Έβλεπα καμιά φορά στην εφημερίδα να έρχεται ένας λιπόσαρκος, σεβάσμιος γέροντας με μια διαπεραστική ματιά. Μου προκαλούσε και φόβο και δέος. Φόβο μήπως εκφραστώ κατά τρόπο που προκαλέσω το θυμό του. Γιατί μιλούσε πάντα όπως ένοιωθε. Κι ήταν τόσο ευγενικός. Φερόταν με σεβασμό στους πάντες αδιακρίτως ηλικίας.
Θέματα του τοπικού ΚΚΕ συνήθως ήταν η αφορμή των επισκέψεων στην εφημερίδα. Κοφτός ο λόγος του, αλλά ευγενικός. Αν ήταν στα «κέφια» του κι αστειευόταν, και πάλι διατηρούσε το μεγαλείο της έκφρασης που ωρίμασε κάτω από τραυματικές συνθήκες. Έτσι όταν άφηνε την ανακοίνωση κι έφευγε έμενα να τον κοιτάζω με το ίδιο πάντα δέος, γιατί είχε κάτι από την αύρα ήρωα μάρτυρα να σε καθηλώνει.
Εκείνη την εποχή διάβαζα με πάθος και βιβλία αντιστασιακών. Με είχε επηρεάσει ιδιαίτερα ένα ημερολόγιο που μου είχε κληροδοτήσει ο πατέρας μου. Κι ένας συγγραφέας είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μου, ο Γιάννης Μανούσακας. Ήταν το λογοτεχνικό ύφος, η ρεαλιστική περιγραφή των βασάνων που πέρασε μια γενιά απροσκύνητη ταγμένη στους δικούς της αγώνες, ήταν το περιεχόμενο που σκιαγραφούσε μια εποχή διχασμού και σφαλμάτων για τα οποία ντρέπεται η νεότερη ιστορία.
Κι έτυχε να συναντηθεί ο άγνωστος σεβάσμιος γέροντας μια μέρα στο γραφείο μου με τον Γιάννη Κυριακάκη. Ξεχάστηκαν σε μια φιλική κουβέντα που σήμαινε συμπόρευση σε ιδέες και βάσανα. Κι όταν έφυγε και ο αξέχαστος φίλος άρχισε να μου απαριθμεί τις αρετές του τότε κατάλαβα ποιος ήταν ο επισκέπτης που με είχε εντυπωσιάσει. Ο άνθρωπος που είχα γνωρίσει καλύτερα μέσα από τα βιβλία του.
Θυμάμαι το έντονο ενδιαφέρον μου για μια γνωριμία με τον ίδιο και την μαρτυρική πορεία του. Συνάντησα όμως τείχος απροσπέλαστο. Και δεν ήμουν η μόνη όπως διάβασα αργότερα σε ένα από τα βιβλία του Νίκου Περακάκη. Ακόμα και σ’ αυτόν που πέρασαν τόσες δοκιμασίες μαζί, δεν άφηνε περιθώρια για ξεχωριστές αναφορές στο άτομό του. Γι’ αυτό και το αφιέρωμα που του έκανε ήταν περισσότερο συναισθηματικό παρά βιογραφικό.
Η περιπετειώδης ζωή του όμως ξεδιπλώνεται μέσα από τα έργα του κι ας κάνει ο ίδιος ο συγγραφέας μια γενική αναφορά στα πέτρινα χρόνια μιας γενιάς που είχε επηρεαστεί από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ποιος ήταν
Σύμφωνα με το βιογραφικό που μας δίνει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου ο Γιάννης Μανούσακας γεννήθηκε το 1907 στο χωριό Αργυρούπολη του Ρεθύμνου, και σε ηλικία 5 ετών ακολούθησε την οικογένειά του στο χωριό της μητέρας του, τον Άγιο Κωνσταντίνο Ρεθύμνου.
Ο Περακάκης στο δικό του σημείωμα, αναφέρει σαν τόπο γέννησης τον Άγιο Κωνσταντίνο προσθέτοντας ότι ήταν απόγονος της μεγάλης γενιάς των Σφακιών.
Οι γονείς του Γιάννη, ήταν αγρότες κι ο ίδιος παράλληλα με την αγροτική ζωή έμαθε και τσαγκαρική.
Στο δημοτικό σχολείο του χωριού του διδάχτηκε την καθαρεύουσα, συνεχίζει το βιογραφικό που βρήκαμε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Αυτό ήταν κατά τον ίδιο η αιτία να μην αποχτήσει τότε καλές σχέσεις με τα γράμματα. Στο Ρέθυμνο έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη και αργότερα έγινε επαγγελματίας στο χωριό του.
Ήταν ένας προικισμένος από τη φύση άνδρας και μάλιστα εθεωρείτο ο καλύτερος ιππέας του νομού. Είχε τιμηθεί με το πρώτο έπαθλο των ιππικών αγώνων τα «Αρκάδια».
Στα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή ασπάστηκε τις αριστερές ιδέες και μάλιστα ήταν από τους πρωτοπόρους της εδραίωσής τους στο Ρέθυμνο.
Οργάνωσε κομμουνιστικούς πυρήνες με προοδευτικούς αγρότες από το 1933. Σε λίγο καιρό το χωριό του ήταν μια προοδευτική κυψέλη με κοινοτική, περισσότερο κομματική βιβλιοθήκη, κέντρο ψυχαγωγίας αλλά και λαϊκούς αγώνες.
Στις δημοτικές εκλογές του 1934 εκλέχτηκε πρόεδρος στον Άγιο Κωνσταντίνο, με ποσοστό 92%.
Ζήτησε να καταργηθεί το χαράτσι
Στο νεαρό τότε ηγέτη μπαίνανε πολλά και σοβαρά προβλήματα που επιζητούσαν λύση. Ένα από τα πιο καυτά προβλήματα ήταν το χαράτσι για την απόσταξη των τσικουδιών και των αποστάφυλων -τα καζανιάτικα- όπως είχε καθιερωθεί ο φόρος αυτός.
Ο Μανούσακας με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου και με υπόμνημα των κατοίκων του χωριού, τόλμησε να στείλει την άρνηση καταβολής στον τότε Γενικό Διοικητή Κρήτης Σφακιανάκη ζητώντας την άμεση κατάργησή του.
Από τη θέση του Κοινοτάρχη τον έπαψε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 και στη συνέχεια τον καταδίωξε. Κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε παράνομος μέχρι το 1939, οπότε συνελήφθη, βασανίστηκε και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κομουνιστών Ακροναυπλίας. Εκεί παρακολούθησε οργανωμένα μαθήματα που πρόσφεραν στους αριστερούς αγωνιστές γνωστοί διανοούμενοι συγκρατούμενοί τους, μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Γληνός. Εκεί, στην πραγματικότητα, ο Γ . Μανούσακας έμαθε τα εγκύκλια γράμματα και μυήθηκε στο διάβασμα, όπως ο ίδιος σε συνεντεύξεις του και σε γραπτές σελίδες του αναφέρει. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως διοικητής μιας ίλης ιππικού στην Ρούμελη και την Θεσσαλία, δίνοντας πολλές μάχες.
Την περίοδο 1946 – 47, την εποχή του Εμφυλίου, ο Γ. Μανούσακας είναι πάλι πολεμιστής στα βουνά της Κρήτης αυτή τη φορά. Κατά τη διάρκεια της τρίχρονης φυγοδικίας του, μετά το τέλος του Εμφυλίου (1949 – 52), γράφει ημερολόγιο και λογοτεχνικές σελίδες, από τις οποίες σχεδόν καμία δεν σώθηκε.
Στην παρανομία
Σύμφωνα με τον Περακάκη με την κατάρρευση του Δ.Σ.Ε. στα Χανιά, μπαίνει στην παρανομία, αλλά συλλαμβάνεται. Περνά ασφάλειες και μπουντρούμια με φοβερά μεσαιωνικά βασανιστήρια, ώσπου φθάνει στο Στρατοδικείο και καταδικάζεται σε θάνατο. Με απόφαση του ΟΗΕ το 1949 αναστέλλεται η εκτέλεση και μένει φυλακισμένος.
Σύμφωνα πάλι με το βιογραφικό που βρήκαμε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου στα 1952 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε φυλάκιση 17 ετών. Στις διάφορες φυλακές που έζησε ως το 1963, οπότε αποφυλακίζεται με αναστολή, διαβάζει συστηματικά πολιτικά και λογοτεχνικά βιβλία και γράφει.
Το 1964, απολαμβάνοντας την ελευθερία του, τυπώνει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Σαράντα μέρες στην Κέρκυρα (Χρονικό της Κατοχής)». Με τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αρχίζει η νέα οδύσσειά του. Μένει χωρίς δουλειά -εργαζόταν στην εφημερίδα της ΕΔΑ «Δημοκρατική Αλλαγή»- χωρίς σπίτι, χωρίς ενίσχυση από πουθενά. Σ’ ένα δωμάτιο – αποθήκη, όπου κρυβόταν, γράφει το δεύτερο βιβλίο του το «Χρονικό από την Αντίσταση (Μετά την Ακροναυπλία)» – 1600 χειρόγραφες σελίδες. Μέχρι την πτώση της δικτατορίας γράφει το τρίτο, το «Ακροναυπλία (Θρύλος και πραγματικότητα)» και το μισό από το τέταρτο το «Ο Εμφύλιος (Στη σκιά της Ακροναυπλίας)». Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας τυπώνει και τα τρία αυτά βιβλία.
Στα βιβλία του γράφει με πένα αιχμηρή χωρίς να λειαίνει καταστάσεις. Συγκεκριμένα στο βιβλίο του «Χαλασμός» ο Γιάννης Μανούσακας ζει την πόλη και τον ξεπεσμό του Ρεθύμνου από μια τελείως διαφορετική γωνία. Έρχεται στο Ρέθυμνο για «να μάθει τσαγκάρης, τον Οκτώβρη εκείνου του χρόνου (1922), αφού είχε μάσει κάμποσα χρήματα». Τότε η ζωή του μαθητευόμενου ήταν σκληρή. Εκείνος έπαιρνε αμέσως μεροκάματο τέσσερις δραχμές για το λόγο ότι ήξερε να φτιάχνει «σπόγγο και να καρφώνει ξυλόμπροκες», ενώ… «το κανονικό ήτανε να μένεις απλήρωτος για έξη μήνες και μάλιστα πολλές φορές πλήρωνε ο πατέρας του μαθητευόμενου ένα ποσό». Η ζωή μάλιστα για τους μαθητευόμενους ήταν τόσο σκληρή, που, όπως λέει ο συγγραφέας, «δουλεύαμε δεκαπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο και μάλιστα το Πάσχα και τα Χριστούγεννα γινότανε ξενύχτια για να τελειώσουν οι παραγγελίες».
Το πολιτικό του ήθος
Μια ενδιαφέρουσα αναφορά κάνει για το πολιτικό ήθος του Γιάννη Μανούσακα ο εκλεκτός εκπαιδευτικός και ποιητής κ. Ζήνων Ζαννέτος με την ευκαιρία μια τιμητική εκδήλωση για το συγγραφέα, που ετοίμασε ο σύνδεσμος φιλολόγων Ρεθύμνου, Δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ρέθεμνος» και αναφέρει τα εξής:
«Σπάνια το πολιτικό ήθος ενός ανθρώπου, με την ευρύτερη και στενότερη σημασία του, ταυτίζεται με το ενάρετο ανθρώπινο ήθος για να λειτουργήσουν ως ενιαία συνείδηση και πράξη μέσα στα καθημερινά κοινωνικά δρώμενα. Ο Γιάννης Μανούσακας είναι μια από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις. Ευαίσθητος αποδέκτης των ιδανικών και ιδεωδών της Οκτωβριανής επανάστασης, παλεύει με αταλάντευτη συνέπεια εδώ και εξήντα χρόνια για την κατίσχυσή τους. Αγωνίζεται με πάθος για την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την ταξική και χωρίς διακρίσεις κοινωνία, τις διαχρονικές άξιες του ανθρωπισμού, επειδή φλέγεται ο ίδιος από αγάπη για τον συνάνθρωπο.
Ταυτίζει την προσωπική του μοίρα με την μοίρα της πατρίδας μας και σταυρώνεται μαζί της σε φυλακές, βασανιστήρια, κατατρεγμούς, εμφύλιους σπαραγμούς, αλλά και υψώνεται μαζί της θριαμβευτικά στις πολεμικές εξάρσεις και τις νικηφόρες εξορμήσεις στα τελευταία εξήντα χρόνια.
«…και θέλω ακόμης να πω, κι από αίτια της διχτατορίας νιώθω ανείπωτη ευχαρίστηση ότι κατά πόδι με κυνηγούσε η μοίρα του τόπου μου που ζούσα. Σαν υπόφερνε, σα νείχε ολιγαρχική κατάσταση, βρισκόμουνα σε τόπους που υπόφερνα. Σαν είχε βιο δημοκρατικό, πρόκοβα».
Το όραμα της δημοκρατίας δε το έζησε ως θεωρητική σύλληψη του νου ή ως κομματική πάλη. Φλεγόμενος από αυτό πολέμησε σ’ όλα τα πόστα των ιστορικών συγκυριών που βρήκαν την πατρίδα μας τα τελευταία εξήντα χρόνια για την ανάσταση και την πρεπιά της. Με την ίδια συνέπεια και ευθύνη γίνεται χρονικογράφος της ίδιας του της ζωής, που συμπορεύεται και συμπάσχει με εκείνη της πατρίδας του. Πολιτικό και ανθρώπινο ήθος, ταυτίζονται στο Γιάννη Μανούσακα, που στα ογδόντα δυο του χρόνια φαντάζει ως Αης-Βασίλης της Ελλάδας, που στο δισάκι του κουβαλάει την αγάπη και τις αρετές της.
Είναι αλήθεια πως η κρισιμότητα των περιστάσεων αφυπνίζει τις προνομιούχες συνειδήσεις που υψώνονται σε φωτεινά σύμβολα αναφοράς. Ο Γιάννης Μανούσακας ένιωσε εξαρχής ως χρέος ζωής τη λαϊκή πάλη για ένα καλύτερο αύριο και πάλεψε με συνέπεια σ’ όλες τις φάσεις της νεότερης ιστορίας μας από τη μαύρη δικτατορία του Μεταξά ίσαμε την πρόσφατη τυραννία των συνταγματαρχών. Από ταπεινός τσαγκάρης έγινε αξιωματικός του λαϊκού στρατού, μέσα στα σχολεία του αγώνα και ως νέος Μακρυγιάννης μετά τους πολέμους και τις συγκρούσεις, πήρε το καλοκαίρι για να συνεχίσει την πάλη του για ανθρωπιά και κοινωνική προκοπή.
Τόλμη και αρετή χαρακτηρίζουν τον Γιάννη Μανούσακα είτε πολεμά με το ντουφέκι είτε μάχεται με το λόγο. Τα βιβλία του είναι ένα προσκλητήριο σπουδής της πρόσφατης ιστορίας της χώρας μας και μια ανατομία της λαϊκής ψυχής της πατρίδας μας. Η μεγάλη ευαισθησία του για την αλήθεια, όσο πικρή κι αν είναι, αποτελεί μέγιστο μάθημα για τον αναγνώστη, μαρτυρία μοναδική και κοιωδη οδοιπορία στη συνείδηση και τη λαϊκή ψυχή του νέου Ελληνισμού. Η νέα γενιά, που τόσο αγαπά ο Γιάννης Μανούσακας ας σκύψει με πάθος στο έργο του και ας παιδευτεί με τις αρετές και τον κοφτερό του λόγο. Γιατί έτσι θα αποφύγει τα σφάλματα των προηγούμενων, για να κτίσει ένα κόσμο πιο όμορφο και ειρηνικό».
Τιμητική σύνταξη
Στα 1976 του απονέμεται από το υπουργείο Πολιτισμού τιμητική λογοτεχνική σύνταξη για το μέχρι τότε έργο του.
Μετά το 1977 είναι η περίοδος της μεγάλης παραγωγής του. Γράφει και τυπώνει τα βιβλία: «Ο Χαλασμός (Από το Χωρίο στην Ακροναυπλία)» (1978), «Ο Φυγόδικός» (1980). Τα τελευταία βιβλία μαζί με το «Στα χρόνια της Χούντας» (1987) αποτελούν μια εξάτομη σειρά που ανήκουν στο είδος του χρονικού και της μαρτυρίας. Επίσης εκδίδει τα έργα: «Η αίθουσα» (1980), «Οι άνθρωποι, οι θεοί και ο Όλυμπος» (παραμύθι) (1981), «Ο μπάρμπα – Αναστάσης το Σοβιέτ» (μυθιστόρημα) (1983), «Η βράβεψη» (μυθιστόρημα) (1983), και «Το τέλος του δογματισμού: μια καταγγελία» (1992).
Σημαντικός λογοτέχνης
Ο Γ. Μανούσακας πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 1995, σε ηλικία 88 ετών.
Το έργο του έχει αποσπάσει πολλές επαινετικές κριτικές από έγκριτους κριτικούς για τις λογοτεχνικές και γλωσσικές αρετές και την οξυδερκή ματιά του δημιουργού του.
Και για μας εδώ στο Ρέθυμνο που τον ζήσαμε, έμεινε στη μνήμη σαν ένας επιβλητικός γέροντας, σεμνός και διακριτικός, αφοσιωμένος μέχρι το τέλος της ζωής του στις ιδέες του. Αντιμετώπιζε τον κόσμο του χωρίς έπαρση, παρά το γεγονός ότι είχε καταξιωθεί στο χώρο των Γραμμάτων σαν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του καιρού του. Κι ας μην επέτρεψαν οι πολιτικές συνθήκες να τονιστεί αυτό όπως θα έπρεπε.