Του ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Στο είδος των «Ημερολογιακών Σημειώσεων» θα κατέτασσα το τελευταίο βιβλίο του εκλεκτού φίλου και συναδέλφου Αιμιλίου Γάσπαρη, υπό τον ποιητικό κι ευωδιαστό τίτλο: «Συνθέσεις Ρόδων». Πρόκειται για ημερολογιακές σημειώσεις, που, σε κάποια σημεία, παίρνουν, ίσως, και τη μορφή των «αναμνήσεων» τού συγγραφέα τους από τα χρόνια της διαμονής του, ως στρατιώτη, στο όμορφο νησί της Ρόδου, αλλά και ως καθηγητή, στη συνέχεια, στην εκεί Παιδαγωγική Ακαδημία και σε άλλα σχολεία. Κυρίαρχο, πάντως θέμα, στην πορεία αυτή η θητεία του στο νησί. Πρόκειται για ένα βιβλίο γεμάτο Ρόδο, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν, σε συνδυασμό με το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Πρόκειται για την 4η ποιητική συλλογή του, που την προσφέρει ως αντίδωρο για τα πολλά και μοναδικά που του έχει χαρίσει αυτός ο υπέροχος τόπος, αφιερώνοντάς την σε όλους εκείνους που πέρασαν από τα ίδια μέρη, στους «συντρόφους», όπως τους αποκαλεί.
Οι ημερολογιακές σημειώσεις άρχονται από το έτος 1980. Μετά από σαράντα, περίπου, χρόνια βρίσκουν, επιτέλους, τη θέση τους στο βιβλίο αυτό. Δεν ακολουθείται, πάντως, μια αυστηρή ημερολογιακή σειρά κι έτσι τα θέματα διαδέχονται άλληλα με τυχαία, συχνά, σειρά και θεματολογία. Συχνά απαντούν σημειώσεις που δείχνουν έντονα το ημερολογιακό είδος και σε περιληπτική μορφή, όπως: «Παρασκευή 13 Απρίλη, μάθημα, Σάββατο 14 Απρίλη, εικοσιτετράωρη, Κυριακή 15 Απρίλη, τρίτο γραφείο, Τετάρτη 18 Απρίλη, είκοσι μέρες άδεια, Τετάρτη 9 Μάη, Τ.Ε.Χ., Παρασκευή 1 Ιούνη, άδεια τετραήμερη, Πέμπτη 7 Ιούνη, Μ.Ε.Χ., Ειδικές συνθήκες, Απομυθοποίηση».
Η θεματική του βιβλίου αφορά στην καθημερινότητα του συγγραφέα με εικόνες τόσο από το άμεσό του περιβάλλον, όσο και από το σπίτι του και την προσωπική του ζωή [ιδιαίτερα με εντυπωσίασε αυτός ο περίτεχνος πάγκος του λαϊκού ροδίτικου σπιτιού, που μας τον περιγράφει με τόση χάρη, πλέκοντας γύρω του ένα θαυμάσιο «Τέχνης Eγκώμιον»)].
Παντού ο λόγος του συγγραφέα τόσον ο κειμενικός όσο και ο ποιητικός εκφράζει τις έντονες αναμνήσεις του με θαυμάσια και λεπτότατα αισθήματα ευγένειας και αγάπης, ενώ παντού αφήνει να αναδύονται οι ομορφάδες του περιγραφόμενου τόπου μέσα από όμορφα, μοναδικά, ροδίτικα τοπία: «Οι μιναρέδες, εκείνος ο άσπρος ιδιαίτερα από το τζαμί του Ιμπραήμ, οι τρούλοι οι βουκαμβίλιες ανάμεσα στις επάλξεις και τα οικοδομήματα των ιπποτών αναστηλωμένα χαρακτηριστικά». Παρελαύνουν επίσης, γνωστές θέσεις και τοπωνυμίες της πόλης των Ρόδων, όπως το Νοσοκομείο των Ιπποτών, το Λιμάνι με τα Ελάφια, η Πόρτα Μαρίνα και ο χώρος του Μουσείου της πόλης: «ως πάνω, ως το λόφο του Μόντε Σμίθ, ως κάτω, ως την Πόρτα Μαρίνα. Ο καιρός σε κάνει να νιώθεις πιο κοντά στα τείχη, στην τάφρο και τα ταπεινά σπίτια της πολιτείας. Κι ύστερα να θαυμάζεις τα ψηλά και περίπλοκα τείχη, τους πύργους, τα παλάτια… Φοίνικες υψώνουν το λυγερό κορμί τους, φυλλώματα παντού μες την πόλη από μεγαλόκορμα δέντρα…».
Συνήθως, σύντομες και κοφτές οι προτάσεις ανεβαίνουν στην καρδιά του αναγνώστη τους ηχηρές, όμορφες, ζωηρά ποιητικές. Ο στίχος, στα ποιητικά, αλλά και ο λόγος στα πεζά μέρη, εμφανίζεται συχνά βαθιά αλληγορικός, κομψός, λεπτός και εύχαρης. Οι τίτλοι προδιαθέτουν -από την πρώτη, κιόλας, στιγμή- ευμενώς για το περιεχόμενο, που αποπνέεται συχνά και με γενναιόδωρη κοινωνική, πολιτική και φιλοσοφική διάθεση: «Τότε θυμάμαι ποιοι και τι έλεγαν στο χωριό μου για εκείνη την εξέγερση. Τώρα όλοι σοσιαλίζουν. Πόση πρόοδος! Τι εξέλιξη! Και ύστερα τι καινούριες λέξεις έφερε ο άνεμος και τις σκόρπισε στα στόματα, στα δόντια και στα κύματα. Ετεροχρονισμός, αναβάπτιση της αλλαγής, αναδόμηση, κοινωνικοποίηση και συμμετοχή των φορέων σε προγράμματα ολοκληρωμένα και κυκλικά επαναλαμβανόμενα. Ναι και όχι, για σένα κρυφά από σένα, άμυνα, επίθεση, συνδυασμοί και λύση του κυκλοφοριακού. Δημοψήφισμα για τις βάσεις, μένουν, φεύγουν, επανέρχονται, εθνική πολιτική, καθαρότητα, ορατότητα, αξιοκρατία, δικαιοσύνη, πολιτική γης και προστασία τού περιβάλλοντος. Επιστροφή στα αρχαία, σεβασμός του πολίτη. Δημοκρατία, ειδήσεις στην τηλεόραση, Ανασχηματισμοί. Και ελπίδες, ελπίδες λεπίδες. Δεκαπέντε χρόνια μετά, Χρόνια μετά. Χρόνια μετά. Μετά».
Συχνά ο λόγος από τη δύναμη των αναδυόμενων αισθημάτων καθίσταται δύσκολος και στριφνός και τότε γίνεται κατανοητός μόνο μέσα από τους ήχους που αφήνουν οι λέξεις, που ηχούν ανάλογα με τις μουσικές αρμονίες ή δυσαρμονίες ή τις πλούσιες χρωματικές κλίμακες, που απορρέουν από την παλέτα του μεγάλου ζωγραφικού του ταλέντου, από τον μέσα κόσμο του ποιητή και συγγραφέα και καλλιτέχνη, που έχει γεμίσει το βιβλίο του και τα κείμενά του και με αυτήν την τρίτη διάσταση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας, με προσωπικά, δηλαδή, σχέδια και ζωγραφικές, προερχόμενα από την ενότητα «Ροδίτικες Συνθέσεις», με έμπνευσή τους τη Ρόδο: «Το δειλινό ήταν γεμάτο ζεστά χρώματα, βαθιά, μελαγχολικά, κόκκινα σκούρα». Και αλλού: «Η γραμμή της θάλασσας ασημένια έγραφε τον ορίζοντα με το φεγγάρι σε σκοτεινούς τόνους. Το φως στο μουράγιο διαδοχικά έσχιζε το νερό σαν πληγή που αιμορραγεί, ως τα βράχια του παραμυθιού. Ένοιωθα μόνος, ήμουνα μόνος».
Παντού συσχετισμοί σκέψης («Συνθέσεις Ρόδων – το ξενοδοχείο των Ρόδων») και στίχοι με εκρηκτική μουσική ποιητικότητα: «Η γιαγιά είναι από τη Σύμη και τη λένε κυρά Ρήνη. Είναι στη γειτονιά πολλά χρόνια. Όλοι την ξέρουν και την αγαπούν. Αρχόντισσα στην εξώπορτα που κάθεται χαραγμένη σαν ειδώλιο. Παραμένει φύλακας και καλή για όλο τον κόσμο, με τη μορφή σφραγισμένη από την πείρα και τα χρόνια. Τόσα παιδιά, τόσα εγγόνια, τόσα ταξίδια. Κρίνει δίκαια με πλούσια και παρήγορη καρδιά, εκεί στο δρόμο που σιγά σιγά στενεύει, που άρχισε να μη γνωρίζονται οι κάτοικοί του πια».
Άλλοτε, πάλι, σατιρίζει έντονα: «ήρθε και ο αρχηγός που ενθουσιάστηκε και πείστηκε πώς τα σκιάχτρα της παραλλαγής θα ξεγελούσαν τους εχθρούς με πρόσωπο γύψινο. Αυτή η παραγγελία έγινε η αιτία και η αρχή μιας σειράς αδειών για καλλιτεχνικούς στόχους εθνικής σημασίας. Υψηλή τέχνη λοιπόν για βαρβάρους. «Άρτε μπαρμπάρικα» λέγαμε, κωμωδία ήτανε και από τις δυο μεριές». Άλλες φορές, πάλι, ο συγγραφέας παίζει ερωτικά (Γύρω από το Μουσείο – Αιδουμένη): «Δεν υπάρχουν γραμμές, μονάχα αφή. Αφή στο λεπτό κορμί μιας γυναίκας του Έρωτα. Δεν υπάρχουν χέρια για ν’ απλώνουν σιωπηλά το χάδι, για να κρύβουν με συστολή τα επίμαχα σημεία με χάρη αισθητική. Τα χέρια εκείνα που ήξεραν πώς να λούζουν και να στολίζουν το θεϊκό κορμί ταξίδεψαν και χάθηκαν στις ατραπούς του κόσμου. Υπάρχει το κύμα και οι αιώνες που ερωτεύονταν».
Στα κείμενα τού Αιμίλιου Γάσπαρη (πεζά και ποιητικά) μπορούμε να θαυμάσουμε μιαν εξαιρετική, αφενός, ποικιλότητα στο εκπληκτικά δημιουργικό του δαιμόνιο και, αφετέρου, τη σπουδαία γλωσσοπλαστική και συνθετική δύναμη, τον καυστικό και τσεκουράτο λόγο, το ανεξάντλητο και πηγαίο χιούμορ, την απλότητα, γενικά, της ευμορφίας. Ο συγγραφέας – ποιητής μπαίνει στα βαθιά της πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς, προκειμένου να αποκόψει το σάπιο και να απλώσει το χέρι γεμάτο ελπίδα και αισιοδοξία, αφού πρώτα γκρεμίσει τον κόσμο της παρακμής και της ασυδοσίας, τον κόσμο που έχει καταντήσει αγιάτρευτα άρρωστος και μολυσματικός.
Ιδιαίτερες ευχές και ευχαριστίες στον εκλεκτό φίλο και συνάδελφο Αιμίλιο Γάσπαρη, ακάματο τού Λόγου και της Ποίησης εργάτη, και γι’ αυτήν την τελευταία γόνιμη και δημιουργική παρουσία του στα Ελληνικά Γράμματα.