Ιστορικό χωριό η Λούτρα που μας έχει κάνει ιδιαίτερα γνωστή ο εκλεκτός μας ποιητής και δικηγόρος Κωστής Καλλέργης (Κ.Ι.Γ.Κ). Αμέτρητες φορές έχει υμνήσει κάθε του μεγάλη στιγμή με τη χαρισματική του πένα. Η Λούτρα αναφέρεται με το ίδιο όνομα (Lutra) στις βενετσιάνικες πηγές του 16ου αιώνα. Σε άλλες πηγές λέγεται Lustra ή Lucia. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση το χωριό οφείλει το όνομά του στα λουτρά των κατοίκων των Αλιάκων (Αλιάκες), οικισμός που ήταν δίπλα προς τα νοτιοανατολικά, αλλά δεν σώζεται σήμερα εκτός από μερικά χαλάσματα και είχε ισοπεδωθεί από τους Τούρκους στα 1646. Στα 1810, ο γενίτσαρος Γετημαλής, σκότωσε στην περιοχή με μαρτυρικό θάνατο τη μάνα και την κόρη της Πανωραία τη Μεγάλη Παρασκευή και η ταφή τους έγινε στο προαύλιο του ναού της Αγίας Άννας. Η εκκλησία είναι πετρόχτιστη στην πετροπελεκημένη είσοδό της υπάρχει μια ρομφαία και διατηρείται σήμερα ως εξωκλήσι της Λούτρας. Ένα τμήμα του χωριού κατοικούνταν από τους Οθωμανούς Τούρκους οι οποίοι με την ανταλλαγή πληθυσμών εγκατέλειψαν την περιοχή ενώ εκεί εγκαταστάθηκαν Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Στις 3 Ιουνίου 1941 αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή στην Κρήτη (επιχείρηση Unternehmen Merkur ), ως αντίποινα συνέλαβαν 11 κατοίκους και τους εκτέλεσαν. Μεταξύ αυτών ήταν ο ιερέας του χωριού παπα-Μανόλης Καλλέργης, ο οποίος σκοτώθηκε, ενώ ένας τους επέζησε.
Κι ένας ηρωικός λοχαγός
Όταν αναφερθήκαμε στην τραγωδία των αντιποίνων στη Λούτρα στις 3 Ιουνίου 1941,σημειώναμε ότι εκείνη την περίοδο το χωριό θρηνούσε την απώλεια ενός σπουδαίου αξιωματικού, του λοχαγού Νίκου Ορφανουδάκη, ετών 43, που έπεσε ηρωικά μαχόμενος στις 10 του Μάρτη 1941, πολεμώντας λεονταρίσια τους Ιταλούς στα βουνά της Αλβανίας.
Επρόκειτο πράγματι για ένα γενναίο αξιωματικό που αξίζει να τον παρουσιάσουμε ιδιαίτερα. Ο Νίκος Ορφανουδάκης γεννήθηκε στο χωριό Λούτρα το 1896.
Στις 5 Μαρτίου 1915, κατετάγη στη διλοχία της ελληνοκρητικής λεγεώνος του 346 ου Γαλλικού Συντάγματος Έλαβε μέρος σε ιστορικές μάχες με το σύνταγμα αυτό αλλά και στην απόβαση της Θράκης 6-7 Αυγούστου 1915.Τον Οκτώβριο του 1916 κατετάγη στο Στρατό Εθνικής Αμύνης και την Πρωτομαγιά του 1917 μετετάγη στον εθνικό στρατό.
Σύμφωνα με νεότερες πηγές ο Νικόλαος Ορφανουδάκης βρέθηκε στη Σμύρνη το 1920,το 1922 επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1923 υπηρετεί ως υπολοχαγός στα Γιάννενα.
Αντιμέτωπος με αιμοσταγείς ληστές
Εκείνη την εποχή οι Ρεγγαίοι ληστές είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή. Χαρακτηριστικό της τρομοκρατίας που είχαν επιβάλει είναι ότι είχαν προκηρυχθεί από την Πολιτεία και μάλιστα με γενναίο ποσόν.
Ο Νικόλαος Ορφανουδάκης διέθετε εκτός από άριστα διοικητικά προσόντα και στρατηγικό μυαλό. Έτσι έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο με και με την ικανότητα του να εμπνέει το θάρρος στους άνδρες του κατάφερε να συλλάβει τους ληστές. Το κατόρθωμα του αυτό επαινέθηκε και με προαγωγή επ’ ανδραγαθία. Έλαβε βέβαια και τα χρήματα της επικήρυξης. Με την εντιμότητα που τον διέκρινε δεν θέλησε να κρατήσει μόνος του την αμοιβή αυτή. Μοιράστηκε το ποσόν με τους 12 άνδρες που τον είχαν βοηθήσει στην επικίνδυνη αυτή επιχείρηση.
Και με το μερίδιό του όμως είχε αποκτήσει μια οικονομική άνεση για την εποχή του.
Έτσι λοχαγός, αξιοσέβαστος, επέτρεψε στον εαυτό του να χαρεί και την οικογενειακή του ευτυχία. Είχε ήδη γίνει πατέρας ενός γιου του Στέλιου που λάτρευε.
«Κόκκινο πανί» για τους κακοποιούς
Η πάταξη της εγκληματικότητας δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Σύντομα άρχισε να δέχεται απειλές για τη ζωή του από κακοποιά στοιχεία τα οποία έβλεπαν στο πρόσωπο του Ορφανουδάκη έναν αμείλικτο διώκτη. Δοκίμασαν τα πάντα οι κακοποιοί για να σταματήσουν τον λοχαγό που δεν έδειχνε να τους υπολογίζει. Κι αφού είδαν πως δεν τον πείθουν για την αποφασιστικότητά τους να του κάνουν κακό σκέφτηκαν να τον χτυπήσουν στο ευαίσθητο σημείο του που ήταν ο γιός του. Απειλούσαν λοιπόν με απαγωγή του μικρού και μαρτυρικό του θάνατο.
Ούτε και τώρα όμως κατάφεραν να γονατίσουν τον Ορφανουδάκη που έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του πίστευε ότι μπορούσε να αποτρέψει κάθε κίνδυνο που απειλούσε την οικογένειά του. Ο διοικητής του όμως που τον αγαπούσε σαν πατέρας και τον θαύμαζε, κατάλαβε ότι δεν θα αργήσει να πληρώσει τη γενναιότητά του αυτή. Γνώριζε καλά πως λειτουργούσαν τα κακοποιά αυτά στοιχεία και πως σίγουρα θα πλήγωναν τον Ορφανουδάκη με τις υποχθόνιες μεθόδους που συνήθιζαν Θα τον αιφνιδίαζαν και θα έπαιρναν την εκδίκησή τους. Αφού δεν κατάφερε να τον πείσει αποφάσισε να δράσει πιο αποτελεσματικά. Και προχώρησε μυστικά τις διαδικασίες για τη μετάθεση του λοχαγού του σε τόπο που δεν θα κινδύνευε ούτε αυτός ούτε η οικογένειά του. Έγιναν όλα με απόλυτη μυστικότητα χωρίς ο λοχαγός να καταλάβει το παραμικρό.
Έτσι βρέθηκε ο Νικόλαος Ορφανουδάκης στην Κομοτηνή. Εκεί τον βρήκε το κίνημα Βενιζέλου στο οποίο πήρε μέρος από τους πρώτους. Ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Εθνάρχη και τώρα είχε μια ευκαιρία να το αποδείξει σαν γνήσιος Κρητικός. Η συμμετοχή αυτή δεν πέρασε χωρίς συνέπειες από τους αντιβενιζελικούς που με ιδιαίτερο μένος εναντίον του τον απέταξαν. Ο Ορφανουδάκης ξαφνιάστηκε για λίγο επειδή το στράτευμα ήταν η ζωή του. Για τίποτα στον κόσμο όμως δεν θα έδειχνε υποταγή για να επιστρέψει στο στράτευμα που λάτρευε. Σύντομα πήρε τη μοίρα του στα χέρια του παραμένοντας στην Κομοτηνή ως απλός πολίτης.
Ίσως να ήταν μια λύση η επιστροφή στον τόπο του. Αξιωματικός όμως χωρίς τα διακριτικά του αισθάνεται ότι ζει έναν εφιάλτη. Και ο γενναίος αυτός άνδρας δεν ήθελε να προκαλέσει τον οίκτο κανενός. Εκεί μακριά στη Θράκη χωρίς γνωστούς και φίλους θα περνούσε λιγότερο οδυνηρά τη δοκιμασία του. Η ζωή του κυλούσε σε μια φρικτή αβεβαιότητα. Είναι σε έναν τόπο που δεν τον δένει κανένας συναισθηματικός δεσμός, δεν βρίσκεται στον χώρο που έχει συνηθίσει αλλά αποφασίζει να αντιμετωπίσει κατάματα όλες τις δυσκολίες του.
Εξασφαλίζει τα προς το ζην ως «δικολάβος» και δίνει ποιότητα στην καθημερινότητά του με μια έντονη συμμετοχή στα κοινά υπηρετώντας τον πολιτισμό. Παίρνει μέρος σε πολλές δραστηριότητες και διακρίνεται για τις ιδέες και την καλαισθησία του.
Η τοπική κοινωνία επιδιώκει με κάθε τρόπο να τον φέρει κοντά της εκτιμώντας το ήθος και τις δημιουργικές του ιδέες. Από τις σημαντικές του δραστηριότητες ήταν η σύσταση του προσκοπικού συνδέσμου Κομοτηνής, που γίνεται θεσμός κυρίως παιδαγωγικός. Εκεί ο Ορφανουδάκης με τις άριστες διοικητικές του ικανότητες καταφέρνει να φέρει τα νέα παιδιά κοντά στις έννοιες του καθήκοντος και της προσφοράς. Τα βοηθά να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους, Και πολλά από αυτά χάρις στον Ορφανουδάκη βάζουν υψηλούς στόχους στη ζωή τους. Σύντομα βελτιώνονται και οι επαγγελματικές του συνθήκες.
Οι κόποι του και το ήθος του επιβραβεύονται όπως του αξίζει. Αναλαμβάνει καθήκοντα διευθυντού της τοπικής Εργατικής Εστίας και αρχίζει να εκφράζει και τις λογοτεχνικές του ανησυχίες. Πάντα ένιωθε την ανάγκη να γράψει αλλά τα στρατιωτικά του καθήκοντα τον περιόριζαν. Τώρα μπορούσε να αναπτύξει το ταλέντο του αυτό και να εκφραστεί λογοτεχνικά. Γράφει το ποιητικό δράμα «Ο θάνατος του κλέφτη» που ανεβάζει και στο θέατρο. Ούτε ο ίδιος δεν περίμενε τόση ανταπόκριση και τόσο ειλικρινή ενθουσιασμό από το κοινό που το παρακολούθησε. Η επιτυχία που σημειώνει τον κάνει ευρύτερα γνωστό στους καλλιτεχνικούς κύκλους.
Έχει καταφέρει να δώσει ποιότητα στη ζωή πολλών ομάδων μέσα από τις δικές του πρωτοβουλίες. Και έτσι καταξιώνεται από την τοπική κοινωνία που αναγνωρίζει τις αρετές του.
Κι ήρθε ο πόλεμος
Και φθάνουμε στην κήρυξη του πολέμου 1940. Ο Ορφανουδάκης αισθάνεται θηρίο στο κλουβί. Βλέπει τους νέους να φεύγουν με το χαμόγελο στα χείλη και τρελαίνεται. Θέλει να τρέξει στο καθήκον αλλά δεν ξέρει πώς να το επιτύχει.
Η απελπισία τον οδηγεί σε μια πράξη αντίθετη από τις αρχές του γιατί από την αρχή τάσσεται ενάντια στο καθεστώς. Τώρα όμως δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Αποφασίζει να γράψει μια επιστολή στον Ιωάννη Μεταξά και να τον παρακαλέσει για μια ευκαιρία να γυρίσει στο μέτωπο. Αυτή η επιστολή βρέθηκε στα χέρια της Κατίνας Πολυκανδριώτη, μητέρας του Μητροπολίτη Σύρου, Τήνου και Μυκόνου, Δωροθέου του Β’. Φαίνεται πως ήταν τόσο θερμό το γράμμα αυτό, γεμάτο από πατριωτικά αισθήματα που συγκινείται βαθειά ο δικτάτορας και του ανοίγει τον δρόμο.
Ο Ορφανουδάκης επιστρατεύεται και τοποθετείται σε μάχιμη ομάδα, στο 29ο Σ.Π με το βαθμό του λοχαγού. Εκεί πολεμά σαν λιοντάρι. Παίρνει μέρος και στη μεγάλη φονική μάχη στο ύψωμα Σεντέλι του Τεπελενίου.
Από την έκθεση Παναγιωτάκη
Αξίζει να θυμηθούμε τη μεγάλη αυτή μάχη που έκανε πολλές μάνες του Ρεθύμνου να κλάψουν όπως αναφέρει και ο αντιστράτηγος ε.α κ. Νικόλαος Σαμψών στην ταινία μου « ΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΟΥ ΟΧΙ». Είναι τόσο παραστατική η έκθεση του διοικητή Αριστείδη Παναγιωτάκη που διαβάζοντας την νομίζεις ότι ζεις τα γεγονότα.
Αναφέρει σχετικά ο ηρωικός διοικητής του 44 ου Σ.Π:
Την 6η περίπου πρωινή ώρα την 9/3/41 άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός πυροβολικού και όλμων απ’ όλα τα σημεία του μετώπου. Οι καπνοί των εκρήξεων κάλυπταν τα πάντα. Το έδαφος σείονταν. Επί τρεις συνεχόμενες ώρες βομβαρδιζόταν η παράταξη του συντάγματος. Η επίθεση των Ιταλών άρχισε την 8 η ώρα σε όλο το μέτωπο. 21 ιταλικές μεραρχίες ενεργούσαν την επίθεση. Όλες οι επιθέσεις αποκρούστηκαν.
Είχαμε όμως πολλές απώλειες και σε αξιωματικούς. 12 Αξιωματικοί εκτός μάχης, εκ των οποίων τρεις διοικητές λόχων, και 237 οπλίτες. Ένας Ιταλικός λόχος επιτέθηκε και κατέλαβε τον μεταξύ των δύο παρατάξεων πάνω στην κορυφογραμμή Σιντέλι αυχένα.
Ο λοχίας Μπαγουράκης ειδοποίησε τον διοικητή του Ι τάγματος, ότι καταλήφθηκε ο αυχένας και ότι κινδυνεύει η κατεχόμενη από τους δικούς μας γραμμή και να στείλει ενίσχυση. Το εκεί φυλάκιο υπό τον ήρωα εφ. ανθυπολοχαγό Βασιλονικολιδάκη αντιστέκονταν. Ο διοικητής του τάγματος μη έχοντας εφεδρική δύναμη να στείλει, αφού αιτήθηκε ενίσχυση διλοχίας του εφεδρικού ΙΙ τάγματος, παραλαμβάνοντας τους τραυματιοφορείς και τους διαθέσιμους άνδρες του επιτελείου του, έσπευσε προς το αμυνόμενο τμήμα. Εν τω μεταξύ κατέφθασε και ο 6ος λόχος υπό τον γενναίο έφεδρο ανθυπολοχαγό Δουλγεράκη Ιωάννη και με κοινή προσπάθεια κατορθώθηκε η απόκρουση του εχθρού, ο φόνος του Ιταλού διοικητού του λόχου υπολοχαγού Φακίστα, στον οποίο τα έγγραφα που βρέθηκαν, σημειώσεις και χάρτες ήταν μέγιστης σημασίας. Από το ημερολόγιο του φαινόταν ότι ήταν σημαίνον στέλεχος του φασιστικού κόμματος, με δράση, καθοδηγητής σχολής αξιωματικών, εκδότης φασιστικών περιοδικών κ.λπ. προ έξι ημερών είχε αναχωρήσει από τη Ρώμη, όπως έγραφε στο ημερολόγιο του. Τόσο δε σημαντικό στέλεχος του κόμματος ήταν, ώστε όταν τον Ιούνιο του 1941, συνελήφθησαν στο Ναύπλιο οι Κρητικοί αξιωματικοί από τους Ιταλούς, ρώτησαν ποιος αξιωματικός ήταν στην κορυφή του Σιντέλι κατά τη μάχη της 9 ης Μαρτίου και αν θυμάται το μέρος που φονεύθηκε και τάφηκε ο Ιταλός υπολοχαγός. Παρουσιάστηκε ο υπολοχαγός Φουσκάκης Ιωάννης, ο οποίος και στάλθηκε με συνοδεία στο Τεπελένι και από κει στο Σιντέλι να υποδείξει τον τάφο του.
Ο 6ος λόχος κατά την άνοδο του, σε ενίσχυση του μαχόμενου φυλακίου, ενεπλάκη με τμήμα Ιταλών, το ανέτρεψε, συλλαμβάνοντας 40 αιχμαλώτους, 4 ολμίσκους και πολλά πυρομαχικά.
Κατά τις μετέπειτα ημέρες ο εχθρός έκανε και άλλες επιθέσεις, αλλά όλες αποκρούστηκαν. Από 9 έως 14 Μαρτίου ρίχτηκαν από τους Ιταλούς 100.000 βλήματα περισσότερα από το Βερντέν. Καθ’ όλο το διάστημα και μέχρι τη σύμπτυξη ασχολούμαστε με τη βελτίωση των αμυντικών μας θέσεων και εν αναμονή της εξόρμησης μας, για να τελειώσει η τρομακτική αιμορραγία μας των δύο μηνών».
Ηρωικός θάνατος
Στις μεγαλειώδεις αυτές στρατιωτικές επιχειρήσεις βρίσκει τον θάνατο και ο λοχαγός Νικόλαος Ορφανουδάκης. Στοίχισε πολλές ζωές η μάχη αυτή αλλά άξιζε για την επιτυχία του αγώνα.
Ο θάνατός του συγκλόνισε την κοινωνία της Κομοτηνής που λάτρευε τον Λουτριανό λεβέντη αξιωματικό. Βλέπουμε να τον τιμά ισότιμα με τους δικούς του ήρωες. Με απόφαση του δήμου δόθηκε το όνομα του Ορφανουδάκη σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Αργότερα ιδρύθηκε και μουσείο με τα προσωπικά του αντικείμενα που επίσης φέρει το όνομά του.
Στο αρχείο της οικογενείας του υπάρχουν πολλές διακρίσεις ανάμεσα τους και δυο χρυσά αριστεία ανδρείας. Το όνομά του έχει δοθεί σε οδό της Λούτρας.
Η οικογένεια Ορφανουδάκη είχε δυστυχώς και άλλο θύμα εκείνους τους χαλεπούς καιρούς. Ήταν ο αδελφός του λοχαγού ο Μανόλης που αντίκρισε το εκτελεστικό απόσπασμα στις 3 Ιουνίου 1941, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό για αντίποινα. Ήθελαν να τιμωρήσουν και να τρομοκρατήσουν τον λαό που απλά αντιστάθηκε σε μια υπερδύναμη με πρωτόγονα μέσα για να υπερασπιστεί τα ιερά χώματα του νησιού μας.
Εκείνο το πρωί ο Μανόλης Ορφανουδάκης ετοιμαζόταν για το χωράφι του στην Αγία Τριάδα και ετοίμαζε κολατσό. Εκεί που έψαχνε το βουργιάλι του για να βάλει το φαγητό μπήκαν οι Γερμανοί και τον συνέλαβαν. Μια ακόμα θυσία στον βωμό της εθνικής αξιοπρέπειας.
ΠΗΓΕΣ: Αρχείο Κωστή Καλλέργη (Κ.Ι.Γ.Κ)