Του ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΦΕΤΖΑΚΗ*
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε για τα κατορθώματα των απλών Κρητικών, που έδωσαν αρκετοί και τη ζωή τους την περίοδο της γερμανικής κατοχής 1941-1945, ελάχιστα, όμως, έχουμε ακούσει ή διαβάσει για τους αφανείς ήρωες, τους γιατρούς, νοσοκόμους/νοσοκόμες και τραυματιοφορείς, που με ελάχιστους ή και καθόλου πόρους προσέφεραν πολυάριθμες και ανεκτίμητες υπηρεσίες στα πεδία των μαχών στους υγειονομικούς σχηματισμούς στα πρόσκαιρα στα επιταγμένα νοσοκομεία, χειρουργεία, θεραπευτήρια, αναρρωτήρια αλλά και στην υγειονομική κάλυψη των αντάρτικων ομάδων.
Το έργο της υγειονομικής υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της κατάληψης του νησιού και σε όλη την κατοχή υπήρξε υπερβολικά δυσχερές, εξαιτίας πολλών δυσμενών παραγόντων, όπως ελλείψεις σε μέσα περίθαλψης και κυρίως δυσκολίες στις διακομιδές που οφειλόταν στις συνεχείς αεροπορικές επιδρομές.
Παρά τις δυσκολίες όμως αυτές περιέθαλψε – νοσήλευσε τραυματίες και ασθενείς στα πεδία των μαχών στα μετόπισθεν σε όλο το νησί, όχι μόνο Κρητικών και Ελλήνων, αλλά και Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών που στήριξαν τον αγώνα.
Στα πλαίσια της 79ης επετείου της Μάχης της Κρήτης σταχυολόγησα δυο μικρές ιστορίες ανθρωπιάς, δυο κείμενα ανθρώπων αφιέρωμα στη μνήμη όλων εκείνων των ανώνυμων και επώνυμων υγειονομικών που με τη στάση ζωής τους έδειξαν σε όλους εμάς τους νεώτερους τον δρόμο να ζούμε ελεύθεροι.
Η πρώτη ιστορία αφορά την κατάσταση που προέκυψε στο ΠΑΝΑΝΕΙΟ νοσοκομείο στο Ηράκλειο κατά τη ρήψη των αλεξιπτωτιστών.
Στο βιβλίο του Μανώλη Πιτυχάκη «Θύελλα στη Κρήτη» – έκτακτη έκδοση του περιοδικού «Η Δρήρος», Θεσσαλονίκη 1947 στο κεφάλαιο «Μια Ματιά στο Πανάνειο» και στις Σελίδες 129-130 αναφέρει:
«Θα ήταν σοβαρή παράλειψη αν μέσα στη στρατιά αυτών των ψυχωμένων ανθρώπων, οι οποίοι διέθεσαν αλτρουιστικά τον εαυτό τους για τους άλλους, στην κρίσιμη τούτη περίοδο, δεν μνημονεύαμε ξεχωριστά το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και ιδιαιτέρως του Πανανείου Νοσοκομείου.
Γιατροί και νοσοκόμες δούλεψαν σκληρά, χωρίς ξεκούραση, για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις, που η φονική αυτή μάχη, ήταν φυσικό να παρουσιάσει.
Το Νοσοκομείο τούτο, όπως κι η Πολυκλινική, είναι ασφυκτικά γεμάτα. Δίπλα από τους κάθε λογής άρρωστους, οι τραυματίες στρατιώτες και πολίτες, καθώς κι οι Γερμανοί αιχμάλωτοι.
Ούτε στους διαδρόμους δεν υπάρχει πια άδειος χώρος; Σ’ ένα στρώμα καταγής πρέπει να βολευτούν, πολλές φορές, δύο και τρεις τραυματίες. Πρέπει να πεθάνει κάποιος, ή σπανιώτερα να βγει μισοθεραπευμένος, για να… πάρει άλλος τη θέση του. Πρέπει να ‘χει κανένας «ατσάλινη καρδιά» για να ακούει ολημερίς κι ολονυχτίς να βουίζουν στα αυτιά του οι οιμωγές των πληγωμένων και τα βογγητά των αρρώστων. Πολύ περισσότερο, όταν το καθήκον αυτό επιτελείται την ώρα, που το έδαφος τραντάζει κατ’ από τα πόδια του και περιμένει από στιγμή σε στιγμή τη βόμβα που θα τ’ ανατρέψει όλα εδώ μέσα. Οι Γερμανοί τραυματίες βεβαιώνουν, πώς τ’ αεροπλάνα τους δεν θα ρίξουν στο Νοσοκομείο. Κανένας όμως δεν πιστεύει στις διαβεβαιώσεις τούτες, όταν μάλιστα πλάι έχουν πέσει αρκετές βόμβες και τα σημάδια των πολυβολισμών στους τοίχους του ιδρύματος, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες του Χιτλερικού πολιτισμού. Παρ’ όλη τούτη τη διαρκή αγωνία, γιατροί και νοσοκόμες έχουν αφοσιωθεί με πίστη στο έργο τους. Αεικίνητοι και ακούραστοι, προσπαθούν να βρίσκονται παντού, όπου χρειάζονται, όπου ακουστεί κάποιο παράπονο. Στα κοκκινισμένα μάτια τους, στην κομμένη τους όψη και στη χλωμάδα του προσώπου τους, διακρίνει κανένας την αϋπνία και την εξάντληση. Ωστόσο ο πυρετός του ανθρωπιστικού τους καθήκοντος, κρατάει όλους στα πόδια, δίδει δυνάμεις στα εξαντλημένα κορμιά και διαύγεια».
Η δεύτερη ιστορία αφορά την προσωπική μαρτυρία για τη μάχη της Κρήτης του Δρ Βασίλειου Πουλιανάκη που ήταν ιατρός – χειρουργός και δημοσίευσε στις 27/5/2008 στη τοπική εφημερίδα «Πατρίς» τα παρακάτω:
«Είμαι ένας από τους μεγαλύτερους επιζώντες που θυμάται την μαύρη μέρα, που ο ουρανός μαύρισε από τα Γερμανικά αεροπλάνα και αλεξίπτωτα. Εμείς τα είδαμε από μακριά, από το Σγουροκεφάλι. Ο αείμνηστος πατέρας μου, που ποτέ δεν μου έδινε το περίστροφό του με λίγες σφαίρες εκείνη την μέρα φώναξε τον ανιψιό του, τον αείμνηστο Γεώργιο Κεφάκη, του το έδωσε και του είπε: Πάρε τον Βασίλη μου και πηγαίνετε μαζί στην Ανώπολη. Εκεί κοντά στο λόφο με το εκκλησάκι πέφτουν Γερμανοί αλεξιπτωτιστές. Αμέσως ξεκινήσαμε χωρίς φόβο. Σαν να πηγαίναμε σε γλέντι. Οι δρόμοι από παντού γέμιζαν με μισό άοπλους που αψηφούσαν τ’ αεροπλάνα καθώς πετούσαν από πάνω τους και έριχναν βροχή τις σφαίρες.
Σε μία ώρα βρεθήκαμε εκεί που έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές μαζί με πολλά και μεγάλα αντικείμενα.
Στην αρχή άοπλος καθώς ήμουν και χωρίς πολεμικές γνώσεις κόντεψε να τρελαθώ. Ο αείμνηστος όμως ξάδερφος μου έδωσε θάρρος. Μου είπε ότι οι σφαίρες ρίχνονταν στον αέρα γιατί δεν ήξεραν πού ήσαν σκορπισμένοι οι δικοί τους. Εκεί που έπεφταν τ’ αλεξίπτωτα με κρεμασμένο τον αλεξιπτωτιστή ήταν πολύ εύκολο οι δικοί μας στρατιώτες, χωροφύλακες και πολίτες να τους εξουδετερώνουν. Όταν πατούσαν στο έδαφος οι αλεξιπτωτιστές κατευθύνονταν προς τα γύρω σπίτια για να προστατευθούν.
Το βράδυ που γυρίσαμε στην Επισκοπή μας έβαλαν με τον αείμνηστο γιατρό, Γεώργιο Ταμιωλάκη και μια νοσοκόμα από τον Πειραιά να επιδένουμε τα τραύματα των τραυματιών στο εκεί πρόχειρο ιατρείο. Η κατάσταση συνεχίστηκε δέκα περίπου ημέρες. Μετά σταμάτησαν οι σφαίρες και η ρίψη αλεξιπτωτιστών.
Ο σοβαρότερος τραυματίας που μας έτυχε ήταν ένας Γερμανός αξιωματικός με μια σφαίρα στο δεξιό του ώμο που φυσούσε, γιατί είχε τρυπήσει τον πνεύμονα. Την επόμενη ημέρα μετά την προσεκτική επίδεση του τραύματος, τον χάσαμε. Θεωρήσαμε ότι μεταφέρθηκε στην Κνωσό στο σπίτι του Έβανς που οι Άγγλοι το είχαν μετατρέψει σε πρόχειρο νοσοκομείο.
Ο Γερμανός όμως δεν είχε πάει στην Κνωσό γιατί την νύκτα είχε πεθάνει. Ο παπα-Βαγγέλης τον άφησε έξω από το νεκροταφείο σε μία τάφρο. Του έριξαν όπως έμαθα και ένα σωρό πέτρες από πάνω.
Στο τέλος της μάχης της Κρήτης στο Ηράκλειο που κι αυτό μισοκατεστράφη ήλθε ένας Γερμανός αξιωματικός με την ομάδα του και ζήτησαν τον Γερμανό που είχαν μάθει ότι τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στην Επισκοπή. Ο παριστάμενος τότε γνωστός στην περιοχή, Ιωάννης Παχιαδάκης που έγινε και νομάρχης Ηρακλείου με πληροφόρησε ότι θα έρχονταν στην Επισκοπή για να μάθουν τι απέγινε αυτός ο Γερμανός αξιωματικός. Έπρεπε λοιπόν να ειδοποιήσω τον παπα-Βαγγέλη, ο οποίος και ενημερώθηκε. Η τάφρος ταχτοποιήθηκε και τοποθετήθηκε ένας σταυρός που έγραφε: «Άγνωστος Γερμανός Στρατιώτης». Οι Γερμανοί σαν είδαν τον σταυρό γύρισαν στο Σταθμό και ρώτησαν ποιος έκανε αυτή την περιποίηση στο νεκρό. Ο παπα-Βαγγέλης τους είπε ότι την έκανε, ο μικρός εικοσάρης. Ο Γερμανός αξιωματικός ενθουσιάστηκε και διέταξε τους στρατιώτες του να μου παρουσιάσουν όπλα και με χαιρέτησε δια χειραψίας.
…Το πρώτο αίτημα του Αρχηγείου της Μέσης Ανατολής ήταν να μαζέψουμε τους στρατιωτικούς συμμάχους που είχαν μείνει στο νησί μας μετά την Μάχη της Κρήτης και να τους προωθήσουμε να ενωθούν μαζί τους. Άγγλους, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς.
Εγώ χρησιμοποιήθηκα σ’ αυτή την εμπιστευτική διαδικασία. Με μυστικό σύνθημα τους πήγαινα στο Πανάνειο. Με το ίδιο σύνθημα τους παραλάμβαναν και τους θεραπεύανε τα καλυκοτρήματα των ποδιών τους λόγω των συνεχών μετακινήσεών τους.
Όσο χρονικό διάστημα χρειάζονταν παρέμεναν στο μικρό ξενοδοχείο «ΠΑΛΛΑΔΙΟ» πάνω από την εφημερίδα Μεσόγειο. Εκεί γνώρισα τον Άγγλο λοχία George με τον ίδιο συνθηματικό τρόπο που εχρησιμοποιείτο στις μετακινήσεις των.
Στο Πανάνειο Νοσοκομείο τους παραλάμβανε η νοσοκόμα Λουλού Δεσίπρη και ο διευθυντής του Νοσοκομείου, ο χειρουργός Κασάπης από το Λασίθι. Παρότι ως διευθυντής τους έβλεπε συχνά και τους γνώριζε, στην Γερμανίδα γυναίκα του δεν έλεγε ποτέ τίποτα.
Σε 15 ημέρες περίπου, αφού θεραπεύονταν τα πόδια τους, με τον ίδιο συνθηματικό τρόπο τους πήγαινα και τους άφηνα στον ποταμό κάτω από την στάνη του Παπαδάκη στην Επισκοπή. Κάθε δύο έως τρεις μέρες τους έφερνα τρόφιμα σε μεγάλες σακούλες για να τρέφονται και να μπορούν από εκεί να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Νότια Κρήτη απ’ όπου τους παραλάμβανε το υποβρύχιο και τους μετέφερε στην Μέση Ανατολή……».
Πηγές:
Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-1941
* Ο Βασίλης Καφετζάκης είναι MSc Διοίκηση Μονάδων Υγείας