Μπορεί ο ελληνικός στρατός να έγραψε σελίδες δόξας και στην Κορέα αλλά παραμένει στα «ψιλά» και περνά στα αδιάφορα η δράση του αυτή. Οι νέοι μας ούτε που γνωρίζουν τι έγινε στην Κορέα μέρες σαν κι αυτές πριν από 70 περίπου χρόνια.
Το Πολιτιστικό Ρέθυμνο είχε την μεγάλη ευκαιρία να επεξεργαστεί δυο σπουδαία ημερολόγια Ρεθεμνιωτών που πολέμησαν στην Κορέα.
Και με την ευκαιρία της επετείου θα ξεκινήσει ένα αφιέρωμα με αποσπάσματα από το ημερολόγιο αυτό.
Ας δούμε όμως πρώτα τα γεγονότα που υποχρέωσαν τη χώρα μας να στείλει στρατό στην μακρινή αυτή περιοχή του πλανήτη μας.
Ο πόλεμος της Κορέας αναφέρεται στην πολεμική σύρραξη που κράτησε μεταξύ της 25ης Ιουνίου 1950 και της 27ης Ιουλίου 1953 θεωρητικά μεταξύ των δύο κρατών της διηρημένης Κορέας σε Βόρεια και Νότια, όπου η πρώτη πρόσκειτο στο Κομμουνιστικό Ανατολικό στρατόπεδο και η δεύτερη βρισκόταν υπό την κηδεμονία του Δυτικού. Η γραμμή διαίρεσης των δύο περιοχών ήταν ο 38ος παράλληλος της αντίστοιχης Κορεατικής Χερσονήσου. Η κατ’ αρχήν εισβολή της Βόρειας Κορέας προκάλεσε μια ακατάσχετη υποχώρηση των Νοτιο-Κορεατικών και Αμερικανικών στρατευμάτων, για να αναστραφεί η κατάσταση εντελώς μετά από απόβαση των Αμερικανών στον λιμένα της Ίντσον στα μετόπισθεν του 38ου παραλλήλου και προώθησή τους μέχρι τα κινεζικά σύνορα. Στη συνέχεια ακολούθησε ωστόσο μια Κινεζική εισβολή, η οποία απώθησε και πάλι τους Αμερικανούς και τα συμμαχικά τους στρατεύματα υπό την σημαία του ΟΗΕ ξανά στον 38ο παράλληλο.
Η σύρραξη εκείνη τερματίστηκε με συνθήκη, μετά από 3 χρόνια, στο ίδιο σημείο απ’ το οποίο είχε αρχίσει, χωρίς νικητές, έχοντας καταστεί η θερμότερη στιγμή του Ψυχρού Πολέμου. Ο πόλεμος αυτός έχει μείνει γνωστός επίσης υπό τον τίτλο «Ο Ξεχασμένος Πόλεμος», καθώς ιστορικά συμπιέστηκε μεταξύ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Πολέμου του Βιετνάμ αλλά κι επειδή κατέληξε μια τραγωδία με πολλά θύματα χωρίς κανένα εμφανές όφελος και για τις δύο παρατάξεις. Αργότερα δημοσιογράφοι θα τον χαρακτηρίσουν σαν «…ένα πόλεμο στο πιο ακατάλληλο μέρος, την πιο ακατάλληλη στιγμή, με τον πιο ακατάλληλο αντίπαλο…».
Η χώρα μας πήρε μέρος στον πόλεμο αυτό μετά από πιέσεις των Αμερικανών. Και οι εθελοντές στρατιώτες μας έφυγαν με μια διαφορετική εντύπωση για τα γεγονότα. Αυτοί περίμεναν ότι με την εθελοντική τους αυτή προσφορά θα εξασφάλιζαν κάποια προνόμια επαγγελματικής αποκατάστασης, μια και η γενιά μετά τον πόλεμο αντιμετώπιζε προβλήματα επιβίωσης. Περίμεναν λοιπόν κάποια μικρή χρηματική απολαβή σε δολάρια αλλά σωτήρια γι’ αυτούς τους νέους και κάποια άλλα προνόμια. Πού να ξέρουν τι τους περίμενε. Σε ποια κόλαση θα βρίσκονταν από τη μια στιγμή στην άλλη και πάντα στην πρώτη γραμμή.
Γιώργος Κονσολάκης ο «Βετεράνος»
Από τους Ρεθεμνιώτες που πολέμησαν στην Κορέα και ο Γιώργης Κονσολάκης, που στα Περιβόλια κι όχι μόνο ακούγεται ο «Βετεράνος».
Ο Γιώργος Κονσολάκης είναι ένας ευχάριστος άνθρωπος, πάντα δραστήριος και διαθέσιμος για κάθε πολιτιστική εκδήλωση. Θα τον δεις να ασχολείται διαρκώς με κάτι, χωρίς να έχει επηρεαστεί από το βάρος του χρόνου στους ώμους του.
Κι όμως ο άνθρωπος αυτός έχει γράψει τη δική του ιστορία και στο πεδίο της τιμής και ως μάχιμος στον πόλεμο της Κορέας. Αν τώρα δεν πήρε ό,τι του άξιζε από την πολιτεία ας όψεται η περηφάνια του και το γεγονός ότι ο ρόλος του Εφιάλτη δεν του ταίριαξε ποτέ.
Μου είχε πει για τα παιδικά του χρόνια:
«Στα Περβόλια ήρθα έξι μηνών. Θα πρέπει να σας πω ότι ανατράφηκα σ’ ένα περιβάλλον που ζούσε για τιμή και αξιοπρέπεια. Ο παππούς από τον πατέρα μου ήταν από τ’ Ασκύφου. Οι συνθήκες της εποχής και οι βεντέτες τον υποχρέωσαν να καταφύγει στο Σπήλι, όπου οι Τούρκοι τον έκαψαν ζωντανό με τη γιαγιά μου.
Τον φρικτό θάνατο των γονέων του εκδικήθηκε ο πατέρας μου αργότερα σκοτώνοντας πέντε Τούρκους στου Χαλεβί, όπου του είχαν δώσει κλήρο επειδή ήταν ανάπηρος πολέμου. Είχε τραυματιστεί στη Μικρασιατική εκστρατεία το 1921.
Ήμασταν οκτώ αδέλφια αλλά τέσσερα πέθαναν από πνευμονία στην κατοχή και ένας αδελφός σκοτώθηκε στην Αλβανία.
Στη διάρκεια της Κατοχής πουλούσα λουλούδια στους Γερμανούς για να επιβιώσουμε, αλλά δυο φορές την εβδομάδα εκτελούσα το χρέος μου σαν σύνδεσμος στον ΕΛ.ΑΣ. Πήγαινα που λέτε δυο φορές την εβδομάδα στον Γεώργιο Κωνσταντουδάκη, τον επιλεγόμενο Καπνουτζή, έπαιρνα το σημείωμα και το έφερνα στην οργάνωση στο Χαλεβί. Εκεί στο αντάρτικο έμαθα και πολλά τραγούδια.
Στου Χαλεβί ήταν το αντάρτικο του ΕΛ.ΑΣ, στο Ξηρό Χωριό ήταν το άντρο του ΕΟΡ.
Έκανα το σύνδεσμο και πουλούσα λουλούδια. Έτυχε όμως την επομένη της Μάχης των Ποταμών κι όταν μαθεύτηκε το αποτέλεσμα να βρεθώ μπροστά σε έναν έξαλλο Γερμανό αξιωματικό που συνήθως μου επέτρεπε να πουλώ τα λουλούδια μου.
Εκείνη τη μέρα όχι μόνο δεν το επέτρεψε, αλλά με μια κλωτσιά με πέταξε έξω. Χτύπησα άσκημα θυμάμαι. Και μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι τον είδα μετά σαν να είχε μετανιώσει, βλέποντας ένα παιδάκι μέσα στα αίματα να προσπαθεί να επανορθώσει.
Έδωσε διαταγή να με πάνε σε ένα πλυσταριό να με πλύνουν και μετά πάλι με δική του διαταγή, μου έδωσαν δυο κονσέρβες ανέγγιχτες και δυο κουραμάνες.
Δεν το πίστευα ότι την είχα γλιτώσει κι έφευγα με φαγητό.
Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκα με τον αθλητισμό. Το 1948 συμμετέχοντας στα Αρκάδια κι έχοντας να αντιμετωπίσω έναν Μάνταλο, ένα Ραγάδο κι ένα Χουσίδη, θρύλους στον αθλητισμό και οι τρεις πρωταθλητές, τερμάτισα τρίτος. Κι ήμουν ο πρώτος Κρητικός με αυτή τη διάκριση στο άθλημα.
Φαντάρος ήμουν στα τεθωρακισμένα. Είχα διοικητή τον Στυλιανό Πατακό και ανθυπίλαρχο τον Μιχαήλ Σκούληκα, εκλεκτό δάσκαλο από την Κρύα Βρύση.
Και τότε είχα μια επιτυχία στον αθλητισμό. Στο Τατόι γινόταν αγώνας δρόμου με συμμετοχή τριών σωμάτων στρατού. Συμμετείχαν 48 άτομα και από τα τρία σώματα.
Ήρθα πρώτος, με σήκωσαν στα χέρια οι δικοί μου, αλλά το κύπελλο το χάρισα στον διοικητή μου.
– Δεν χωράει στο γυλιό του είπα είναι δικό σας.
Τότε εκείνος μου ζήτησε να βγω στην αναφορά και μου έδωσε δέκα μέρες τιμητική άδεια.
Έτσι κατάφερα να έρθω στην Κρήτη να δω τους δικούς μου που τους είχα λαχταρήσει.
Αργότερα πήρα μετάθεση για Θεσσαλονίκη στου Βότζη. Ο πατέρας μου είχε εκεί έναν ξάδελφο στρατηγό ονόματι Γεώργιο Γαβριλάκη που εγώ δεν ήξερα.
Μια μέρα εκεί που έκανα φασίνα στο άρμα μου έρχεται ο ανθυπασπιστής και μου λέει να πάω αμέσως στον διοικητή. Εκείνος μόλις παρουσιάστηκα μου είπε γελώντας.
– Βρε μασκαρά γιατί δεν μου είπες ότι έχεις μπάρμπα στην Κορώνη;
Τελικά με αποδέσμευσαν από άλλα καθήκοντα και με πήρε ο διοικητής στο γραφείο του σαν αγγελιαφόρο.
Η ικανότητά του στη σκοποβολή τον έστειλε στην κόλαση
Κάποια μέρα ήρθε διαταγή να στείλουν στην Κορέα δέκα ελεύθερους σκοπευτές. Εγώ για κακή μου τύχη είχα αρκετές επιτυχίες στην σκοποβολή και είχαν σημειώσει στο μπει μπουκ «ελεύθερος σκοπευτής».
Έτσι ο πρώτος που φώναξε ο διοικητής μου ήμουν εγώ.
– Κονσολάκη ετοιμάσου για την Κορέα, μου είπε.
– Κύριε διοικητά τόλμησα εγώ, έχω αδελφό σκοτωμένο στην Αλβανία. Ξέρετε ότι μπορώ να απαλλαγώ.
Εκείνος όμως δεν χαμπάριαζε από νόμους.
– Αν το θέτεις έτσι Κονσολάκη, θα πρέπει να διαλέξεις, μου είπε κοφτά. Λέγε λοιπόν και γρήγορα Κορέα ή Μακρόνησο.
– Εντάξει Κορέα, είπα.
Βρέθηκα σε μια κόλαση. Φυλάγαμε σκοπιά για μια ώρα επειδή έκανε πολύ κρύο. Το χειρότερο νούμερο ήταν 12-1. Μου έπεσε κι αυτός ο κλήρος να φυλάξω σκοπιά δίπλα στο ποτάμι που ήταν πυρομαχικά και καύσιμα.
Συνηθισμένος να δουλεύω στη φύση δεν άργησα να καταλάβω από ένα τσάχαλο ότι θα είχα ανεπιθύμητους επισκέπτες. Πράγματι σε λίγο είδα τους Κορεάτες που επιχειρούσαν αιφνιδιασμό. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο παρά ότι γονατίζω και αρχίζω να βάλω με το πολυβόλο βολή κατά βολή.
Το πρωί εμφανίστηκα στην αναφορά ολοκίτρινος. Τρόμαζες να με βλέπεις. Είχα βγάλει τη «χρυσή». Οι Αμερικάνοι θεωρούσαν πολύ κακή την αρρώστια αυτή.
Θεωρώντας με ξεγραμμένο με έστειλαν μια βδομάδα στη Σεούλ και από εκεί στο Τόκιο. Εκεί ήρθε να με δει ο συνταγματάρχης Παντελής Σαββάκης. Είχαμε μια συγγένεια. Την αδελφή του κ. Σαββάκη είχε παντρευτεί του πατέρα μου ένας αδελφός.
– Και κάποτε επιστρέψατε.
– Ναι γύρισα και άνοιξα τσαγγάρικο στην οδό Βάρδα Καλλέργη. Κάποιο πρωινό με ειδοποίησαν να παρουσιαστώ επειγόντως στην Ασφάλεια.
Πήγα με αγωνία, γιατί δεν είμαι άνθρωπος που απασχολεί τις αρχές.
Στην αρχή ο διοικητής ήταν όλο «μέλι».
– Είσαι μεγάλος πατριώτης Κονσολάκη, μου είπε. Και τώρα η πατρίδα σου ζητά ένα νέο καθήκον.
– Τι θέλετε από μένα; ρώτησα απορημένος.
– Τίποτα σπουδαίο. Θα γίνεις το μάτι και το αυτί μας στη γειτονιά.
Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου.
– Εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι, του είπα με θυμό. Κάνετε ό,τι νομίζετε. Κι έφυγα.
Μάταια όμως προσπάθησα να βγάλω μια σύνταξη σαν βετεράνος της Κορέας. Με έκοβαν συνέχεια. Αναγκάστηκα να πάω στον Παύλο τον Βαρδινογιάννη.
– Ιντα γίνεται του λέω. Με κόβουν συνέχεια. Τι χαρτιά τους πάω, τι βεβαιώσεις αλλά το ίδιο κάνει.
– Άσε και θα δω, μου λέει.
Έτσι έμαθα τους λόγους που μου στέρησε η πολιτεία το δικαίωμα της σύνταξης. Αρνήθηκα να γίνω χαφιές άρα ήμουν αριστερός. Βγάλε άκρη μ’ αυτούς. Τελικά πήρα σύνταξη από το ΙΚΑ. Δούλευα σε δυο και τρεις δουλειές. Δεν γονάτισα. Δεν ήθελα να τους κάνω το χατίρι».
Αμέτρητα βάσανα
Εδώ σταμάτησε εκείνος να πάρει μιαν ανάσα κι εγώ βρέθηκα στο δίλημμα αν έχω το δικαίωμα να αναφερθώ και στα άλλα χτυπήματα της ζωής που δέχτηκε ο άνθρωπος αυτός κι όμως δεν λύγισε, δεν άφησε τη ζωή να τον πάρει από κάτω. Απέκτησε περιουσίες με τον ιδρώτα του που θυσίαζε σχεδόν αμέσως για να ξεπεράσει προβλήματα. Δέχτηκε κεραυνούς, αντιμετώπισε θύελλες. Πέρασε βάσανα που δεν αντέχει ο κάθε άνθρωπος. Κι όμως δεν έπεσε.
– Από την πολυτάραχη ζωή σας τι θυμάστε με συγκίνηση, ρώτησα.
«Κάποτε εκβράστηκε το πτώμα ενός Ιταλού αιχμαλώτου στην παραλία μας. Πήγα με ένα μαχαίρι να του βγάλω τις μπότες. Το δέρμα εκείνη την εποχή ήταν κάτι πολύτιμο. Με αντιλήφθηκαν Γερμανοί από τρία φυλάκια που ήταν ολόγυρα και άρχισαν να βάλουν εναντίον μου. Οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μου, αλλά δεν ήθελα να παραιτηθώ από το σκοπό μου. Έκανα την καρδιά μου πέτρα και σε λίγο τα κατάφερα να ξεφύγω με τα πολύτιμα λάφυρα στο χέρι. Πούλησα τις μπότες σε κάποιον Καπετανάκη από το Ρουσσοσπίτι για δυο οκάδες μιγάδι. Όταν το πήγα στο σπίτι οι γονείς μου με γέμισαν ευχές.
Ζυμώναμε και τρώγαμε για μεγάλο διάστημα. Σώθηκα με τη χάρη του Θεού. Πάντα εκείνος με έσωζε. Εκεί έχω κι εγώ τα θάρρη μου».
Ο Γιώργος Κονσολάκης ακμαιότατος πάντα και λεβέντης περνά δημιουργικά τη ζωή του, αφήνοντας πίσω το πένθος και τις αγωνίες του παρελθόντος. Ο χρόνος τον περιορίζει πια και δεν ασχολείται όπως παλιά. Είναι όμως πάντα άξιος θαυμασμού. Κι όταν τον βλέπεις να βαδίζει από μακριά τον περνάς για έναν νέο άνθρωπο που τρέχει να προλάβει τις δουλειές του.
Παραμένει ένας έφηβος στην καρδιά, ένας πρωταθλητής της ζωής με μυριάδες τα εύσημα από τη εκτίμηση του κόσμου. Γιατί με τη δράση και το πείσμα του για ζωή δεν επέτρεψε στο χρόνο μέχρι σήμερα να τον αγγίξει και να του εφαρμόσει τους νόμους της φθοράς. Κι αυτόν ακόμα τον νίκησε ο Γιώργος Κονσολάκης, ο βετεράνος με το όνομα.
Αναμνήσεις του Μάρκου Γιουμπάκη
Από τους βετεράνους της Κορέας και ο αείμνηστος Μάρκος Γιουμπάκης. Ο σπουδαίος Ρεθεμνιώτης που η πνευματική μας και η πολιτιστική ζωή του οφείλει τόσα πολλά.
Ο Γιουμπάκης είχε κρατήσει ημερολόγιο από την εμπειρία του στην Κορέα και το δημοσίευσε σε συνέχειες αργότερα κείμενα απολαυστικά στην ανάγνωση και στοιχεία που συνθέτουν μια άγνωστη εποχή και μια ακόμα εποποιία του στρατού μας τόσο άγνωστη αλήθεια.
Από το ημερολόγιο του Μάρκου Γιουμπάκη είναι τα παρακάτω αποσπάσματα που επιλέξαμε για το αφιέρωμά μας αυτό:
«Τα Ελληνικά όπλα δοξάστηκαν και ξέχωρα η Κρήτη, με 3 διαλεκτά παλληκάρια της Ρεθύμνης. Ξανάγραψα ότι στην μάχη αυτήν μεταξύ των τραυματιών ήτο οι Μαμαλάκις Ιωσήφ από τα Αγκουσελιανά, και ο Αλεξάκις Αντώνιος από την Πατσό, ενώ με τον ηρωισμό του άφησε έκπληκτους τους Αμερικάνους ο Βαρδάκης από την Αργυρούπολιν.
Σήμερα όμως θα γράψω δύο λόγια για τον Αντώνη Αλεξάκη το πιο βαριά τραυματία του Τάγματός μας. «του έχουν αφαιρέσει το δεξί χέρι λίγο πιο κάτω από τον ώμο».
Είναι και αυτός ένας από τους λίγους που του απενεμήθη το ανώτερο Αμερικάνικο παράσημο «ΣΙΛΒΕΡ ΣΤΑΡ» οι εφημερίδες της Κορέας και της Ιαπωνίας αφιέρωσαν τα κύρια άρθρα προς χάριν του. Δυστυχώς δεν μπορώ να τα μεταφέρω στο Ημερολόγιο μου, έτσι θα αφήσω τον ίδιο να μιλήσει και να εξιστορήσει το συμβάν του τραυματισμού του.
«Ήταν 9 του μηνός Φεβρουαρίου και τις 8 το πρωί λαμβάνει η δική μας Διμοιρία με τον Υπολοχαγό Μανασή να επιτεθεί κατά του Ανωνύμου. Το είχαμε πάρει αρκετές φορές και μας το είχαν ξαναπάρει και τώρα θα κάναμε ακόμη άλλη μια προσπάθεια.
Εγώ με την ομάδα μου και με την ομάδα του Σαβουρέλη προχωρούσαμε ενώ η τρίτη ομάς είχε παραμείνει βάση πυρός. Δεν είχαμε προχωρήσει πολύ και τα εχθρικά πολυβόλα μας αναγκάζουν να σταματήσουμε.
Η ευστοχία τους είναι υπέροχη, γιατί ο παρατηρητής τους καλά ταμπουρωμένος παρατηρεί κάθε μα κίνηση. Όταν κάπως τα πολυβόλα αραίωσαν τη βολή τους ο Υπολοχαγός Μανασής διατάσει εφόπλου λόγχη και έφοδο.
Πάνω όμως στη εξέλιξιν της σκοτώθηκε ο Υπ/γός Παπανικολάου ο οποίος όμως και αυτός τραυματίζεται με περίστροφο στο κεφάλι. Έπεσε μπροστά μου και νόμισε ότι είχε σκοτωθεί γιατί μου φώναξε «Αλεξάκη σκοτώθηκα φρόντισε την διμοιρία»
Εν τω μεταξύ και εις απόστασιν 30 μέτρων αντιλαμβάνομαι ένα πολυβόλο που γάζωνε τους δικούς μας, με χειροβομβίδα το αχρηστεύω και με σφοδρό αγώνα ανεβαίνομε στο ύψωμα μόνο 6 άτομα από όλη την διμοιρία.
Στην αναρρίχησή μας πάνω στο Ανώνυμο τυχαίως πέφτω επάνω στον παρατηρητή τους, μου πετά μια χειροβομβίδα επάνω στο κράνος αχρηστεύοντάς το χωρίς να πάθω τίποτα ίσως νόμισε πως με σκότωσε γιατί άμα συνήλθα τον είδα να πετά χειροβομβίδες στα δικά μας παιδιά που ανέβαιναν. Πέφτω αμέσως επάνω τους και με το σκαπανικό του ανοίγω το κεφάλι στα δύο».
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται…