Κάποιες φορές κάνω προσπάθεια να γράψω κάτι στο χαρτί, αλλά έχω έναν φόβο γι’ αυτό που πάω ν’ αγγίξω. Είμαι άραγε ικανός να το κάνω; Κάπως έτσι σκέπτομαι και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, γιατί θα αναφερθώ σε έναν από τους μύθους της φυσικής αγωγής του νομού μας. Του εξαίρετου αθλητή, εκπαιδευτικού και οικογενειάρχη. Τον αξέχαστο Μιχάλη Μαράκη.
Γυρίζω τις σελίδες της μνήμης μου 20 χρόνια πίσω τέτοιες μέρες. Είναι 10 του Ιούλη και είμαι στη Θεσσαλονίκη. Ένας συνάδελφος με παίρνει τηλέφωνο. Πέθανε ο Μαράκης μου λέει! Παύση… προσπαθώ να το συνειδητοποιήσω. Συγγνώμη δεν άκουσα του λέω! Δυστυχώς είναι αλήθεια μου λέει! Αν και ήξερα ότι το αναπάντεχο θα συμβεί κάποια στιγμή, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μπορεί να πέρασαν είκοσι χρόνια από το αιώνιο ταξίδι του προς το στίβο του παραδείσου, αλλά οι ιδέες και τα οράματά του για τη νεολαία και τον υγιή αθλητισμό, είναι πάντα εδώ μέσα από τις γενιές των αθλητών μαθητών που γαλούχησε.
Είχα την ευτυχία και την τύχη να είμαι μαθητής και αργότερα συνάδελφός του, έχοντας αναπτύξει εξαιρετική σχέση μαζί του, ανταλλάσοντας συνέχεια ιδέες και οράματα για τον αθλητισμό που ενδιέφερε και τους δυο μας. Όλοι όσοι είχαμε επαφές μαζί του ξέραμε ότι αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε το μοιραίο, αλλά πώς να το πιστέψεις για έναν τέτοιον άνθρωπο, όταν αυτό είναι πλέον γεγονός; Δεκαπέντε μέρες πριν, είχα πάει να τον δω στο νοσοκομείο. Δεν δεχόταν πολλές επισκέψεις. Στην πόρτα είδα την αγαπημένη σύντροφο της ζωής του και συνάδελφο Βαρβάρα Λαμπρινού. Μπορώ να τον δω; Τη ρώτησα. Μπες μου είπε. Σ’ αγαπά και θα του κάνει καλό. Μιλήσαμε κανένα μισάωρο. Από τη τζαμαρία του δωματίου του έβλεπε το σχολείο που λάτρευε και είχε δώσει όλη του την ψυχή. Το 1ο Γυμνάσιο. Μόλις τον ρώτησα τι κάνει και πώς αισθάνεται, μου απάντησε δείχνοντας με το χέρι του το σχολείο! Ζήτησα να είμαι εδώ στην άκρη του δωματίου, για να βλέπω το σχολείο, μου είπε! Ακόμη και τότε λίγο πριν το τέλος, καταβεβλημένος από την ύπουλη αρρώστια, σκέπτονταν το σχολείο του! Υπέβαλλα παραίτηση μου είπε και σε παρακαλώ θέλω να πας εσύ στη θέση μου! Τον ευχαρίστησα ευγενικά λέγοντάς του ότι είναι μοναδική τιμή για μένα, αλλά στο σχολείο που ήμουν ήδη, είχα δρομολογήσει κάποιες ομάδες δράσης και δεν μπορούσα να τις παρατήσω ξαφνικά και να φύγω. Λυπήθηκε και αισθάνθηκα άσχημα, αλλά το κατάλαβε και μου απάντησε ότι θα ήθελε έστω αν κάποια στιγμή οι συνθήκες το επέτρεπαν και μπορούσα, να πάω εκεί στο μέλλον.
Η ζωή όλοι μας ξέρουμε ότι παίζει παράξενα παιχνίδια. Η Πρώτη φορά που πήγα σαν εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο ήταν στη θέση του αείμνηστου Γιώργου Εκκεκάκη, όταν συνταξιοδοτήθηκε το 1987 και μετά από δεκαεπτά χρόνια πραγματοποιήθηκε και η επιθυμία του Μιχάλη Μαράκη. Έστω και καθυστερημένα πιστεύω πως αν υπάρχει άλλη ζωή, σίγουρα θα είναι ευχαριστημένος εκεί που είναι, για την εξέλιξη της παράκλησης που μου είχε κάνει τότε…
Ο Μαράκης ήταν ένας άνθρωπος με οράματα για τα ιδεώδη του αθλητισμού και βέβαια δεν θα μπορούσε παρά να τα μεταδώσει στη νεολαία που τόσο αγαπούσε. Με το διορισμό του στο Ρέθυμνο, δεν άργησε να βάλει σε εφαρμογή το όραμά του για τον αθλητισμό στο νομό Ρεθύμνου και τη νεολαία του. Ξεκινώντας την προσπάθειά του με τους άλλους δυο αξέχαστους γυμναστές, τους Γιώργο Εκκεκάκη και Γιάννη Χαλκιαδάκη σε χρόνια δίσεκτα, στο τέλος της δεκαετίας του 60, κατάφεραν και δρομολόγησαν την πορεία του αθλητισμού στο Ρέθυμνο, βάζοντάς την στα μεγάλα σαλόνια της χώρας. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι παρά του ότι ήταν ήδη πρωταθλητής Ελλάδας στο δίσκο, αθλητής του Ολυμπιακού και της εθνικής ομάδας, έχοντας λαμπρή αθλητική καριέρα μπροστά του, επιλέγει να διοριστεί στη γενέθλια γη, στο Ρέθυμνο το 1969 , σαν καθηγητής σωματικής αγωγής. Σε συνέντευξή του σε εφημερίδα της Αθήνας, ο δημοσιογράφος απορημένος τον ρωτά γιατί έκανε αυτή την επιλογή. Η απάντηση του Μιχάλη ήταν: «Σαν γυμναστής έχω φιλοδοξίες. Θέλω να βρω ταλέντα στην ιδιαίτερη πατρίδα μου και να μεταδώσω την αγάπη προς τον αθλητισμό στους μαθητές μου, αλλά παράλληλα κι εγώ θα συνεχίσω να γυμνάζομαι. Ο αθλητισμός διαπλάθει τον χαρακτήρα και το σώμα του ανθρώπου. Η ενασχόληση με τον όποιο καλό αγώνα, μπορεί να εμπνεύσει και τον τελευταίο μαθητή. Στον αθλητισμό υπάρχει αξιοκρατία, δικαιοσύνη, ευγενής άμιλλα». Και ο δημοσιογράφος παρατηρεί: «Ο Μιχάλης Μαράκης είναι κόσμημα για τον Ολυμπιακό. Σεμνός, μετριόφρων, αγαπητός, ένας γίγας που μέσα του κρύβει μια τεράστια δύναμη. Φιλότιμος, αγωνιστής, πεισματάρης, ξεκίνησε από την Κρήτη το 1962, έγινε πρωταθλητής και καθηγητής σωματικής αγωγής. Τι άλλο χρειάζεται ένας άνθρωπος για να πούμε ότι πέτυχε;».
Το 1976 με τους άλλους δυο συναδέλφους του, Εκκεκάκη και Χαλκιαδάκη, βοηθούμενοι και από τον νέο τότε γυμναστή Αλέκο Πετρακάκη, ιδρύουν το σύλλογο ΟΚΑ Αρκάδι, μπολιάζοντας τη νεολαία της πόλης, που εγγράφεται στο σύλλογο κατά δεκάδες, με τα ιδεωδέστερα αθλητικά και όχι μόνο, ιδανικά. Στην πορεία θα γίνει από τους αξιολογότερους επαρχιακούς αθλητικούς συλλόγους στη χώρα μας, έχοντας όχι μόνο το τμήμα στίβου, αλλά και άλλα τμήματα, όπως καλαθοσφαίριση, ποδοσφαίριση, πάλη, ενόργανη, άρση βαρών, των οποίων τις πανελλήνιες επιτυχίες τους διαβάζουμε συχνά στον τοπικό τύπο.
Αλλά το όραμα του Μαράκη για τον αθλητισμό δεν σταμάτησε εκεί. Ιδρύει την πρώτη ομάδα μπάσκετ στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια τα επόμενα χρόνια ιδρύει στη γενέτειρά του, στο Φουρφουρά, τον Α.Ο. Ψηλορείτη, κάνοντάς τον σε μικρό χρονικό διάστημα τον καλύτερο περιφερειακό σύλλογο του νομού και ίσως της Κρήτης.
Συχνά πυκνά σε συζητήσεις με συνάδελφους και συμμαθητές μου αναφερόμαστε για εκείνον και τα ιδανικά που μας ενέπνευσε, αναπολώντας στιγμές που ζήσαμε μαζί του και έχουν μείνει ανεξίτηλα γραμμένες στην καρδιά και τη μνήμη μας. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού ο Μαράκης ήταν από εκείνους τους εκπαιδευτικούς που ενέπνεαν τον μαθητή, τον μπόλιαζαν με τα καλύτερα ιδανικά, και μέσα από τον αθλητισμό σμίλευε χαρακτήρες όχι μόνο για πρωταθλητισμό, μα και για διασκέδαση και συναδελφική αλληλεγγύη. Σμίλευε άτομα έτοιμα να αγωνιστούν όχι μόνο στον αθλητικό στίβο, αλλά κυρίως να μάθουν να αγωνίζονται στο δυσκολότερο στίβο, εκείνο της ζωής και να βγαίνουν νικητές! Ζώντας από μαθητής κοντά του και στη συνέχεια σαν συνάδελφος, ξέρω πως ήταν ένα πρότυπο όχι μόνο για τους μαθητές του, αλλά και για τους συναδέλφους του. Αγαπούσε τόσο πολύ τους μαθητές του, που δεν θα μπορούσε να πάρει κάτι άλλο από αυτούς παρά μόνο αγάπη, για όλα όσα τους ενέπνευσε και τους δίδαξε, σε όλη την εκπαιδευτική του πορεία. Στον τελευταίο του άνισο, όχι αθλητικό αγώνα πια, αλλά ζωής, την αγάπη αυτή που έδωσε, την εισέπραξε υπερπλούσια από τους μαθητές του, που συνόδευσαν συγκινημένοι τη σορό του στο αιώνιο ταξίδι…
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φιλοσοφία και τα οράματά του για τον αθλητισμό, ούτε τις συμβουλές του σε κάθε περίπτωση. Θυμάμαι άπειρες συζητήσεις με νεότερους συναδέλφους, τους οποίους πάντα άκουγε με προσοχή και σεβασμό, δίνοντας και παίρνοντας γνώσεις σε κάθε τι καινούριο σχετικά με τον αθλητισμό.
Θυμάμαι όταν μου είπε με ανυπόκριτη χαρά, ότι η κόρη του Μαρία πήρε το πτυχίο της από το ΤΕΦΑ Αθήνας, συνεχίζοντας έτσι την οικογενειακή παράδοση, αλλά και τη συγκίνηση και περηφάνια που είχε για τα άλλα δυο του παιδιά, τον Κωστή που είναι στην πολεμική αεροπορία και τον Αντώνη που είναι ηλεκτρολόγος μηχανολόγος.
Ο σύλλογος των εκπαιδευτικών του 1ου Γυμνασίου, αναγνωρίζοντας την πολύπλευρη προσφορά του, έδωσε στο κλειστό γυμναστήριο του σχολείου το όνομά του, αναρτώντας και τη φωτογραφία του.
Οι αθλητικοί σπόροι που έριξε στο νομό Ρεθύμνου με τόση αγάπη, λατρεύοντας και μπολιάζοντας τη νεολαία με τα υγιή ιδανικά και τη φιλοσοφία του αθλητισμού, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να καρποφορήσουν πολλαπλάσια, δίνοντας καθημερινά καινούργιους φρέσκους καρπούς, διαιωνίζοντας τα οράματα και το έργο του. Τα δυο σωματεία που ίδρυσε άλλωστε, το ΟΚΑ Αρκάδι και ο Α.Ο. Ψηλορείτης, είναι εδώ δραστήρια πάντα, για να μας το υπενθυμίζουν.
Πρόταση στους αθλητικούς φορείς της πόλης μας, για να τιμάται το έργο όχι μόνο του Μαράκη, αλλά και των Εκκεκάκη και Χαλκιαδάκη, οι οποίοι ήταν οι πρωτοπόροι της υψηλού επιπέδου φυσικής αγωγής στο Ρέθυμνο, είναι να γίνονται κάθε χρόνο αγώνες στη μνήμη τους, στο εθνικό στάδιο Γάλλου. Γιατί και οι τρεις ήταν λάτρεις της νεολαίας, των υγιών ιδανικών και της φιλοσοφίας του αθλητισμού και γι’ αυτές τις ιδέες αγωνίζονταν πάντα.