Πριν λίγους μήνες είχαμε εθνικές εκλογές. Κι όμως στις προεκλογικές εκστρατείες των κομμάτων ελάχιστα ακούστηκαν ή συζητήθηκαν για ένα από τα κρισιμότερα θέματα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η χώρα: το μεταναστευτικό. Γιατί; Γιατί στην έκταση που έχει λάβει, το μεταναστευτικό αποτελεί ένα ζήτημα που προκαλεί «μπλοκάρισμα» σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Μπλοκάρει εκ δεξιών καθότι γίνεται πλέον αντιληπτό ότι η απλουστευτική προσέγγιση των «κλειστών συνόρων» είναι εύκολη υπόθεση μόνο στα λόγια, αλλά πολύ δύσκολη όσο αφορά την εφαρμογή της και γενικότερα τη συμβατότητα της με ρεαλιστικές λύσεις. Μπλοκάρει εξ αριστερών, καθότι είναι πλέον πασιφανές ότι η εξίσου απλουστευτική προσέγγιση των «ανοιχτών συνόρων» οδηγεί σε καταστάσεις τύπου «Μόρια», στην ανθρωπινή εξαθλίωση και στην υποβάθμιση των τοπικών κοινωνιών.
Μπλοκάρει επίσης όσους αρθρογραφούν πάνω σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Κάθε λέξη που κάποιος γράφει πάνω στο θέμα του μεταναστευτικού, κινδυνεύει να επικριθεί έντονα και ο αρθρογράφος να στοχοποιηθεί, είτε από τους επαγγελματίες «αλληλέγγυους» που βλέπουν παντού ακροδεξιούς, είτε από τους επαγγελματίες «πατριώτες» που βλέπουν παντού προδότες. Όλα αυτά συντελούν στο να αποφεύγουμε να συζητήσουμε, να συμφωνήσουμε και να διαφωνήσουμε, να ακουστούν προτάσεις και λύσεις με νηφαλιότητα, ρεαλισμό και σοβαρότητα πάνω στο μεγαλύτερο ευρωπαϊκό αυτή τη στιγμή ζήτημα. Ένα ζήτημα που δοκιμάζει τις αντοχές και τη συνοχή της ΕΕ, οδηγώντας πολλές φορές σε διαφωνίες και συγκρούσεις μεταξύ των κρατών μελών.
Είναι προφανές ότι το προσφυγικό-μεταναστευτικό είναι ένα ζήτημα που ούτε εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς, ούτε είμαστε σε θέση να το αντιμετωπίσουμε μόνοι μας. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι πρέπει να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Πρώτα απ’ όλα οφείλουμε να συζητήσουμε για το μεταναστευτικό μακριά από ιδεοληψίες. Να συζητήσουμε σε επίπεδο ρεαλιστικών πολιτικών προτάσεων. Απαιτείται επίσης προσοχή και υπευθυνότητα. Μετά τους μετανάστες που «λιάζονται και εξαφανίζονται», ακούσαμε μόλις χθες έναν άλλο πρώην υπουργό μεταναστευτικής πολιτικής, τον κ. Μουζάλα, να χαρακτηρίζει την φύλαξη των συνόρων «ανόητη βαρβαρότητα». Εκείνο που οι πολίτες επιθυμούν κύριε Μουζάλα, είναι να μπει ένα τέλος στη βαρβαρότητα της ανοησίας που ζούσαν τόσα χρόνια και να σοβαρευτούμε επιτέλους. Πάνω απ’ όλα όμως, απαιτείται να μπει τάξη στο χάος και την διοικητική ανοργανωσιά. Να μπει τάξη στις 68.000 εκκρεμείς αιτήσεις ασύλου, στη μπίζνα ορισμένων «αλληλέγγυων» και στις ύποπτες διασυνδέσεις τους με τους διακινητές.
Το κράτος πρέπει να επιδεικνύει στο μέγιστο βαθμό την ετοιμότητα και τη διαχειριστική του ικανότητα σε όλες τις διαστάσεις του ζητήματος. Στον έλεγχο των συνόρων, στην αποσυμφόρηση των νησιών, στο φρενάρισμα των ανεξέλεγκτων ΜΚΟ, στην δημιουργία δομών αξιοπρεπούς διαβίωσης, στην επιτάχυνση των διαδικασιών παροχής ασύλου, στην επιτάχυνση των διαδικασιών επιστροφών, στις πολιτικές ενσωμάτωσης, στη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η σοβαρότητα, ο έλεγχος και η θέσπιση κανόνων δεν είναι ασύμβατα με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ακριβώς το αντίθετο. Η οργάνωση και ο σωστός προγραμματισμός είναι εκείνα που διασφαλίζουν ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν θα γίνονται αντικείμενα οικονομικής και πολιτικής εκμετάλλευσης και δεν θα καταλήγουν σε «Μόριες». Είναι το διαχειριστικό μπάχαλο και το ψευδές μήνυμα ότι ο διάδρομος του Αιγαίου προς την Ευρώπη είναι ανοιχτός που οδηγεί εξαθλιωμένους ανθρώπους να ξοδεύουν χιλιάδες ευρώ στους διακινητές, ρισκάροντας τη ζωή τους στη θάλασσα με ελάχιστη έως καθόλου πιθανότητα να φτάσουν στον τελικό προορισμό τους.
Οι αλλαγές στην μεταναστευτική πολιτική που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, έστω και με καθυστέρηση, επιχειρούν να βάλουν τάξη στη διοικητική ανικανότητα και το διαχειριστικό χάος που επικρατούσε. Στοχεύουν επίσης να διασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους εγκλωβισμένους στην Ελλάδα μετανάστες και πρόσφυγες. Ακόμα όμως κι αν κάνουμε όλα όσα πρέπει ως κράτος, τα αποτελέσματα θα είναι ελάχιστα εάν το ζήτημα δεν αντιμετωπιστεί επιτέλους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει το πολιτικό και διπλωματικό σθένος να επιβάλει στην Τουρκία μια συμφωνία που σύναψε μαζί της, τότε όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να επωμιστούν το βάρος της αποτυχίας της. Όπως και στην οικονομική κρίση όπου η αντίδραση της ΕΕ ήρθε εκ των υστέρων και αφού η κρίση είχε φτάσει στην καρδιά της ευρωζώνης, έτσι και τώρα κινείται με αργούς ρυθμούς και ημίμετρα. Είναι απαράδεκτο με τη σημερινή κατάσταση, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, να μην έχει ακόμα αναθεωρηθεί η συνθήκη του Δουβλίνου.
Εμείς σαν κράτος οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι ακόμα και για το χειρότερο σενάριο και να κάνουμε αυτά που πρέπει. Εάν εμείς επιδεικνύουμε διοικητική και οργανωτική υπευθυνότητα και σοβαρότητα ενός κράτους που ξέρει που πατάει και που βρίσκεται, τότε θα μπορούμε όχι να επαιτούμε για βοήθεια από την ΕΕ, αλλά να την απαιτήσουμε.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος – πολιτικός επιστήμονας