Ο Ερντογαν δρα στην ανατολική Μεσόγειο με τον ίδιο τρόπο που έδρασε σε Συρία και Λιβύη. Και εκεί, παρά τη αρχική διεθνή κατακραυγή για τις κινήσεις του, κατάφερε να κατοχυρώσει τετελεσμένα που τον κατέστησαν βασικό συνομιλητή για τις όποιες διευθετήσεις στην περιοχή. Έτσι και τώρα, οι κινήσεις του αποσκοπούν στη δημιουργία τετελεσμένων με στόχο να συρθεί η Ελλάδα σε ένα διάλογο, με την Τουρκία σε θέση ισχύος. Μήπως όμως όλο αυτό δεν αποτελεί έναν μακροπρόθεσμο κίνδυνο αλλά έχουν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται επικίνδυνα προηγούμενα στην περιοχή;
Στην πρώτη έξοδο του Ορούτς Ρέις στην μη οριοθετημένη ελληνική υφαλοκρηπίδα, η Ελλάδα αναμφίβολα επέδειξε σθεναρή στάση, τόσο σε επίπεδο στρατιωτικής ετοιμότητας όσο και σε επίπεδο διπλωματικών κινήσεων. Παρόλα αυτά βλέπουμε ότι οι κόκκινες γραμμές μας αλλάζουν διαρκώς. Σε κάθε νέα πρόκληση το κάποτε αδιανόητο μετατρέπεται σιγά σιγά σε κάτι «συνηθισμένο», προσπαθώντας πλέον να αποφύγουμε κάτι χειρότερο.
Στην αρχή η ελληνική υφαλοκρηπίδα, με πλήρη επήρεια του Καστελόριζου, προβάλλονταν ως το κυριαρχικό μας δικαίωμα που θα υπερασπιστούμε με κάθε τρόπο. Στην συνέχεια αρχίσαμε να αποδεχόμαστε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό αλλά ούτε βρίσκει ευήκοα ώτα στο εξωτερικό. Και καλώς πράξαμε γιατί δείξαμε ότι αντιμετωπίζουμε το θέμα με ρεαλισμό και σοβαρότητα και όχι με αδιαλλαξία. Δηλώσαμε έτοιμοι να συζητήσουμε το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας στην ανατολική μεσόγειο με την Τουρκία, αρκεί εκείνη να σταματούσε τις προκλήσεις.
Τώρα, σε αυτή τη δεύτερη «παρέλαση» του τουρκικού ερευνητικού, ξεχάσαμε τα όρια της υφαλοκρηπίδας μας και αρχίσαμε να μετράμε μίλια. Πλέον, το να κινείται το Ρέις με τον τουρκικό στόλο 30-40 ναυτικά μίλια από το Καστελόριζο αρχίζει να φαίνεται κάτι συνηθισμένο στα πλαίσια της τουρκικής προκλητικότητας.
Από τα εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας η συζήτηση έχει μεταφερθεί στο πως πρέπει να αντιδράσουμε αν τα τουρκικά πλοία περάσουν το όριο των 12 ν.μ. του Καστελόριζου. Γιατί εκεί πλέον θα μιλάμε όχι για προσβολή κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά για ξεκάθαρη παραβίαση της εθνικής μας κυριαρχίας. Καθότι τα χωρικά ύδατα ενός κράτους θεωρούνται μέρος του εθνικού εδάφους και επί αυτών ασκείται πλήρης κυριαρχία από την παράκτια χώρα. Ακόμη κι αν δεν έχουμε προχωρήσει στην επέκταση των 12 ν.μ. (λόγω του τουρκικού casus belli), εναπόκεινται στην Ελλάδα να το πράξει όποτε θέλει, καθώς η επέκταση των χωρικών υδάτων αποτελεί απόφαση του κάθε κράτους, χωρίς να απαιτείται η ρητή συναίνεση των γειτονικών χωρών.
Σε πρώτη φάση η Ελλάδα έπαιξε όλα τα χαρτιά της σωστά. Κινητοποίησε το στόλο, έχτισε συμμαχίες, ενίσχυσε τις ήδη υπάρχουσες, ανακήρυξε ΑΟΖ με γειτονικές χώρες. Διαμήνυσε προς όλους -και σε όλους τους τόνους- ότι είναι έτοιμη για στρατιωτική απάντηση εάν η Τουρκία υπερβεί τα εσκαμμένα και δεν έπεσε στην παγίδα να χρεωθεί ένα θερμό επεισόδιο που προσπαθούσε να προκαλέσει η Τουρκία. Όμως φαίνεται ότι ο Τούρκος Πρόεδρος δεν υπολογίζει κανέναν. Σταθερά και μεθοδικά κινείται όλο και εγγύτερα του Καστελόριζου, θεωρώντας δεδομένο ότι μπορεί να το πράξει ουσιαστικά ανενόχλητος, στενεύοντας τα όρια των ελληνικών κόκκινων γραμμών. Οπότε το ερώτημα είναι τι κάνουμε από δω και πέρα.
Μπροστά μας υπάρχουν δύο μονοπάτια: Στο πρώτο, προσαρμόζουμε τις κόκκινες γραμμές μας ανάλογα με τα δεδομένα της στιγμής, ανεχόμαστε την κατάσταση ως έχει εξαντλώντας το (ήδη αρκετά εξαντλημένο) διπλωματικό μας κεφάλαιο έως ότου καταλήξουμε τελικά σε έναν διάλογο. Ο διάλογος θα εμπεριέχει συμβιβασμούς, θα απεμπολήσουμε μέρος των δικαιωμάτων μας προς όφελος του τέλους της κρίσης. Κάτι θα πάρουμε και κάτι θα χάσουμε, πάντα με το ρίσκο να ανοίξει η όρεξη στον Τούρκο Πρόεδρο για περαιτέρω διεκδικήσεις. Στο δεύτερο δεχόμαστε ότι η ύπαρξη ενός επεισοδίου καθίσταται αναπόφευκτη. Σε αυτή την περίπτωση, ως κοινωνία, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας όλα τα σενάρια. Να αποδεχτούμε την όποια έκβαση θα έχει αυτό το επεισόδιο και όχι σε περίπτωση νίκης να πανηγυρίζουμε αλλά σε περίπτωση ήττας να ψάχνουμε αποδιοπομπαίους τράγους.
Στην πρώτη φάση της ναυτικής ελληνοτουρκικής κρίσης δοκιμάσαμε τη στρατιωτική μας ετοιμότητα, μετρήσαμε φίλους και «εχθρούς». Ξέρουμε πλέον τι να περιμένουμε και τι να μην περιμένουμε από την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Ξέρουμε ότι έχουμε δίπλα μας τη Γαλλία. Ξέρουμε ότι η Γερμανία αδιαφορεί έως στηρίζει την Τουρκία. Επειδή δεν μπορεί να διαιωνίζεται μία εις βάρος μας κατάσταση, ούτε μπορούμε κάθε λίγο και λιγάκι να στέλνουμε ολόκληρο τον ελληνικό στόλο απέναντι από το Ορούτς Ρέις μετρώντας με τη μεζούρα σε ποιο ναυτικό μίλι βρίσκεται, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ως προς τα επόμενα βήματα μας. Να θέσουμε μια ξεκάθαρη και απαραβίαστη κόκκινη γραμμή. Προετοιμάζοντας τόσο την ελληνική κοινή γνώμη, όσο και τους συνομιλητές μας στο εξωτερικό για το τι θα σημαίνει η παραβίαση της. Το σίγουρο είναι ότι, όπως σε όλες τις κρίσεις έτσι και σε αυτήν, εύκολες λύσεις με απόλυτες νίκες δεν υπάρχουν.
Η Ολυμπιακή φλόγα στην πόλη μας και η επιλογή των αθλητών
Την Πέμπτη 18 Απριλίου, όπως ανακοινώθηκε, θα γίνει η λαμπαδηδρομία και η άφιξη της ολυμπιακής φλόγας στη Μαρίνα της πόλης...