Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ
Ο Κωστής ο Καλλέργης, ο Κ.Ι.Γ.Κ. του Ρεθύμνoυ, είναι πασίγνωστος στον τόπο μας για ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, πέρα από την κύρια επαγγελματική του απασχόληση του πετυχημένου δικηγόρου. Είναι η έμφυτη ευχέρειά του στη ρίμα, αποτέλεσμα της οποίας είναι μαντινάδες ταιριαστές αλλά και νοηματικά περιεκτικές, στιχουργήματα ποικίλου περιεχομένου, με έμφαση σε εκείνα που εν είδει χρονογραφήματος σχολιάζουν -σατιρικά συχνά- την επικαιρότητα, και έμμετρες ποιητικές δημιουργίες. Είναι η κλίση του στη μουσική, στην κρητική μουσική και στο τραγούδι, και η οργανοπαικτική του ικανότητα στο μαντολίνο και σε άλλα όργανα, που του δίνουν τη δυνατότητα να εκφράζεται και με τον τρόπο αυτό και να είναι περιζήτητος σε παρέες, εκδηλώσεις και γλέντια. Είναι η ενασχόλησή του σε συλλόγους και φορείς, είναι το ευπροσήγορο ύφος και η κοινωνικότητά του που τον κάνουν πρόσωπο κοινής αποδοχής και εκτίμησης.
Για τους «κοντινούς» του από τα μαθητικά μας χρόνια είναι ο φίλος ο αγαπητότατος, ο άνθρωπος με την ανοιχτή καρδιά, τα πλούσια αισθήματα και τον ευθύ λόγο, αυτός που μας κάνει με πολλές αφορμές να χαιρόμαστε για τις δραστηριότητες και την όλη παρουσία του.
Τελευταία αφορμή είναι η έκδοση του βιβλίου «7 ΚΡΗΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ – 30 χρόνια μετά…» με τον υπότιτλο «ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΟΛΙΝΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΑ ΤΗΣ ΛΟΥΤΡΑΣ» να δηλώνει το κίνητρο που τον ώθησε στην έκδοση αυτή: την απόδοση τιμής και σεβασμού στη μνήμη του πατέρα του, από τον οποίο, από ό,τι φαίνεται, κληρονόμησε πολύ από τον δικό του ψυχικό και πνευματικό πλούτο. Ο μερακλής, αλτρουιστής και κοινωνικά ανοιχτός πατέρας του, όπως λέει ο ίδιος « ήταν μεγάλος παραμυθάς. Όνειρα, φαντάσματα, παραμύθια, ψόματα».
Το παραμύθι ταιριάζει σε ανθρώπους -πομπούς ή δέκτες- ψυχικά εύπλαστους, με αδαπάνητη την παιδική τους αθωότητα, δεκτικούς στην αποδοχή του εξωπραγματικού, έστω και με την επίγνωση της πλαστότητάς του, με μη δεσμευτικά μέσα τους τα όρια της φαντασίας, με το ψευδές να μην είναι απάτη αλλά γλυκασμός ευφραντικός, έτσι που η καταφυγή στους χώρους του παραμυθικού εξωλογικού να είναι αναψυχή εκτονωτική από τις έγνοιες του βίου αλλά και διέξοδος ψυχαγωγική. Γιατί παλαιότερα, όπως λέει ο Κωστής, (σελ.5-6) «Αυτό ήταν το τετράπτυχο της καθημερινής βραδινής απόλαυσης τα παλιά χρόνια στα καφενεία του χωριού, για τους ανθρώπους που ούτε κινηματογράφο είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν, ούτε τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο, ούτε Internet είχαν! Τίποτα… Έπλαθαν, λοιπόν, μόνοι τους κόσμους μαγικούς, ονειρεμένους, φανταστικούς με πολλά ψέματα και μαγικές εικόνες, για να συναρπάζουν το νου και τη φαντασία των θαμώνων του καφενείου, η ατμόσφαιρα του οποίου γινόταν κατανυκτική στην προσπάθεια να αφήσουν τον παραμυθά να γεμίζει τις χαραμάδες του μυαλού και της φαντασίας τους από τις σπουδαίες ιστορίες και τα παραμύθια που έπλαθε ο παραμυθάς της παρέας».
Ο μύθος, το παραμύθι, μπορεί να είναι μια διδακτική αλληγορία που στοχεύει «να περάσει» μηνύματα με εύληπτο τρόπο ή μια ερμηνευτική απόπειρα φαινομένων σε καιρούς που η ανθρώπινη διάνοια δεν είχε αναπτύξει ακόμη τα απαραίτητα «εργαλεία». Ή ακόμη μια επιδοκιμασία της ανθρώπινης ευρηματικότητας και επιμονής, μια παρηγορητική παραχώρηση στη λογική του αδυνάτου, μια απόπειρα υπερβατικής πραγμάτωσης του απραγματοποίητου, μια μαγική απόδραση από τα στενά όρια της πεζής πραγματικότητας και πολλά άλλα ακόμη.
Ή όπως έλεγε πιο σοφά ο Κωνσταντίνος Τσάτσος: «Η μυθολογούσα συνείδηση υπήρξε κυρίαρχη πριν εκτοπισθεί εν μέρει από τη διάνοια, από την επιστήμη, εκπηγάζοντας και από άλογες δυνάμεις. Από το δέος του αγνώστου, του ακατάβλητου, του αναπότρεπτου, από τον πόθο να δει πραγματοποιούμενα στη φαντασία όσα δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν στη φύση, από τον πόθο να δει την περιορισμένη στην πραγματικότητα δύναμη να προεκτείνεται ως την παντοδυναμία. Από τον πόθο να δει να ξεπερνιέται ο θάνατος από αθάνατα όντα. Γενικά θέλει να δει να γίνονται αυτά που επιθυμεί. Τα κατά λόγον ανέφικτα να μεταβάλλονται μέσα σε έναν φανταστικό κόσμο σε εφικτά».
Όπως και να είναι, το παραμύθι το πηγαίο -όχι αυτό της ιδιοτελούς σκοπιμότητας διαφόρων χρήσεων- είναι από τα χρόνια τα πολύ παλιά «ηχείο» πολιτιστικό της πορείας του ανθρώπου όπου γης, με αντανακλάσεις στο περιεχόμενο του ιστορικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, ηθογραφικές. Και οι παραμυθάδες άνθρωποι με ξεχωριστές αφηγηματικές ικανότητες, ευφραδείς, προσηνείς κατά κανόνα, και εντέλει ευάρεστοι στον περίγυρο.
Τέτοιος πρέπει να ήταν και ο Γεώργιος Καλλέργης, κρίνοντας από τα βιογραφικά του που παραθέτει ο Κωστής, αλλά και από το περιεχόμενο και το ύφος των παραμυθιών του. Παραμύθια από την περιοχή της Λούτρας, των οποίων παραλλαγές συναντούνται και αλλού, που έχουν πολλά από τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν. Παραμύθια που αναφέρονται σε βασιλιάδες, βασιλοπούλα και βασιλοπούλες, σε τόπους φανταστικούς, σε όντα με ιδιότητες εξωλογικές, σε πράξεις υπερανθρώπινες, αλλά και σε ήθη και πάθη υπέρμετρα.
Τα εκτενή αφηγηματικά είδη, όπως είναι συνήθως τα παραμύθια, χαρακτηρίζονται από την επαναληπτικότητα θεματικών σταθερών, μοτίβων κοινών που αναπαράγονται για λόγους αφηγηματικής οικονομίας, όπως είναι η χρήση των τυπικών αριθμών, για να δηλωθούν όντα που υπάρχουν ή ενεργούν, πράξεις, επιθυμίες κλπ.
Έτσι και στα παραμύθια του Γεωργίου Καλλέργη βλέπουμε τη συχνή χρήση του αριθμού τρία για τη δήλωση των παραπάνω, συχνά επίσης τη δοκιμασία στην οποία υποβάλλεται ο κεντρικός ήρωας προκειμένου να πετύχει τον επιδιωκόμενο στόχο. Ακόμη την πραγματικότητα παράλληλα ή σε άμεση αντιπαράθεση με τη μαγική εξωλογική της αντιστροφή, και βέβαια, σε όλα το ευτυχισμένο τέλος.
Ειδικότερα και ανά παραμύθι, συναντούμε το σύνηθες μοτίβο του εξαιρετικού πλάσματος (την πεντάμορφη βασιλοπούλα ή τον πολυμήχανο άνθρωπο με τις ιδιαίτερες ιδιότητες), ή αυτό του γυρισμού του ξενιτεμένου, το θέμα της κατάβασης -από πηγάδι- στον μαγικό κόσμο στα έγκατα της γης ή εκείνο της αρπαγής με δόλο της όμορφης γυναίκας. Συχνή είναι επίσης η παρουσία του τύπου με τα αρνητικά χαρακτηριστικά (πονηρός υπηρέτης, άπληστος φιλάργυρος, κακιά συννυφάδα) που όμως τελικά δεν δικαιώνονται. Στο υπόστρωμα των παραμυθιών υπονοούνται ηθικά διδάγματα, όπως αυτό της αλληλεγγύης προς τους αδύνατους, της υπεροχής της εξυπνάδας απέναντι στη σωματική δύναμη ή της τιμωρίας των αδίκων και της αποκατάστασης του δικαίου.
Από την άποψη της τεχνικής, μπορούν να επισημανθούν η σύνθετη δομή με ανατροπές σε κάποιες αφηγήσεις και ο αξιοσημείωτος εγκιβωτισμός (παραμύθι μέσα στο παραμύθι) στην «Αμίλητη βασιλοπούλα». Και βέβαια, ιδιαίτερος λόγος για τη γλώσσα, που είναι ένα λεκτικό θησαύρισμα της τοπικής μας διαλέκτου άξιο αναφοράς και μελέτης.
Η έκδοση αυτή από τον Κωστή είναι μια εκπλήρωση χρέους προς τον γεννήτορα, μια συμβολή στη διάσωση συστατικών της λαϊκής κληρονομιάς από εκείνα που συνήθως δεν προβάλλονται αρκετά, και ακόμη ένα μήνυμα για μια αισιόδοξη οπτική της πραγματικότητας, όπως το διατυπώνει στον Πρόλογο η Μαρία Θανοπούλου: «Στα αυθεντικά κρητικά παραμύθια του Γιώργου Καλλέργη ανακαλύπτουμε το πνεύμα της αισιοδοξίας και της ελπίδας, της προσμονής, της σκληρής δουλειάς, της αγάπης. Η όποια απειλή καταρρέει από τη δύναμη της καλοσύνης και της ομορφιάς. Το βασικό γνώρισμα είναι το ευτυχισμένο τέλος. Αρκεί να υπάρχει υπομονή και κάποια στιγμή θα ανταμειφθεί ο ήρωας του παραμυθιού».
Πλούσια και η ανταμοιβή για τον αναγνώστη με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του βιβλίου.