Η ελληνόφωνη ακαδημαϊκή έρευνα σχετικά με την ιστορία του ισλαμικού κόσμου διακρίνεται από δυσανάλογη εστίαση στην Oθωμανική αυτοκρατορία. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει έντονο ενδιαφέρον για την αραβική φιλοσοφία. Το έργο του καθηγητή Βασίλειου Σύρου «Μεσαιωνική Ισλαμική Πολιτική Σκέψη και Σύγχρονη Ηγεσία» συνιστά μια καινοτόμα αξιόλογη συνεισφορά στην εξέταση της ιστορίας των πολιτικών ιδεών στο μεσαιωνικό Ισλάμ σε συνάρτηση με την ανάπτυξη του πολιτικού στοχασμού στην αναγεννησιακή Ευρώπη, ειδικά στην Ιταλία, και στη διασύνδεσή τους με σύγχρονες θεωρίες στον επιστημονικό κλάδο της Πολιτικής Επιστήμης.
Σε αντιδιαστολή με προηγούμενες μελέτες στην περιοχή αυτή, ο συγγραφέας εγκαινιάζει και ακολουθεί με συνέπεια μια νέα συγκριτική προσέγγιση στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής και ισλαμικής παράδοσης, η οποία αποσκοπεί στο να καταδείξει πως το υπόβαθρο των σημερινών συζητήσεων περί ισχυρής και σκληρής ισχύος (soft and hard power) και το σύνδρομο του ισχυρού άνδρα (strongman syndrome) μπορεί να αναζητηθεί στην προ-νεωτερική σκέψη. Για να επιτύχει αυτή τη διασύνδεση ο κ. Σύρος μελετά ενδελεχώς και αντιπαραβάλλει κείμενα της πολιτικής σκέψης ή ακριβέστερα, κείμενα πολιτικής συμβουλευτικής γραμματείας, γνωστά ως specula principum (κάτοπτρα ηγεμόνων).
Το βιβλίο του κου Σύρου απαρτίζεται από δύο κύρια μέρη, των οποίων προηγείται η κατατοπιστική εισαγωγή του έγκριτου ιστορικού της μεσαιωνικής πολιτικής σκέψης του καθηγητή Cary Nederman. Όπως ακριβώς τονίζει ο κος Nederman, το έργο του κου Σύρου βρίσκεται στην αιχμή των εξελίξεων στο πεδίο της Συγκριτικής Πολιτικής Θεωρίας και κομίζει νέα μεθοδολογικά εργαλεία και εννοιολογικές κατηγορίες στο πλαίσιο της συγκριτικής διερεύνησης των ευρωπαϊκών και ισλαμικών ιδεών.
Το σημείο εστίασης του πρώτου κεφαλαίου είναι το έργο αl-Fakhrī του ιστορικού Ibn al-Ṭiqṭaqā, ο οποίος επιχείρησε να διαγνώσει τα αίτια της πτώσης του Χαλιφάτου των Αββασιδών. Συνάμα, o Ibn al-Ṭiqṭaqā προσφέρει στην εισαγωγή της πραγματείας του ένα είδος εγχειριδίου για την επιτυχή άσκηση της πολιτικής εξουσίας κατά το πρότυπο των κατόπτρων ηγεμόνων. Ο κος Σύρος εύστοχα υπογραμμίζει ότι πέρα από την παράδοση της ισλαμικής πολιτικής φιλοσοφίας, η οποία προσανατολίζεται σε ένα ιδεατό μοντέλο ηγεσίας, πηγές όπως το αl-Fakhrī, τίτλος ο οποίος έχει μεταφραστεί στα αγγλικά με περιφραστικό τρόπο ως Περί των συστημάτων διακυβέρνησης και των μουσουλμανικών δυναστειών, εμφορούνται από μια άκρως πραγματιστική προσέγγιση στη διακυβέρνηση. Ο κος Σύρος παρουσιάζει πώς o Ibn al-Ṭiqṭaqā συνδιαλέγεται με προγενέστερους Μουσουλμάνους συγγραφείς, όπως ο Ibn al-Muqaffa‘, ο κορυφαίος ιστορικός Ibn Kaldun, αλλά και με ευρωπαίους στοχαστές, όπως ο Machiavelli. Η σκέψη του Ibn al-Ṭiqṭaqā αποτελεί κομβικό σημείο στη διαμόρφωση ιδεών που περιστρέφονται γύρω από την διάκριση ανάμεσα στην «ήπια» και «σκληρή» ισχύ, η οποία, σύμφωνα με τον κο Σύρο, είναι ένα από τα κεντρικά μοτίβα της ιστορικής του αφήγησης αναφορικά με την παρακμή του Χαλιφάτου των Αββασιδών και την εδραίωση των Μογγόλων ως παγκόσμιας αυτοκρατορίας.
Στο δεύτερο μέρος του πονήματός του, ο κος Σύρος εκκινείτε από τον σύγχρονο προβληματισμό σχετικά με την ανάγκη και τάση των κοινωνιών να καταφεύγουν σε ισχυρούς ηγέτες. Σημείο αναφοράς είναι το έργο του σχεδόν σύγχρονου του Ibn al-Ṭiqṭaqā, του Żiyā’ al-Dīn Baranī στο Σουλτανάτο του Δελχί, μιας σημαίνουσας πνευματικής μορφής και συγγραφέα σημαντικών ιστορικών και πολιτικών πραγματειών. Σε αντίθεση με τον al-Ṭiqṭaqā, ο οποίος κατείχε μάλλον μια ασήμαντη διοικητική θέση, o Baranī ήταν στενός σύμβουλος του Σουλτάνου Muḥammad b. Tughluq και ως εκ τούτου βρισκόταν σε προνομιακή θέση να αναλύσει τους μηχανισμούς και τους φορείς πολιτικής εξουσίας στη μεσαιωνική Ινδία εκ τον ένδον. Ο κος Σύρος συζητά τις απόψεις του Baranī σχετικά με μια σειρά παταγωδών πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών αποτυχιών του Muḥammad b. Tughluq, οι οποίες επέφεραν μια βαθιά και παρατεταμένη κρίση. Ο συγγραφέας του παρόντος τόμου επιχειρεί να συνδέσει τις ιδέες του Baranī για τη δράση του Muḥammad b. Tughluq ως ισχυρού πολιτικού ηγέτη με το στυλ διακυβέρνησης του Walter de Brienne στη Φλωρεντία. Συγκεκριμένα, ο κος Σύρος ανασυνθέτει τις απόψεις του διακεκριμένου Φλωρεντινού ιστορικού και ιδρυτικής φυσιογνωμίας του Πολιτικού Ουμανισμού Leonardo Bruni, ο οποίος, όπως και ο Baranī, κατείχε σημαντικές θέσεις στην πολιτική διοίκηση της Φλωρεντίας και διέθετε εμπεριστατωμένη γνώση των πολιτικών τεκταινόμενων. O Bruni εξηγεί στο έργο του Historiarum Florentini populi (Ιστορία του Φλωρεντινού λαού) πώς το 1342 οι Φλωρεντινοί υπό την πίεση έντονων πολιτικών διαμαχών και οικονομικών προκλήσεων παρέδωσαν την απόλυτη εξουσία στον Walter για να επαναφέρει την κοινωνική ενότητα και να βοηθήσει την πόλη να ανακτήσει την ισχύ της. Παρά τα στρατιωτικά του κατορθώματα, o Walter αποδείχτηκε κατώτερος των περιστάσεων, υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του, αγνόησε τις ανάγκες των πολιτών και υιοθέτησε έναν ολοένα και πιο αυταρχικό τρόπο εξουσίας, ο οποίος οδήγησε σε λαϊκή κατακραυγή και την ολοκληρωτική πτώση του καθεστώτος του μόλις μερικούς μήνες, αφού είχε αναλάβει την εξουσία.
Στο έργο του ο κος Σύρος ανασυνθέτει με ενάργεια και αφηγηματική δεινότητα τις πολιτικές ιδέες σπουδαίων μουσουλμάνων ιστορικών και πολιτικών στοχαστών της προ-νεωτερικής περιόδου και εντοπίζει σημεία στα οποία διασταυρώνονται με την ευρωπαϊκή παράδοση. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο το πόνημα του διακεκριμένου Έλληνα πανεπιστημιακού στη Φινλανδία μας θέτει ενώπιον καίριων ερωτημάτων, τα οποία άπτονται των σχέσεων μεταξύ δυτικού κόσμου και του Ισλάμ προσφέροντας τροφή για σκέψη πάνω στη γνωστή θέση του Αμερικανού πολιτικού επιστήμονα Samuel Huntington σχετικά με τη λεγόμενη «σύγκρουση των πολιτισμών». Παράλληλα, υπό το φως της πρόσφατης επανεμφάνισης του φαινομένου του ισχυρού ηγέτη που παρατηρείται σε πολλές δυτικές δημοκρατίες αλλά και της νομιμοποίησης αυταρχικών πρακτικών στο όνομα της ανάγκης για επιτακτικές πολιτικές ή και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, η μονογραφία του κου Σύρου επεκτείνει τον σύγχρονο πολιτικό προβληματισμό, ενισχύοντας ευρύτερα την αξία της ιστορικής γνώσης ως πηγή πολιτικών και ηθικών διδαγμάτων, αλλά τονίζοντας επίσης την ανάγκη επαναβεβαίωσης ότι τα πρόσωπα πρέπει να υπηρετούν τους θεσμούς και όχι το αντίθετο.