Τετρακόσια περίπου παιδιά λαμβάνουν υπηρεσίες τον τελευταίο χρόνο από τη Μονάδα Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης, που λειτουργεί στην πόλη του Ρεθύμνου τον τελευταίο χρόνο. Πενήντα από τα παιδιά αυτά, παρακολουθούνται συστηματικά από το εξειδικευμένο προσωπικό της μονάδας.
Στο πλαίσιο υλοποίησης του προγράμματος «Γνωρίζω, Μιλάω, Αλλάζω», οι επιστήμονες παρουσίασαν στην διάρκεια της ημερίδας χθες, τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματά τους από την εφαρμογή των δράσεων πρόληψης και ενημέρωσης στα σχολεία του Νομού, από τη λειτουργία της Μονάδας Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης παιδιών και εφήβων, αλλά και από τη συνολική παρουσία του προγράμματος στο Ρέθυμνο.
Χαρακτηριστικά ο διευθυντής Ψυχικής Υγείας του Ινστιτούτου Υγείας του παιδιού, Γιώργος Νικολαΐδης, ανέφερε: «Σε αυτό το χρονικό διάστημα έχουμε παράσχει υπηρεσίες σε 400 παιδιά και οικογένειες στο Νομό, αρκετές δεκάδες είναι σε συστηματική, θεραπευτική, υποστηρικτική παρέμβαση από αυτά, ταυτοχρόνως έχουμε καλύψει σχεδόν το σύνολο των σχολείων του Νομού Ρεθύμνης, Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια με εκδηλώσεις προαγωγής υγείας, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 5.000 μαθητές, έχουν γίνει 50 ίσως εκδηλώσεις στις οποίες συμμετείχαν αρκετές εκατοντάδες γονείς σε όλο το Νομό, ενώ παράλληλα έχουν γίνει και εκπαιδευτικές εκδηλώσεις για τους εκπαιδευτικούς των σχολείων. Ταυτόχρονα γίνονται συνεργασίες εκπαιδευτικού χαρακτήρα, συμβουλευτικού με άλλες επαγγελματικές ομάδες, σε συνεργασία με το Σύλλογο Γυμναστών. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι συνήθως συναισθηματικού χαρακτήρα, συμπεριφοράς, διαγωγής, κι άλλα θέματα όπως παραβατικότητα στις πιο μεγάλες ηλικίες παιδιών, αλλά και προβλήματα διάσπασης προσοχής. Υπήρχαν και περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, όχι κατ’ ανάγκη συναρτώμενα με την αρχική υπόθεση».
Η λειτουργία της μονάδας είχε εξασφαλίσει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ συνολικού ύψους 500.000 ευρώ, ωστόσο ζητούμενο είναι η συνέχιση της λειτουργίας της. Ήδη για το σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκε πριν λίγες μέρες σχετική συνάντηση στο αρμόδιο υπουργείο Υγείας, όπου υπήρξε η δέσμευση για επιπλέον χρηματοδότηση, ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί η μονάδα για ένα ακόμα χρόνο.
Χαρακτηριστικά, ο κ. Νικολαΐδης υποστήριξε: «Είναι ένα αίτημα που έχουμε διατυπώσει προς το υπουργείο για να μπορέσει να χρηματοδοτηθεί το πρόγραμμα, προκειμένου να συνεχίσει τη λειτουργία της μονάδας και το 2015, στο οποίο αίτημα είχαμε την υποστήριξη και των 2 τοπικών βουλευτών, της Περιφέρειας, του Δήμου, όλων των τοπικών φορέων. Είχαμε συναντηθεί με την τότε υφυπουργό κυρία Μακρή, δυστυχώς προέκυψε ανασχηματισμός και η διαδικασία αυτή πρέπει να επανεκκινηθεί. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι και λίγο στα χέρια και της τοπικής κοινωνίας ότι η ψυχοκοινωνική υγεία των παιδιών είναι προτεραιότητα, ώστε να διατυπωθούν και ανάλογα αιτήματα από τους τοπικούς φορείς για να συνεχιστεί αυτό το πρόγραμμα. Μου έχει κάνει εντύπωση η ανταπόκριση που είχε αυτή η προσπάθεια, και είναι πραγματικά συγκινητικό και με την ευκαιρία θέλω να ευχαριστήσω όλους τους φορείς για το πώς αγκάλιασαν όλη αυτή την προσπάθεια».
Τα στοιχεία του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού:
∙ Από τον Οκτώβριο του 2013 μέχρι σήμερα 394 παιδιά έλαβαν υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής μέριμνας σε λιγότερο από 9 μήνες λειτουργίας της κλινικής Μονάδας, με αρκετές δεκάδες από αυτά να λαμβάνουν θεραπευτικές υπηρεσίες σε σταθερή βάση.
∙ Στα αιτήματα σε μεγαλύτερο ποσοστό αφορούσαν αγόρια και δη σε προεφηβική ηλικία.
∙ Το αντικείμενο των αιτημάτων κατά πλειοψηφία αφορούσαν αγχώδεις και συναισθηματικές διαταραχές των παιδιών και των εφήβων, προβλήματα συμπεριφοράς του, γενικότερες καταστάσεις οικογενειακής δυσλειτουργίας και προβλήματα διάσπασης προσοχής.
∙ Η κλινική διερεύνηση των αιτημάτων αυτών ανέδειξε πως τα παιδιά αυτά εμφάνιζαν εκτός του αρχικού προβλήματος και άλλα συνοδά θέματα, τα οποία κατά πλειοψηφία αφορούσαν γενικότερες καταστάσεις οικογενειακής δυσλειτουργίας, συναισθηματικές ή αγχώδεις διαταραχές των παιδιών καθώς και μαθησιακές δυσκολίες.
∙ Περισσότεροι από 5000 μαθητές συμμετείχαν στο πρόγραμμα πρόληψης και προαγωγής υγείας στα σχολεία σε περισσότερα που σχεδόν έχει καλύψει το σύνολο των σχολείων του Νομού, ενώ στα πλαίσια αυτά έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές δεκάδες ομιλίες σε γονείς και εκπαιδευτικούς.
∙ Η συνεργασία με τους τοπικούς φορείς έχει επεκταθεί στο σύνολο σχεδόν των εμπλεκόμενων υπηρεσιών υγείας, ψυχικής υγείας, πρόνοιας, εκπαίδευσης και όχι μόνο…
∙ Ακόμα και η κάποια ορισμένη «εξωτερικότητα» του Προγράμματος προς την τοπική κοινωνία μάλλον έδρασε διευκολυντικά και θετικά…
Το γενικότερο μάλλον συμπέρασμα είναι πως η τοπική κοινωνία παρά τον αναμφισβήτητο τραυματισμό και τις όποιες αντιστάσεις, ήταν μάλλον πολύ πιο έτοιμη να δεχθεί μια τέτοια παρέμβαση από ότι νομίζαμε και οι ίδιοι.
“Τα παιδιά με προβλήματα ψυχικής υγείας δεν αντιμετωπίζονται με την απαιτουμένη φροντίδα»
Για τις ανάγκες ψυχοκοινωνικής παρέμβασης σε παιδιά και εφήβους μίλησε, η κυρία Θεοδώρα Γκουντούλα, επιμελήτρια Β της Παιδιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου Ρεθύμνου. Η κυρία Γκουντούλα επεσήμανε την απουσία επαγγελματιών ψυχικής υγείας στο Νομό και τη δυσκολία διάγνωσης των περιστατικών ψυχικής διαταραχής στην παιδιατρική κλινική, καθώς και αυτά της σωματικής κακοποίησης, καθώς, όπως είπε, τα περιστατικά αυτά είθισται να μεταφέρονται στο ΤΕΠ του Χειρουργικού.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που η ίδια ανέφερε στο πλαίσιο της χθεσινής εκδήλωσης: «Από το 2008 μέχρι και σήμερα τα περιστατικά οξείας μέθης ήταν 33, τα περιστατικά δηλητηρίασης από λήψη φαρμάκων και άλλων ουσιών 25, τα περιστατικά με διάγνωση κρίσης πανικού 5. Επί του συνόλου των εισαγωγών μας, αυτά είναι από 1,5 έως τις 2.5%.
Η αύξηση αποδίδεται στα περιστατικά μέθης κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι από το 2011 και μετά δεχόμαστε παιδιά έως και 16 ετών και όχι μέχρι 14 που δεχόμασταν μέχρι πρότινος. Στο τακτικό ιατρείο τα πιο συχνά περιστατικά με ψυχοκοινωνικό υπόβαθρο, αφορούν στα βρέφη με διαταραχές σίτισης και ύπνου, στα νήπια με ανεπαρκή πρόσληψη βάρους και δυσκολίες στο χειρισμό τους από τους γονείς, στα παιδιά σχολικής ηλικίας, έχουμε μαθησιακές δυσκολίες και διάσπαση προσοχής, όπως αυτά αναφέρονται από τους ίδιους τους γονείς, ενώ στους εφήβους το πρόβλημα φαίνεται πως είναι η πολύωρη ενασχόλησή τους με το διαδίκτυο. Εντύπωση προκαλεί σχεδόν η πλήρης απουσία περιστατικών κακοποίησης, διαγνωσμένων περιστατικών ψυχικών διαταραχών εκτός από τα παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού και δεν υπάρχουν περιστατικά χρήσης παράνομων ουσιών».
Η κυρία Γκουντούλα παρουσίασε στοιχεία από παλαιότερες πανελλαδικές έρευνες για τη σωματική κακοποίηση και τις ψυχικές διαταραχές των εφήβων, όπου τα ποσοστά είναι υψηλά και εξήγησε γιατί αυτά τα ποσοστά δεν φαίνονται στην παιδιατρική του Νοσοκομείου: «Η δική μας εκτίμηση είναι ότι όσον αφορά την κακοποίηση, είναι μια διάγνωση που πρέπει να την υποψιαστεί ο γιατρός. Κανένας γονιός δεν έρχεται να πει ότι κακοποίει. Σε επαρχιακά νοσοκομεία όπως του Ρεθύμνου η υποδοχή τραυματισμών και καταγμάτων γίνεται στο χειρουργικό ΤΕΠ και εμείς οι παιδίατροι δεν τα βλέπουμε. Οι ορθοπεδικοί και οι χειρουργοί δεν έχουν υψηλή υποψία για τέτοια θέματα.
Από συζήτηση με τους συναδέλφους, μου ανέφεραν ότι έχουν στο νου τους το θέμα αυτό και σε κάποιες περιπτώσεις έχουν οι ίδιοι ενημερώσει την ΕΛ.ΑΣ. αλλά δεν έχουμε στοιχεία. Σε ό,τι αφορά τα παιδιά που βλέπουμε εμείς είναι ολιγόλεπτη η επίσκεψη στο ΤΕΠ και συνήθως για κάποιο οξύ πρόβλημα.
Δυστυχώς δεν υπάρχει η δυνατότητα ανίχνευσης ψυχοκοινωνικών παραγόντων που δυνητικά επηρεάζουν την υγεία των παιδιών και αυτό είναι ίσως πιο εύκολο να το κάνει κάποιος παιδίατρος που παρακολουθεί το παιδί συστηματικά. Όσον αφορά τις ψυχικές ασθένειες, υπάρχει τάση υποβάθμισης των συναισθηματικών και ψυχολογικών προβλημάτων συμπεριφοράς, σε σχέση με τα σωματικά τους συμπτώματα, με αποτέλεσμα να χρονίζουν και να υποβόσκουν προβλήματα συμπεριφοράς που να μη δίνει σημασία ούτε ο γιατρός, ούτε ο γονιός. Όταν ο γιατρός ασχοληθεί και ζητήσει από τον έφηβο να απευθυνθεί σε ειδικό γιατρό υπάρχει σχεδόν πάντα άρνηση. Υπάρχει ακόμα ο φόβος του στίγματος της ψυχικής νόσου και πολλές φορές δεν ακολουθούν τις οδηγίες που τους δίδονται. Μια άλλη αιτία είναι ότι στην εφηβική ηλικία υπάρχει απουσία τακτικής παρακολούθησης από γιατρό. Υπάρχει επίσης ανεπαρκής κατάρτιση των παιδιάτρων. Δεν έχουμε κατάρτιση για τα ψυχικά νοσήματα. Όταν κάναμε την ειδικότητα δεν εκπαιδευτήκαμε, με αποτέλεσμα και οι ίδιοι να περιθωριοποιούμε τα περιστατικά αυτά. Παράλληλα, η έλλειψη επαγγελματιών υγείας στο Νομό, αλλά και η διάσπαση παροχής υπηρεσιών- καθώς δεν υπάρχει ενιαίος φορέας αντιμετώπισής τους -συμβάλλει στο να μην αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά.
Το συμπέρασμα είναι ότι τα παιδιά με προβλήματα ψυχικής υγείας δεν λαμβάνουν την κατάλληλη φροντίδα. Οι προοπτικές είναι να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τα προβλήματα ψυχικής υγείας, να μιλάμε περισσότερο μεταξύ μας εμείς οι γιατροί, και οι γονείς με τα παιδιά, με στόχο να αλλάξουμε το ιατρικό και κοινωνικό περιβάλλον για τα παιδιά, με προβλήματα ψυχικής υγείας».
Η κυρία Ιωάννα Πινακουλάκη, παιδοψυχίατρος στο Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Ηρακλείου, αναφέρθηκε στην εμπειρία της από το κέντρο αυτό, όπου αντιμετωπίζει περιστατικά από ολόκληρη την Κρήτη. Όπως είπε οι ανάγκες δεν αυξήθηκαν λόγω της κρίσης, αλλά λόγω του ότι οι γονείς έχουν πλέον γνώση και εμπειρία και όταν πραγματικά θέλουν να βοηθήσουν τα παιδιά τους απευθύνονται στον παιδοψυχίατρο.
Για τη νοσηλεία παιδιών και εφήβων στην Ψυχιατρική Μονάδα Ενηλίκων του Νοσοκομείου, αφού δεν υπάρχει δομή για εφήβους στο Ρέθυμνο, μίλησαν ο διευθυντής της μονάδας Αντώνης Χριστονάκης και ο ψυχολόγος Μιχάλης Τσαγαράκης. Οι ίδιοι αναφέρθηκαν στη φιλοσοφία της ψυχιατρικής κλινικής, αλλά και στα δέκα περιστατικά νοσηλείας ανηλίκων σε αυτή. Όπως είπαν από τα δέκα περιστατικά τα επτά έφτασαν στην ψυχιατρική κλινική μετά από εισαγγελική εντολή, ενώ τα τρία ήταν κατά κάποιο τρόπο οικειοθελής εισαγωγή μετά και τις πιέσεις των γονιών τους. Ωστόσο και οι δυο γιατροί επεσήμαναν πως θα πρέπει η αντιμετώπιση των περιστατικών ανηλίκων να γίνεται σε κατάλληλα τμήματα από έμπειρους και εξειδικευμένους παιδοψυχίατρους.