Του ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΝΟΥΔΑΚΗ
Αρχή της δεκαετίας του ’70 κι όλα τα ’σκιαζε το μαύρο σκοτάδι της 21ης Απριλίου, σ’ όλη τη χώρα και στο «Παντέρμο Ρέθυμνο» του Παντελή Πρεβελάκη, όπως το είχα γνωρίσει στο «Χρονικό μιας Πολιτείας».
Μετά το τραγικό ναυάγιο στη Γεωργιούπολη, νεοδιόριστος καθηγητής στο εξατάξιο Γυμνάσιο Σπηλίου. Οι άνθρωποι μαυροφορεμένοι και πονεμένοι, αλλά με ζεστή αγκαλιά να κλείσουν οι πληγές. Τον επόμενο χρόνο, στο εξατάξιο Γυμνάσιο Θηλέων της πόλης του Ρεθύμνου. Στη φωλιά των λεαινών για ένα νέο καθηγητή, που τον «μερώνουν» και τις «μερώνει» αγαπητικά. Η πρώτη γνωριμία με το Ρέθυμνο του Πρεβελάκη. Η προ-τουριστική και προ-πανεπιστημιακή, μικρή πολιτεία. Η κοινωνική διαστρωμάτωση, η ίδια του «Χρονικού». Πολλοί καλοσυνάτοι της εργατικής τάξης, μερικοί εργοστασιάρχες λαδιού και σαπουνιού, που μαζί με τους καταστηματάρχες αποτελούν την κυρίαρχη αστική και μεσο-αστική τάξη. Η τάξη «των αρχόντων» του Πρεβελάκη και όπως μας την περιέγραψε πολύ αργότερα ο αξέχαστος Κώστας Ξεξάκης, στο κοινό βιβλίο μας «Ράους».
Υπάρχει και μια πνευματική ομάδα, γύρω από το «Λύκειο των Ελληνίδων», τον Σύλλογο Διαδόσεως Καλών Τεχνών, τη Λαϊκή χειροτεχνία της αξέχαστης Ελένης Γρηγοράκη και συμπληρώνεται με μερικούς δασκάλους αξιοπρόσεκτους, ποιητές.
Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, δεν έχω μπει ακόμα στην οικογένεια Λαμπρινού, με τα τέσσερα παιδιά που σπουδάζουν ή έχουν σπουδάσει. Τα παιδιά της πόλης με τα Γράμματα θέλουν να αλλάξουν τη μοίρα τους.
Της πνευματικής τάξης είναι γέννημα η φιλόλογος Πόπη Τσάκωνα, όπως θα τη γνωρίσω τον επόμενο χρόνο στο Β’ εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων. Κόρη του αξιωματικού Πολύβιου Τσάκωνα, η μάνα της, με ξένες γλώσσες, συγγενής του Πρεβελάκη. Σχετικά ψηλή, η Πόπη, για τα δεδομένα της εποχής, καλοφτιαγμένη, πάντοτε προσεγμένη στην εμφάνιση, χωρίς εκζήτηση, κινείται άνετα στον κοινωνικό και πνευματικό κόσμο της πόλης. Ο άντρας της, Μανός Αστρινός, ανώτατος υπάλληλος στον Δήμο, συνυπεύθυνος του Συλλόγου Διαδόσεως Καλών Τεχνών. Η Πόπη ή Ποπούλα κινείται άνετα στον αστικό και πνευματικό κόσμο.
Ευπροσήγορη, κοινωνική, το σαλόνι του σπιτιού της ανοιχτό, μια αρχόντισσα της πόλης. Μια σωστή κυρία.
Στο Β’ εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων, εν συνεχεία Λύκειο, μέσα σε θεριά, θεωρείται επιτυχημένη, κινείται με άνεση. Με εφόδιο την αγάπη για τους μαθητές, διαβαστερή, ενημερωμένη, αγαπά τους μαθητές και τη δουλειά της, αγαπιέται πολύ. Έξυπνη, επιβάλλεται με την τέχνη του δασκάλου στην τάξη, είναι σεβαστή και από τους συναδέλφους. Παράξενο, γυναίκα καθηγήτρια και να μην αποβάλει από την τάξη άτακτους μαθητές ούτε να τους στέλνει στον Διευθυντή για τιμωρία! Υποδειγματική καθηγήτρια και παιδαγωγός.
Προσωπικά, μαζί με τον αξέχαστο Μανό, μου χάρισαν τη φιλία τους και τους ευχαριστώ για πολλά. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό.
Ερχόμενος στην πόλη, είμαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Είναι η χρονιά μου στο εξατάξιο Γυμνάσιο Θηλέων. Δύσκολο να μπεις και στο σαλόνι των ανώτερων τάξεων. Με βάζουν, για τις κρυφές συναντήσεις μας, οι συντονιστές μαθητές των Αρρένων και Θηλέων, που κυκλοφορούν την παράνομη μαθητική εφημερίδα «ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ». Τα παιδιά του γιατρού Φουντουλάκη, λόγου χάριν, η Άβα Χαλκιαδάκη με γνωρίζει με τον πατέρα της που έχει γυρίσει από την εξορία και εκείνος με τη σειρά του στον αδελφό του και εκδότη Στέλιο.
Τον επόμενο χρόνο, στο Β’ Αρρένων. Γνωρίζω τη συνάδελφο, καλή δασκάλα, Πόπη Τσάκωνα. Τα παιδιά της, ο Γιώργος, η Αθηνά, ο Βασίλης, αγαπημένοι μου μαθητές. Ο Γιώργος, ειδικά, «ο μαθητής όν ηγάπα Ιησούς». Η Πόπη με γνωρίζει με τον άντρα της και έτσι γίνομαι, εκ μέρους του, μέλος της χορωδίας του Συλλόγου Διαδόσεως Καλών Τεχνών Ρεθύμνου, με παραστάσεις ως και στο σαλόνι του Χίλτον στην Αθήνα.
Στο σαλόνι τους γνώρισα και τον Μπάμπη Πραματευτάκη και μου μελοποιεί ποιήματα. Στο Λύκειο Ελληνίδων, με τη μεσολάβησή της κάνουμε εκδηλώσεις με τους μαθητές μου με τον ποιητή Μηνά Δημάκη, την Έλλη Αλεξίου, για τον Σεφέρη. Στο «Καρτάλειο» ανοίγει την είσοδο για τη μνημειώδη εκδήλωση με τον αγωνιστή παπα-Γιώργη Πυρουνάκη.
Η δική της πόρτα πάντα ανοιχτή για όλους. Ένα δείγμα απλό: Μάης μήνας, με τελειόφοιτους του Πρακτικού, όλοι άριστοι. Ξενυχτήσαμε στη «Χελώνα», την μοναδική ταβέρνα στο ενετικό λιμανάκι, η ώρα πια, μετά τα μεσάνυχτα. Μαζί μας και ο Γιώργος, ο γιος της, όπως συνήθιζε, αν και σε μικρή τάξη. Περνούμε από το σπίτι της περασμένα μεσάνυχτα. «Να ξυπνήσουμε τη μαμά μου να μας κάνει καφέ», λέει ο Γιώργος. Χτυπά το κουδούνι, η Πόπη ξεσηκώνεται στο μπαλκόνι. «Ελάτε όλοι επάνω για καφέ»! Ανοιχτή η καρδιά της. Την ευγνωμονεί η πόλη, οι μαθητές και οι μαθήτριές της. Την ευγνωμονώ κι εγώ. Ας είναι ανοιχτή, για να την δεχθεί, η Πύλη του Παραδείσου και η αγκαλιά του Θεού.