«Αντιστάσεως Έπος» είναι η νέα δημιουργία του Μπάμπη Πραματευτάκη, που θα παρουσιαστεί σε πανελλήνια πρώτη την Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019 και ώρα 8.30 στην αίθουσα του Ωδείου Ρεθύμνου.
Πρόκειται για ένα μουσικό έργο σε ελεύθερη φόρμα για αφηγητές, μονωδούς, μικτή τετράφωνη χορωδία και συμφωνική ορχήστρα.
Για το έργο αυτό μιλήσαμε με τον επιφανή συνθέτη που μας μετέφερε στον κόσμο της δημιουργικής διαδικασίας με τοn δικό του μοναδικό τρόπο.
Τα περισσότερα έργα σας κ. Πραματευτάκη χαρακτηρίζονται από μεγάλες ιστορικές στιγμές. Έχετε ιδιαίτερο λόγο να επιμένετε στη θεματική αυτή;
«Έχοντας βιώσει τον απόηχο των μεγάλων γεγονότων μέσα από τις αφηγήσεις των συγγενών μου, ήταν φυσικό όπως και όλα τα παιδιά που μεγάλωναν την μεταπολεμική περίοδο να επηρεαστώ πολύ. Οι μεγάλες μορφές των αγώνων δημιούργησαν τα πρότυπα που χρειάζεται κάθε νέος για να καθορίσει τη στάση ζωής του.
Πρώτο ερέθισμα για να ξεκινήσω τη σύνθεση ήταν το Αρκάδι. Το πρώτο μου αυτό δειλό εγχείρημα παρουσιάστηκε στο Ωδείο αλλά δεν αισθανόμουν απόλυτα ικανοποιημένος. Έτσι ξαναδούλεψα πολλά χρόνια αργότερα το θέμα και με τη «Σπονδή στο μεγαλώνυμο Αρκάδι» που παρουσιάσαμε πριν από δυο χρόνια θεωρώ ότι ολοκλήρωσα την αρχική μου σκέψη».
Κλασικό στο είδος του θεωρείται το έργο σας «Ωδή στη Μάχη της Κρήτης».
«Αυτό το έργο γράφτηκε με την επιστροφή μου στην Ελλάδα από το Μόναχο το 1975. Παρουσιάστηκε με τη Μικτή Ρεθεμνιώτικη Χορωδία αλλά γράφτηκε και σε στούντιο με τον αείμνηστο Μάνο Κατράκη στο ρόλο του αφηγητή».
Αλήθεια πώς ήταν αυτός ο μεγάλος δημιουργός σαν συνεργάτης;
«Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από αυτόν. Πάντα συνεπής στην ώρα του και τελειομανής. Μάλιστα έκανε εντύπωση στη σύζυγό μου που πάντα παρακολουθεί με κατανόηση και υπομονή όλη αυτή τη διαδικασία από την έμπνευση μέχρι την ολοκλήρωση ενός έργου η αγωνία του Μάνου να ρωτά πάντα τους άλλους αν είχε την απαραίτητη ένταση η ερμηνεία του κι αν δημιουργούσε συναισθήματα. Αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης είχε αυτές τις αγωνίες, αυτός που πρίμα βίστα απέδιδε ένα κείμενο χαρισματικά. Το αναφέρω με έμφαση για παραδειγματισμό των νέων που με μια δημόσια εμφάνιση νομίζουν ότι ολοκληρώθηκαν σαν καλλιτέχνες».
Στο ίδιο πλαίσιο θεματικά ποια άλλα έργα γράψατε τότε;
«Έγραψα τις Θερμοπύλες σε ποίηση Χρίστου Λαθουρόπουλου και το Λάκα Σούλι σε ποίηση Βασίλη Βασιλικού».
Το Ρέθυμνο πάντως φαίνεται πως σας εμπνέει αφού συνεχίσατε τη σύνθεση με περισσότερη διάθεση από τότε που εγκατασταθήκατε μόνιμα στην πόλη μας.
«Έχω δηλώσει επανειλημμένα ότι στο Ρέθυμνο και ιδιαίτερα κοντά στο Ωδείο ζω πραγματικά. Είναι οι μνήμες, οι φίλοι μου όσοι απέμειναν, είναι η ατμόσφαιρα αυτής της αγαπημένης πολιτείας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν φυσικό να αφοσιωθώ στη μουσική μου».
Γιατί επιμένετε σε ένα είδος που δεν θεωρείται εμπορικό;
«Μα γράφω μουσική περισσότερο για τη δική μου ευχαρίστηση. Δεν θεωρούμαι επαγγελματίας μουσικός. Γι’ αυτό τον λόγο τέλειωσα τις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο του Μονάχου για να έχω ένα βιοποριστικό επάγγελμα».
Συνεχίσατε τις συνθέσεις σας με πηγή έμπνευσης τα ιστορικά γεγονότα. Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος;
«Η προσπάθεια αυτή έγινε για να αναδειχθεί η ιστορία μας μέσα από την Τέχνη. Πάντα πίστευα και πιστεύω ότι μέσα από τη μουσική εμπεδώνεται κάθε μεγάλη έννοια αλλά και αναδεικνύεται η ποίηση. Συνήθισα να λέω όταν έγραψα τον κύκλο τραγουδιών πάνω σε ποίηση Κρητών και Κυπρίων ποιητών πως η σύνθεση μοιάζει με τη σφαίρα. Ακραίο παράδειγμα αλλά δείχνει πως το ποιητικό νόημα φθάνει συντομότερα στο συναίσθημα και το αφυπνίζει».
Κι έχετε γράψει μέχρι τώρα;
«Εννοείτε ποια έργα για συμφωνική ορχήστρα; Είναι το «Κέντρους Εγκώμιο», «Η οδύνη της Αφροδίτης», το Ορατόριο «Ο Θεός αγάπη εστί», «Αδελφή μου θάλασσα», «Σερενάτα στο φεγγάρι», «Ενώσεως Κλέος» κ.α».
Τα περισσότερα σε ποίηση της Εύας Λαδιά. Πως προέκυψε αυτή η συνεργασία χρόνων;
«Απλούστατα η κ. Λαδιά ανταποκρίνεται άμεσα σε κάθε μου απαίτηση πάνω στο έργο που προσπαθώ να αναπτύξω. Συμπορεύεται ακολουθώντας τα βήματά μου χωρίς να επιβάλει τις δικές της λογοτεχνικές απόψεις. Αυτό είναι θείο δώρο για το δημιουργό που σέβεται πάντα τον πνευματικό κόπο του συνεργάτη του».
Συμβαίνει δηλαδή το αντίστροφο. Εσείς προτείνετε…
«Και η κ. Λαδιά προσαρμόζεται. Αυτό το εκτιμώ ιδιαίτερα και το έχω τονίσει άπειρες φορές. Γιατί έτσι κατάφερα να δώσω μια δημιουργία όπως τη σκέπτομαι κι όχι όπως θα μου την ενέπνεε ένα έτοιμο κείμενο».
Έργο ζωής ήταν και η Συμφωνική Ορχήστρα, έτσι;
«Η Πειραματική Συμφωνική Ορχήστρα ξέρετε είναι μεγάλη ευθύνη να χαρακτηρίζεις ένα μουσικό σχήμα σαν να έχει τα ιδανικά πλαίσια. Με την ορχήστρα ήθελα απλά να τονίσω ότι μπορεί και σε μια μικρή πόλη όπως το Ρέθυμνο να αναπτυχθεί η μουσική παιδεία έχοντας και ένα ανάλογο μουσικό σχήμα για τις πρώτες εμπειρίες των σπουδαστών ενός μουσικού οργάνου που δεν ανήκει στην κατηγορία των πολύ διαδεδομένων. Ζούσα με το όραμα μιας ορχήστρας που θα κάλυπτε τις ανάγκες της Νότιας Ελλάδας».
Πώς αισθάνεστε μετά από αυτή την εμπειρία;
«Πιστεύω πως κάθε τι κάνει τον κύκλο του. Χαίρομαι που το Ηράκλειο πήρε τη σκυτάλη και εύχομαι τα καλύτερα στη συμφωνική ορχήστρα που ξεκίνησε και στο Βενιζέλειο Ωδείο Χανίων. Είναι το μουσικό σχήμα που συμπράττει στη συναυλία της Κυριακής. Αυτά τα δείγματα αποδεικνύουν ότι άξιζε η δική μας προσπάθεια που ομολογουμένως μας γέμισε περισσότερο δοκιμασίες παρά την απόλαυση ενός μεγάλου μόχθου. Για το κάθε τι όμως υπάρχει ένα τίμημα».
Μιλήστε μας για τη συναυλία της Κυριακής. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την Αντίσταση; Δεν υπάρχει τόσο ολοκληρωμένο έργο με το θέμα αυτό.
«Είναι βιωματικές μνήμες που με ώθησαν στη σύνθεση αυτού του έργου. Είναι ο αδελφός μου Μανούσος Γραμματέας της ΕΠΟΝ που σκοτώθηκε στα γεγονότα του Ιανουαρίου 1945 στο Ρέθυμνο. Είναι όσα κληροδότησε στη μνήμη μου ο θείος μου Θανάσης Μαρκογιαννάκης που είχε βγει στο βουνό από τις πρώτες μέρες της κατοχής. Θυμάμαι πόσο θαυμασμό μου προκαλούσε η θέα του όπως τον έβλεπα να ξεκουράζεται όποτε ερχόταν σπίτι μας στο Ρέθυμνο, από το βουνό έχοντας το πιστόλι πάντα στο προσκέφαλο. Όλα αυτά επηρεάζουν ένα παιδί κι ήταν φυσικό να ζητούν οι μνήμες αυτές μια διέξοδο μέσα από τη μουσική φόρμα. Γι’ αυτό και αφιέρωσα το έργο στη μνήμη τους».
Τελευταία μετοικήσατε στην Αθήνα.
«Κάποια στιγμή έπρεπε να χαρώ περισσότερο τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Θέλησα να είμαι πιο κοντά τους αλλά η σκέψη μου δεν παύει να είναι πάντα στο Ρέθυμνο που συνεχίζει να με προκαλεί και να με εμπνέει».