Ήταν τυχερές οι Ρεθεμνιώτισσες που επέλεξαν να γίνουν νοσηλεύτριες αρχές του περασμένου αιώνα. Βασικά οι κοπέλες ζητούσαν δουλειά για να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο. Μάθαιναν το αντικείμενο της δουλειάς τους βιωματικά. Ευτυχώς όμως γι’ αυτές οι νέοι γιατροί της εποχής είχαν σπουδάσει οι περισσότεροι στο εξωτερικό και με την εμπειρία που διέθεταν έγιναν οι καλύτεροι δάσκαλοι για τις νεαρές νοσοκόμες τους.
Κάποιοι από αυτούς, όπως ο αξέχαστος Μιχάλης Μαρούλης, οργάνωνε και ειδικά απογεύματα για συστηματική διδασκαλία. Κι έτσι οι νοσοκόμες του είχαν μια κατάρτιση σπάνια για την εποχή τους και επιτελούσαν πιο αποτελεσματικά το θεάρεστο έργο τους.
Αυτές οι γυναίκες ακόμα κι όταν αφυπηρέτησαν ήταν πολύτιμες γιατί έκαναν ενέσεις σε μια εποχή που ήταν μεγάλο προσόν αυτό και δυσεύρετες οι γυναίκες με το «ελαφρό χέρι».
Άλλες πάλι επέλεξαν συνειδητά την καριέρα της αδελφής νοσοκόμου από διάθεση να ανακουφίζουν τον πάσχοντα. Μία από αυτές ήταν η Καλλιόπη Γιουλούντα.
Καλλιόπη Γιουλούντα: Από το Γιαννούδι στην πρώτη γραμμή του μετώπου
Γεννήθηκε στο Γιαννούδι το 1911. Αν και η εποχή της δεν ευνοούσε τις σπουδές των κοριτσιών εκείνη κατάφερε να τελειώσει το γυμνάσιο και να μάθει γαλλικά. Αγαπούσε τη μουσική κι έπαιζε μάλιστα με αρκετή δεξιοτεχνία και μαντολίνο. Από μικρή έδειχνε μια αγάπη στον συνάνθρωπο. Διψούσε για κοινωνική προσφορά. Η Καλλιόπη Γιουλούντα πρώτα έγινε εθελόντρια νοσηλεύτρια του «Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού» και μετά ακολούθησε τη νοσηλευτική ως κύριο επάγγελμα που το έκανε όμως λειτούργημα. Ο πράος χαρακτήρας της, το ήθος και η αξιοπρέπεια που τη χαρακτήριζαν την έκαναν ξεχωριστή και αξιαγάπητη. Είχε το σπάνιο χάρισμα να εμπνέει το θάρρος στον άρρωστο να αγωνιστεί για τη θεραπεία του. Και έγινε περισσότερο πειστική όταν ανέλαβε τους πρώτους τραυματίες του μετώπου. Γιατί ο πόλεμος του ’40 την βρήκε πρόθυμα να οδεύει στο καθήκον για να βοηθήσει τους τραυματισμένους στρατιώτες. Η απόφασή της φανερώνει και τη γενναιότητά της. Γιατί ήταν ως τότε διευθύνουσα του νοσοκομείου «Άγιος Σάββας». Θα μπορούσε ν’ αποφύγει την πρώτη γραμμή του μετώπου. Κανένας δεν την υποχρέωνε να καταταγεί. Η συνείδησή της όμως ήταν εκείνη που της καθόριζε την πορεία της. Έτσι η φήμη της έφτανε παντού πριν από την ίδια. Αρκετοί θυμούνται αυτόν τον μικροκαμωμένο άγγελο με το αιώνιο χαμόγελο και την ιώβειο υπομονή. Άλλοι πάλι την θυμούνται να μοιράζει γάλα στους στρατιώτες που οδοιπορούσαν μετά την κατάρρευση του μετώπου. Ήταν συνεπής, αφοσιωμένη στο λειτούργημά της, άριστα καταρτισμένη και αντιμετώπιζε όλους τους αρρώστους σαν στενούς συγγενείς της. Η φρίκη του πολέμου αντί να τη λυγίσει την έκανε πιο δυνατή. Το αποκρουστικό θέαμα ανοικτών πληγών σε μέλη ηρωικών νέων ανθρώπων, οι γάγγραινες και η ανυπόφορη μυρωδιά από σάρκα που σάπιζε σιγά σιγά αντί να την απωθεί τη γέμιζε από το μεγαλείο του ελέους.
Η αγγελική της ψυχή ήταν γεμάτη από αγάπη για τα ανήμπορα πλάσματα που βογκούσαν στο κρεβάτι του πόνου.
Ο ματωμένος Απρίλης
Εκείνο τον Απρίλη του ’41, λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου η ατμόσφαιρα είχε γίνει ακόμα πιο επικίνδυνη. Ο θάνατος καιροφυλακτούσε για να δρέψει ψυχές. Τα νοσοκομεία είχαν πλημμυρίσει από τραυματισμένους στρατιώτες. Και το νοσηλευτικό προσωπικό έκανε και τη νύχτα μέρα για να προλάβει να ανταποκριθεί στις πιεστικές ανάγκες που δημιουργούσε ο πόλεμος.
Οι Γερμανοί, παραβιάζοντας τις διεθνείς συνθήκες και τους άγραφους νόμους της συνείδησης, βομβαρδίζουν ακόμα και τα νοσοκομεία.
Δεν σέβονται ούτε και τη μεγάλη μέρα της Χριστιανοσύνης, ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα βομβαρδίζουν το 2ο στρατιωτικό νοσοκομείο.
Είχε προηγηθεί μια μεγάλη εβδομάδα που ήταν των παθών και για τους γιατρούς και τους νοσηλευτές του Νοσοκομείου αυτού των Ιωαννίνων.
Οι αδελφές, μέσα στα πολλαπλά καθημερινά τους καθήκοντα, είχαν και την ανύψωση του πεσμένου ηθικού των παλληκαριών. Τις μεσημβρινές ώρες που δεν πήγαιναν να ξεκουραστούν, τους μιλούσαν για την ανάσταση που μηνούσε η καρδιά τους και που περίμεναν.
Τη Μεγάλη Τρίτη και τη Μεγάλη Τετάρτη εξακολουθούσαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο των Ιωαννίνων να συρρέουν από το μέτωπο δεκάδες τραυματίες, που περίμεναν στα φορεία τις αδελφές να τους τακτοποιήσουν. Κι εκείνες, χωρίς να σκεφθούν την ξεκούραση και τον εαυτό τους, με το χαμόγελο της καρτερίας, άπλωναν το χέρι να προσφέρουν ανακούφιση και σωτηρία. Μέσα στα άλλα τους φάρμακα τους έδιναν και το λάδι από το Άγιο Ευχέλαιο που κατάφεραν να πάρουν.
Κυριακή του Πάσχα, 20 Απριλίου 1941. Οι αδελφές καλημερίζουν με το «Χριστός Ανέστη» και με το χαμόγελο στο στόμα, προσπαθώντας να κρύψουν τον φόβο τους. Το διαισθάνονται πως κάτι κακό θα συμβεί. Ήδη τα στούκας που σφυρίζουν δαιμονισμένα γεμίζουν τρόμο την ατμόσφαιρα.
Το μεσημέρι με μανία πρωτόγνωρη, άρχισαν να εξαπολύουν βόμβες προς το νοσοκομείο. Ο καθηγητής Κοντιάδης διατάσσει τις αδελφές να κατεβούν στο καταφύγιο. Αυτές αρνούνται, γιατί θα έπρεπε ν’ αφήσουν μόνους τους χειρουργημένους τους. Οι αδελφές μένουν και… ΜΕΝΟΥΝ εκεί για πάντα. Το ξαφνικό βρήκε τους γιατρούς να χειρουργούν, τις αδελφές εμπρός στο τραπεζάκι με τα εργαλεία, τους τραυματίες ναρκωμένους και εκείνες τις καημένες που δίπλωναν τις γάζες!
Κρότος φοβερός τραντάζει το οικοδόμημα. Τα φώτα σβήνουν. Τα τζάμια σπάζουν, φοβερός καπνός, πηκτή μαύρη σκόνη που πνίγει. Στον καταχθόνιο κρότο, νεκρική σιγή ακολουθεί. Αρκετοί τραυματίες μαζί με τον ιατρό καθηγητή Ξενοφώντα Κοντιάδη, τους βοηθούς χειρουργούς, και έξι επώνυμες αδελφές, (σύνολο πενήντα επτά άτομα) δεν υπήρχαν πλέον στη ζωή αυτή. Αναγνωρίσθηκαν από ένα δακτυλίδι, από ένα κέντημα, από ένα σήμα. Ό,τι απόμεινε από τα σώματά τους έχει ταφεί στο νεκροταφείο του Αγίου Νικολάου των Κοπάνων στα Γιάννενα, σε έναν κοινό ολομάρμαρο τάφο.
Τρεις διπλωματούχες και τρεις εθελόντριες αδελφές αναφέρονται μεταξύ άλλων στον τραγικό απολογισμό.
Η Ελένη Παρασκευοπούλου, παλαίμαχος προϊσταμένη αδελφή, διευθύνουσα των αδελφών της Βάσεως Ηπείρου, ετών πενήντα επτά (57).
Η δική μας Καλλιόπη Γιουλούντα, διευθύνουσα του 2ου στρατιωτικού νοσοκομείου, ετών 30. Η Ελένη Καλογερίδου, διπλωματούχος αδελφή, ετών 20. Η Λουκία Κυριακού, ετών 35, η Ελένη Μητροπούλου ετών 30 και η Ελένη Τσάλλη, δόκιμη διαιτολόγος αδελφή, ετών 60. Και μαζί με αυτές μια έβδομη άγνωστη αδελφή, μια έφηβη Γιαννιώτισσα δεκαεπτά (17) χρονών, που έχοντας συγκλονιστεί από το έργο των αδελφών, ερχόταν κάθε πρωί από το σπίτι της να προσφέρει κι αυτή ότι μπορούσε.
Είναι γεγονός όπως καταθέτουν μάρτυρες των γεγονότων που επέζησαν ότι εκτός από τον καθηγητή Κοντιάδη και η Αθηνά Μεσωλορά δεν έπαυσε να παρακαλεί τις αδελφές να φροντίσουν τον εαυτό τους. Κι όμως καμιά δεν επωφελήθηκε από τη μεταφορά τραυματιών σε άλλους χώρους που κινδύνευαν λιγότερο για να σωθεί. Έπεσαν στο καθήκον.
Η Καλλιόπη Γιουλούντα έμεινε καύχημα των νοσηλευτών και έμβλημα των εθελοντριών του ΕΕΣ.
Λειτούργημα η νοσηλευτική
Είναι πραγματικά λειτούργημα η νοσηλευτική. Έζησα από κοντά το πάθος που διακρίνει τις νοσηλεύτριες και το συναισθηματικό δεσμό που δημιουργείται ακούσια με κάθε άρρωστο.
Η μητέρα μου ήταν απόφοιτος τριετούς φοίτησης και υπηρέτησε προϊσταμένη και στο Ρέθυμνο στην τότε ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ τα τελευταία χρόνια πριν από τη συνταξιοδότησή της.
Θυμάμαι όταν σπούδαζε είχε τόσο ενθουσιασμό που δεν την σταματούσε τίποτα.
Όταν δεν είχε που να με αφήσει με έπαιρνε και μένα στο μάθημα Και πόσο καμάρωνα όταν την έβλεπα σημαιοφόρο στις παρελάσεις.
Μετά την έχασα εύρισκα κάποια πρωινά στο προσκεφάλι μου εκείνη την αγαπημένη μου σοκολάτα με κομματάκια από κεράσι. Έτρωγα και την αναζητούσα. Μόλις την έβλεπα να μπαίνει κατάκοπη αμέσως άρχιζα τη γκρίνια Γιατί με άφηνε;
– Παιδί μου πρέπει μου έλεγε.
Μα τι να καταλάβω εγώ. Ούτε κι όταν την έφεραν στο σπίτι τραυματισμένη από έναν άρρωστο που σε κατάσταση αμόκ επιτέθηκε σε όλους δεν μπορούσα να εκτιμήσω το μεγαλείο της πράξης αυτής. Η μητέρα μου μπήκε στη μέση να τον ηρεμήσει κι αυτό της στοίχισε αρκετές μέρες στο κρεβάτι.
Ο λόγος που παρασύρομαι σε προσωπικές αναφορές είναι για να υμνήσω το μεγαλείο της αδελφής νοσοκόμου που βάζει σε πρώτη προτεραιότητα το καθήκον και δεν ξέρει αργίες, γιορτές, οικογένεια για να ανακουφίσει τον ανθρώπινο πόνο.
Πολλές φορές οι νοσηλεύτριες έσωσαν ζωές.
Χαρακτηριστική η περίπτωση που μας είχε αφηγηθεί ο καλός φίλος Κωστής Καλλέργης.
Συνέβη στην κλινική «Κυανούς Σταυρός» όταν διευθυντής του χειρουργικού τμήματος ήταν ο Χανιώτης Γιώργος Βλαχάκης.
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες στη χωρίς σημαντικά γεγονότα πόλη μας, αρχές της δεκαετίας του 1960, πιθανότατα το 1962, όταν μετέφεραν επειγόντως στην Κλινική ένα παιδάκι, τον Παρασκευά, περίπου επτά χρόνων με περιεσφιγμένη κήλη. Γεγονός που απαιτούσε άμεση χειρουργική επέμβαση.
Πράγματι άρχισαν οι ετοιμασίες για την επέμβαση και ο Βλαχάκης κάλεσε τη μητέρα για να ενημερωθεί γύρω από το ιστορικό υγείας του παιδιού.
Αυτό που τον ένοιαζε κυρίως ήταν αν το παιδί είχε φάει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
-«Πράμα γιατρέ μου», τον διαβεβαίωσε η μητέρα. «Είναι μ’ ένα γάλα».
Που να ήξερε η καημένη το παρασκήνιο των ορέξεων του γιου της. Η πληροφορία καθησύχασε κάπως τον γιατρό, που ρώτησε ακόμα ένα δυο πράγματα τη μητέρα, την ενθάρρυνε γιατί έδειχνε τρομερά ανήσυχη και μπήκε στο χειρουργείο.
Η Τασία Καλλέργη από τη Λούτρα
Βοηθό του είχε μια νεαρή νοσηλεύτρια την Τασία Καλλέργη από τη Λούτρα, που έκανε την πρακτική της στην κλινική. Ήταν μικρή στην ηλικία αλλά πανέξυπνη και με πάθος για τη δουλειά της αναισθησιολόγος, δεν υπήρχε τότε.
Η επέμβαση κυλούσε ομαλά, καθώς τα επιδέξια χέρια του χειρουργού απομάκρυναν όλο και περισσότερο τον κίνδυνο για τη ζωή του παιδιού.
Κάποια στιγμή ο γιατρός, στέναξε με ανακούφιση. Επιτέλους πλησίαζε στο τέλος. Έμενε ωστόσο σκυμμένος εστιάζοντας την προσοχή του στην κοιλιακή χώρα του παιδιού, για να βεβαιωθεί, απολύτως, ότι όλα πήγαν καλά και να αποφύγει ανεπιθύμητες επιπλοκές.
Η Τασία κοιτούσε το ναρκωμένο αγοράκι που έμοιαζε με αγγελούδι ευχαριστώντας μέσα της το Θεό που πήγαν όλα καλά. Αλλά κάποια στιγμή ένα σημείο την έκανε να πάει κοντά να βεβαιωθεί. Δυστυχώς δεν έκανε λάθος. Το παιδί δεν ανέπνεε.
Έβαλε τις φωνές: «Γιατρέ το παιδί ΠΕΘΑΝΕ… δεν αναπνέει».
Πλησιάζει εκείνος και βεβαιώνεται πως η βοηθός του είχε δίκιο. Χωρίς δεύτερη κουβέντα ξεκινά μια αγωνιώδη προσπάθεια να βοηθήσει το αγοράκι να αναπνεύσει. Το γύρισε μπρούμυτα, το χτύπησε στην πλάτη, του έκανε τεχνητή αναπνοή, του έδωσε φιλί ζωής, αλλά τίποτα. Το αγόρι παρέμενε ακίνητο. Ο Βλαχάκης συνέχισε με πείσμα τις προσπάθειες. Δεν δίστασε να προχωρήσει και σε τραχειοτομή.
Εκεί διαπίστωσε ότι το παιδί κινδύνευε από αναρρόφηση τροφών. Μέσα σε πυρετώδη αγωνία, προσπάθησε να απομακρύνει τα υπολείμματα τροφής που εντόπισε, ακόμα και με το στόμα. Επιτέλους! Ο αγώνας του και οι υπεράνθρωπες προσπάθειες να σώσει το αγόρι δεν πήγαν χαμένες. Το παιδί συνήλθε!
Ο γιατρός πήρε βαθιά ανάσα και για να εκτονωθεί από τη θανατερή αγωνία που πέρασε, άρχισε να μουρμουρίζει.
«Να δεις που είχε φάει ο μικρός κι η μάνα νόμισε πως δεν είχε φάει αρκετά, μονολόγησε ταραγμένος ακόμα από το συμβάν. Ξέρω δα τη νοοτροπία μανάδων και κυρίως γιαγιάδων».
Όπως διαπιστώθηκε αργότερα ο Παρασκευάς, μετά το γάλα του πέρασε από τη θεία του κι έφαγε μερικά σταφύλια από την κρεβατίνα. Στη συνέχεια παίζοντας πήδηξε από τον ένα τοίχο στον άλλο κι έπαθε ό,τι έπαθε ώστε να χρειαστεί άμεσα χειρουργείο.
Όταν το 7χρονο αγόρι θα έπαιρνε εξιτήριο η Τασία του έδωσε μια φωτογραφία με την αφιέρωση «Στον αδελφό μου Παρασκευά για να με θυμάται».
Κι έπειτα καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Η Τασία Καλλέργη έφυγε για την Αθήνα συνεχίζοντας με επιτυχία το λειτούργημά της στον τομέα της νοσηλευτικής. Ο μικρός μεγάλωσε, έκανε οικογένεια και εξελίχθηκε σε ένα χρήσιμο και αξιοσέβαστο μέλος της κοινωνίας του τόπου που μένει.
Τα χρόνια πέρασαν. Η Τασία, άτομο με πνευματικές ανησυχίες και έφεση στην παρακολούθηση των επιτευγμάτων της τεχνολογίας, έγινε μια από τα εκατομμύρια ανθρώπων που σερφάρουν στο διαδίκτυο. Κι όπως είναι φύσει κοινωνικό άτομο, δημιούργησε και λογαριασμό στο Facebook.
Μια μέρα, όπως μελετούσε τη λίστα με τα άτομα που προτείνονται για αίτημα φιλίας, βλέπει ένα όνομα πολύ γνωστό. Μήπως είχε σχέση με το περιστατικό που προαναφέραμε; Δεν έχασε καιρό. Έκανε αμέσως το αίτημά της και μόλις βρήκε ανταπόκριση ζήτησε με μήνυμα τις σχετικές πληροφορίες σκιαγραφώντας το περιστατικό. Η απάντηση την ανέβασε στα ουράνια.
«Είναι ο πατέρας μου», έγραψε ο νέος της φίλος του διαδικτύου.
Πράγματι όταν ο νεαρός ανέφερε στην οικογένειά του το περιστατικό μεταφέροντας το ερώτημα της νέας του φίλης στο Facebook, είδε τον πατέρα του να πετάγεται και συγκινημένος να του διηγείται το γεγονός που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Έδειξε μάλιστα και το σημάδι της τραχειοτομής.
Αλλά υπήρχε και το στοιχείο που θα διέλυε κάθε αμφισβήτηση. Η φωτογραφία με την αφιέρωση που έστειλε ο γιος για επιβεβαίωση, δεν άφησε πια καμιά αμφιβολία.
Οι δυο τους συναντήθηκαν μερικές μέρες αργότερα στις Καρίνες. Εκεί διαδραματίστηκαν πολύ συγκινητικές στιγμές. Ήταν μια συνάντηση που δεν ξέχασε κανένας. Κι ακόμα τη διηγούνται.
Από καιρό συγκεντρώνουμε στοιχεία για πολλές νοσηλεύτριες που έγραψαν ιστορία και σύντομα θα τα παραθέσουμε όταν συμπληρωθεί και το φωτογραφικό υλικό.
Με τόση μαυρίλα γύρω μας ας πούμε και κάτι που ξυπνά τα καλύτερα αισθήματα. Το έχουμε τόσο ανάγκη άλλωστε.