Ο αετός πετούσε ψηλά στον ουρανό και ένιωθε πολύ δυνατός. Ελεύθερος ταξίδευε μαζί με τα όνειρά του άφοβα, αψηφώντας την κάθε δυσκολία. Ολομόναχος πορευόταν χωρίς ευθύνες και του άρεσε. Απολάμβανε τον ήλιο που τον ζέσταινε, κάθισε επάνω στο βράχο κοιτάζοντας τα δέντρα και ρουφώντας το άρωμα που αναδύει η μοσχοβολιά της γης. Ξέγνοιαστος, χαρούμενος, άρχοντας και βασιλιάς του ουρανού καμάρωνε για τη δύναμή του. Ήθελε όλοι να τον θαυμάζουν και να υποκλίνονται μπροστά του. Αψηφούσε τον άσχημο καιρό και ταξίδευε γνωρίζοντας πολιτείες μαθαίνοντας την κουλτούρα και τον πολιτισμό τους. Τα ταξίδια του μακριά, γεμάτα γνώσεις, γεμάτα περιπέτειες, ταξίδευε υπερήφανος τραβώντας το άρμα του φεγγαριού. Ξημεροβραδιαζόταν και ατένιζε σιωπηλός τον ορίζοντα δείχνοντας τα γαμψά νύχια του φοβίζοντας κάθε ανεπιθύμητο επισκέπτη που θα του χαλούσε την ησυχία του.
Μα πέρασαν τα χρόνια και ο περήφανος αετός πληγώθηκε, απελπίστηκε, λύγισε. Τα κουρασμένα του φτερά έσπασαν, δεν μπορούσε να πετάξει. Ήθελε να λυτρωθεί από τα προβλήματα που ένιωθε να τον σφίγγουν και να τον πνίγουν, μα ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Έδινε τον καθημερινό αγώνα του και έβλεπε τη ζωή του να φεύγει χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Αλλά η αγάπη του και η δύναμή του για ζωή τον έκανε ακόμα πιο δυνατό. Πάλευε κάθε μέρα. Δεν θα το έβαζε κάτω, πάσχιζε να επιζήσει κι όρθιος πια θα πετούσε και πάλι στον ουρανό ατενίζοντας από ψηλά τον κόσμο.
Καθισμένος επάνω στο βράχο ο αετός με τα φτερά του αδύναμα άφησε το κουρασμένο βλέμμα του να ταξιδέψει στην απέραντη πράσινη οπτασία της γης και γέμισε τα πνευμόνια του από την ευωδία της. Το σώμα του δεχόταν αδιαμαρτύρητα τις μακρόσυρτες πυρωμένες ημέρες του καλοκαιριού που έλιωνε ακίνητος, προσευχόταν στις ατελείωτες ώρες του μαρτυρίου του, δεν έχασε ποτέ το κουράγιο του. Και τις φεγγαρόλουστες νύχτες κοίταζε τον ουρανό με λαχτάρα και ονειρευόταν την στιγμή που θα πετούσε και πάλι, δεν έχασε ούτε λεπτό την πίστη του. Φούντωσε ο πόθος της ζωής. Και το πάθος της δράσης, τινάχτηκε στα ύψη η ψυχή του. Άφησε ελεύθερη την σκέψη του να ταξιδέψει κάνοντας όνειρα όμορφα.
Οι μέρες περνούσαν, μπήκε το φθινόπωρο, η καρδιά του αετού γέμισε θλίψη. Το ψυχρό αεράκι τον διαπέρασε, ανατρίχιασε στο χάδι του. Κοίταξε με θλίψη τα μαραμένα φύλλα που έπεφταν από τα δέντρα «Αντίο» του ψιθύρισαν χωρίς πνοή. Τα μάτια του αετού γέμισαν δάκρυα χωρίς να ξέρει γιατί. Αναρωτιέται και ψάχνει βαθιά μέσα στην ψυχή του, όμως δεν μπορεί να του απαντήσει γιατί και αυτή πονάει. Κοίταξε με παράπονο τον ουρανό κάνοντας μελαγχολικές σκέψεις νομίζοντας ότι η ζωή του θα σταματούσε εκείνη τη στιγμή. Ένιωθε να βαραίνει, να βουλιάζει. Κι ένα μεγάλο γιατί; Ξεχειλίζει από μέσα του.
Και τότε έγινε κάτι απίστευτο, ο ουρανός τον ένιωσε, «διώξε τις μελαγχολικές σκέψεις», του φώναξε «πάρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε, μπορείς, προσπάθησε».
Ο αετός ένιωσε χιλιάδες συναισθήματα να ξεχειλίζουν από μέσα του ακούγοντας τα λόγια του ουρανού πήρε θάρρος, άνοιξε τα φτερά του και επιτέλους τα κατάφερε. Πέταξε χαρούμενος ψηλά στον ουρανό, ένιωσε νικητής. Χωρίς να λυγίζει, ακούραστος με πίστη, απελευθερωμένος και ανακουφισμένος, ελεύθερος τώρα πια να συνεχίσει τη ζωή του να ταξιδέψει μέσα από τους οραματισμούς του αφήνοντας πίσω του την άσχημη περιπέτεια που πέρασε.