάγνωση και έδινε αποτελεσματική θεραπεία. Αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι είχε ένα μοναδικό τρόπο να δίνει κουράγιο και να ανυψώνει το ηθικό του ασθενούς. Όσο για χρήματα ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε. Ένας πραγματικά «ανάργυρος» γιατρός.
Μέχρι το τέλος
Ο χρόνος άρχισε να βαραίνει στους ώμους του. Ο ίδιος όμως δεν εννοούσε να καταθέσει τα όπλα του αγώνα για τον συνάνθρωπο. Δεν αποφάσιζε να ξεκουραστεί.
Κάποτε αρρώστησε σοβαρά. Και αυτή η ασθένεια που τον κράτησε μεγάλο διάστημα, κατάκοιτο, τον έστειλε στον τόπο των δικαίων το Γενάρη του 1956. Έφυγε με την ικανοποίηση της πλήρους καταξίωσης και της απόλυτης στοργικής φροντίδας των αγαπημένων του.
Σύσσωμος η κοινωνία του Ατσιποπούλου τον συνόδευσε, με ειλικρινή θλίψη, στην τελευταία του κατοικία. Επικήδειους εκφώνησαν ο Γιάννης Δαλέντζας και ο γιατρός Νίκος Λυράκης ως πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου, που τόνισε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αι ποικίλαι αρεταί, η καλοσύνη και έμφυτος ψυχική του ευγένεια, συνετέλεσαν ώστε ο Νικόλαος Μυστράκις, να αγαπηθεί, η δε προσέλευση των κατοίκων των πέριξ χωριών εις την κηδείαν είναι μια ηθική επιβράβευση της ξεχωριστής του προσωπικότητας.
Ο ανθρώπινος πόνος και η αρρώστια δεν γίνανε ποτέ για τον φωτισμένο και μεγαλόψυχο γιατρό Μυστράκη αντικείμενο πλουτισμού. Σαν επιστήμονας εθεωρείτο ο εκλεκτότερος της εποχής του και μέχρι των τελευταίων του ημερών ακόμα. Οι διαγνώσεις του ήταν πάντοτε σωστές και οι συμβουλές του σοφές.
Θυσίασε και λεφτά και θέσεις που του προσφέρθηκαν επανειλημμένα στην Αθήνα και αλλού για να μείνει κοντά στο χωριό του. Το όνομά του συμβολίζει τη θυσία του επιστήμονα, του αληθινού επιστήμονα που έταξε σε όλο του το βίο σκοπό άγιο την εξυπηρέτηση των συνανθρώπων του…».
Φλογερός αλτρουιστής
Κι ο Γιάννης Δαλέντζας με την εισαγγελική πένα και την ασυμβίβαστη γραφή, είχε γράψει στον τύπο, για τον Μυστράκη, και πριν ακόμα το θάνατό του (Μάρτιο 1955).
«Νύχτα μέρα -πάντοτε ξάγρυπνος, πάντοτε πρόθυμος, πάντοτε φλογερός αλτρουιστής έτρεχε να βοηθήσει τους πάσχοντες και τα ψίχουλα της αμοιβής του φτάνανε λίγο λίγο για να περνά και να θρέφει μια στοργική οικογένεια…».
Έτσι μεγάλωσε τα παιδιά του, και τα καμάρωνε στην εξέλιξή τους.
Σήμερα η προτομή του γιατρού στο Ατσιπόπουλο μένει να θυμίζει την προσφορά του και να παραδειγματίζει τις γενιές, που έρχονται για το χρέος κάθε ανθρώπου, που θέλει να τιμά τις παραδόσεις του τόπου του, και να δίνει υπόσταση στις έννοιες της πρεπιάς και της ανθρωπιάς.
Μάρκος Φουντουλάκης
Από τους σπουδαίους επιστήμονες, ξεχασμένος πια ο Μάρκος Φουντουλάκης από τους σημαντικότερους επιστήμονες, από τους πιο σεμνούς ανθρώπους.
Γεννήθηκε στο Χαμαλεύρι το 1925. Ο πόλεμος τον βρήκε στην εφηβεία αλλά με τον ενθουσιασμό της ηλικίας του και τις υγιή πατριωτική συνείδηση που του καλλιέργησε ο πατέρας του εντάχθηκε στην Αντίσταση. Η βασική γραμμή για τη διασφάλιση του αγώνα να μη γνωρίζει κάθε αντιστασιακός με ποιους συνεργάζεται δεν μας δίνει πλήρη στοιχεία για τη δράση του καθενός. Από σκόρπιες μαρτυρίες κάτι φθάνει ως τον ερευνητή. Από τη σεμνότητα του αγωνιστή επίσης πολλά ανδραγαθήματα έχουν χαθεί στη λήθη του χρόνου. Όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Μάρκου Φουντουλάκη, που δεν επέτρεψε ποτέ να γίνεται αναφορά στη δράση του αυτή. Ούτε και η οικογένειά του έμαθε ποτέ λεπτομέρειες από τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Αντίθετα με άλλους συναδέλφους του που είχαν κάνει παντιέρα την αντιστασιακή τους δράση ο Μάρκος Φουντουλάκης δεν μιλούσε ποτέ. Εμείς μάθαμε εντελώς τυχαία -και ξαφνιαστήκαμε ομολογουμένως- για την άγνωστη αυτή πλευρά του επιφανούς επιστήμονα σε μια τυχαία συνάντηση που είχαμε στο σπίτι του περίφημου «Τσαούση» στην Αρχαία Ελεύθερνα. Μας μιλούσε ο γιος του μεγάλου αγωνιστή Μίνωα Αποστολάκη, Νικόλαος για τους πατριώτες που εύρισκαν καταφύγιο στο σπίτι τους να πάρουν μια ανάσα, να φάνε μια μπουκιά ψωμί και να γυρίσουν στο μετερίζι τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο Γιάννης Μαθιουδάκης, ο Γιώργης Αγγελιδάκης, η Βαγγέλα Κλάδου και τόσοι άλλοι.
Από τους τακτικούς επισκέπτες του σπιτιού ήταν και ο Μιχαήλ Κλιάνης, ο επονομαζόμενος «Κουμπάρος». Αυτός με τον Γιάννη Μαθιουδάκη ήταν από τα βασικότερα στελέχη της Αντίστασης. Σε κάποια επιχείρηση ο Κλιάνης τραυματίστηκε και αμέσως δημιουργήθηκε μείζον θέμα γιατί έπρεπε να έχει φροντίδα γιατρού για να αποφύγει το μοιραίο. Ποιος όμως να αναλάβει τόσο επικίνδυνη αποστολή. Αν έπεφταν σε μπλόκο η καταδίκη τους ήταν σίγουρη. Ο Μάρκος αν και είχε γεννηθεί στο Χαμαλεύρι ήξερε πολύ καλά την περιοχή. Και στο Κάτω Τριπόδο και στη Λαγκά είχε συγγενείς. Επειδή πολλές φορές τους επισκέπτονταν με τον πατέρα και τον αδελφό του ήξερε βήμα προς βήμα το χώρο. Έτσι τον μετέφερε πρώτα στο Κάτω Τριπόδο και μετά στη Λαγκά. Εκεί στο σπίτι θείας του Μάρκου ο «Κουμπάρος» κρύφτηκε πάνω από τρίμηνο.
Ποτέ όμως δεν μίλησε ο ίδιος γι’ αυτό. Ο Μάρκος Φουντουλάκης όπως το συνήθιζε μιλούσε λίγο και έπραττε περισσότερο. Όπως λένε οι προφορικές μαρτυρίες αυτή δεν ήταν η μοναδική πράξη του νεαρού Μάρκου σε όλη τη διάρκεια της Αντίστασης. Έτσι είναι φυσικό να αναφέρεται στη λίστα του Γεωργίου Δ. Χρηστάκη «Γιατροί που πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση στην Κρήτη».
Η επιλογή σπουδών του δεν αποκλείεται να επηρεάστηκε από την περίοδο αυτή που ο Μάρκος πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Αντίσταση και γνώριζε τι σημαίνει να υπάρχει κάποιος ειδικός κοντά στον συνάνθρωπο που κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του.
Έγινε ένας λαμπρός επιστήμονας, άριστος καρδιολόγος, μα πάνω από όλα έμεινε άνθρωπος. Με τον Γιώργη Αγγελιδάκη που η Αντίσταση τους έδεσε με γερούς δεσμούς φιλίας και το Στέλιο Αναγνωστάκη είχαν δημιουργήσει την ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ εκεί που σήμερα στεγάζεται η Πολεοδομία. Εκεί πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην επιστήμη και ο αξέχαστος Γιώργης Λίτινας. Ήταν ένα πρότυπο ιατρικό κέντρο που δεν είχε σε τίποτα να υστερήσει από μεγάλη μονάδα της πρωτεύουσας.
Ο Μάρκος Φουντουλάκης είχε πάντα ένα ύφος που ενέπνεε βαθύ σεβασμό. Ποτέ δεν ξέφευγε από το μέτρο. Εκεί που πραγματικά κατέθετε ψυχή ήταν στις περιπτώσεις που κάποιος χρειαζόταν τη βοήθειά του. Έσωσε αμέτρητους ασθενείς γιατί ποτέ δεν έπαψε να μελετά και να παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις της επιστήμης του. Ποτέ δεν αδίκησε εργαζόμενο. Κι ούτε επέτρεπε σε κανένα να προσβάλει συνεργάτη του.
Παρακολουθούσε τα κοινά αλλά από μια απόσταση που του επέτρεπε να διατηρεί το κύρος του αλώβητο. Δεν έκανε κινήσεις για δημιουργία εντυπώσεων. Δεν το χρειαζόταν άλλωστε. Ο κόσμος τον λάτρευε. Κι έτσι τον θυμάται. Ευτύχησε βέβαια να ακολουθήσει τα χνάρια του ο γιος του Μάνος, από τους επιφανέστερους της σύγχρονης επιστημονικής κοινότητας. Καμάρωνε ο Μάρκος Φουντουλάκης αλλά δεν έπαυε να συμβουλεύει το γιο του για ένα πράγμα. Να προσφέρει κυρίως στον αναξιοπαθούντα πάσχοντα συνάνθρωπο. Να μη δίνει ποτέ σημασία στην υλική ανταμοιβή των υπηρεσιών του. Έτσι έμεινε στη μνήμη μας ο Μάρκος Φουντουλάκης πρότυπο λειτουργού του Ιπποκράτη και γνήσιος εκπρόσωπος των παραδόσεων αυτού του τόπου.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.
ΠΗΓΕΣ:
Πολιτιστικό Ρέθυμνο
Γεωργίου Δ. Χρηστάκη «Γιατροί που πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση στην Κρήτη»
Μαρτυρία Νικολάου Μίνωος Αποστολάκη