Την Τρίτη 3 Νοεμβρίου διεξάγονται στις ΗΠΑ οι εκλογές για την ανάδειξη του 46ου Αμερικανού προέδρου. Οι ιδιαιτερότητες, ο ξεχωριστός και κρίσιμος χαρακτήρας της συγκεκριμένης εκλογικής αναμέτρησης είναι κάτι που έχει επισημανθεί από πολλούς αναλυτές. Ανεξαρτήτως του αντιπάλου του, οι φετινές αμερικανικές εκλογές έχουν πάρει τη μορφή δημοψηφίσματος υπέρ ή κατά του σημερινού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με χρόνιες παθογένειες των φιλελεύθερων δημοκρατιών, έδωσε πάτημα σε λαϊκιστές ηγέτες και κόμματα να προωθήσουν την ατζέντα τους. Από το πολιτικό περιθώριο που επί χρόνια βρισκόντουσαν, αναδείχθηκαν σε βασικούς παίκτες των πολιτικών συστημάτων και σε ορισμένες περιπτώσεις κατάφεραν να καταλάβουν την εξουσία.
Σε Ολλανδία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ουγγαρία, Πολωνία, Αυστρία, Γερμανία, Ισπανία, ακόμα και στις Σκανδιναβικές χώρες, ο λαϊκισμός γνώρισε τεράστια εκλογική άνθηση τη δεκαετία που μας πέρασε. Σε ορισμένες χώρες λαϊκιστικά κόμματα έγιναν κυβερνητικοί εταίροι, σε άλλες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα κατάφεραν να καταλάβουν την εξουσία, σχηματίζοντας αμιγώς λαϊκιστικές κυβερνήσεις που διαπερνούσαν το παραδοσιακό φάσμα Δεξιάς – Αριστεράς. Οι μεγαλύτερες όμως νίκες του λαϊκισμού την δεκαετία που μας πέρασε ήταν το Brexit και κυρίως η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ το 2016.
Αν σε παγκόσμιο επίπεδο αν η ανάδειξη λαϊκιστικών κυβερνήσεων σε Ελλάδα και Ιταλία ήταν απλά ένα μικρό κι ένα μεγάλο δέντρο που άρπαξε φωτιά, η εκλογή του Τραμπ έμοιαζε με την πυρκαγιά που θα μπορούσε να κάψει ολόκληρο το δάσος.
Η λειτουργία των σύγχρονων δημοκρατιών δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην κυβέρνηση, η οποία αποτελεί ένα κομμάτι μόνο της διακυβέρνησης εντός της μεγάλης αρένας θεσμών και δρώντων που συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων. Έτσι σε γενικές γραμμές παρατηρείται ότι στις δημοκρατίες οι λαϊκιστές, αφού καταλάβουν την εξουσία, αμβλύνουν τον ακραίο λαϊκιστικό λόγο τους και εν πολλοίς εναρμονίζονται με τις νόρμες του συστήματος. Αυτό συνέβη τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ελλάδα (με τον γνωστό πλέον όρο «κωλοτούμπα»).
Όταν ο Τραμπ εξελέγη πρόεδρος το 2016, οι περισσότεροι αναλυτές υπέθεσαν ότι ο θεσμικός χαρακτήρας του αξιώματος του προέδρου των ΗΠΑ, καθώς και οι βαθιά ριζωμένοι και ισχυροί δημοκρατικοί θεσμοί της χώρας, θα έφερναν το ίδιο αποτέλεσμα και στην Αμερική. Πράγματι, όπως και σε άλλες χώρες έτσι και στην Αμερική, οι θεσμοί της χώρας αποτέλεσαν ένα ισχυρό ανάχωμα απέναντι στην λαϊκιστική επέλαση. Παρόλα αυτά, οι στόχοι, η ρητορική, οι τακτικές, το ύφος και το ήθος του ίδιου του Τραμπ παρέμεινε ίδιο και απαράλλαχτο αυτά τα 4 χρόνια. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό τόσο στην προσωπικότητα του Αμερικανού ηγέτη, όσο και στο γεγονός ότι ως μη πολιτικός εκείνο που επιζητούσε ήταν να προωθήσει την προσωπική του ατζέντα (οικονομική σε μεγάλο βαθμό) με κάθε μέσο και τρόπο.
Τα τελευταία 3-4 χρόνια οι λαϊκιστές στην Ευρώπη άρχισαν να χάνουν το κερδισμένο έδαφος που τους προσέφερε η κρίση. Από τις ευρωεκλογές μέχρι τα εθνικά κοινοβούλια οι δυνάμεις τους υποχώρησαν. Στις εκλογές της Τρίτης κρίνεται η μάχη κατά του λαϊκισμού στην μεγαλύτερη δύναμη του πλανήτη. Μια εκλογή Μπάιντεν δεν θα επιφέρει τεκτονικές αλλαγές στην αμερικανική πολιτική, καθότι ήδη ζούμε σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο από το 2016. Όμως, από τη σκοπιά των παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ, θα επιφέρει αυτό που τώρα είναι το βασικό ζητούμενο: Μια στοιχειώδη κανονικότητα, διαύλους συνεννόησης που είχαν καταρρεύσει αυτή την τετραετία και μια σχετική ομαλότητα στα πλαίσια ανταγωνισμών μεν, αλλά σε ορθολογική βάση.
Εάν είδαμε όσα είδαμε από τον Ντόναλντ Τραμπ σε μια τετραετία κατά την οποία οι αποφάσεις του συγκρατούνταν από το γεγονός ότι επιζητούσε την επανεκλογή του, φανταστείτε τι θα ακολουθήσει μια τετραετία στην οποία δεν θα υπάρχει πλέον στους υπολογισμούς του ο παράγοντας του πολιτικού κόστους.