Ο Μαρίνος Γαλανάκης είναι από τους λόγιους του Ρεθύμνου που θα έπρεπε να τους αναφέρουμε συχνότερα και να δίνονται αφορμές για να τον γνωρίσουν κυρίως οι νέοι μας. Έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη του έντεχνου λόγου με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Αρκάδιος Πηγαίος.
Προσωπικά τον γνώρισα και τον ξεχώρισα από το βιβλίο του «Ο Κωνσταντής στ’ Αρκάδι». Εκεί ξεδιπλώνεται το δράμα της Αρκαδικής Εθελοθυσίας σε ύφος που γυρίζει το χρόνο στον αναγνώστη και τον φέρνει τόσο κοντά στα γεγονότα που νομίζει ότι αισθάνεται τους παλμούς εκείνων των αγωνιστών πριν πάρουν τη μεγάλη απόφαση.
Ο ίδιος ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και αρκετές φορές κατάφερα να του μεταφέρω από κοντά αισθήματα θαυμασμού γιατί και το πιο ανούσιο αστυνομικό ρεπορτάζ το έκανε λογοτέχνημα. Αφήνω τη μαεστρία του να θίγει ζητήματα «ταμπού» μιας άλλης εποχής, χωρίς να αισθάνεται θιγμένος ούτε και ο άμεσα εμπλεκόμενος στο θέμα.
Πέρα όμως από τα βιβλία του και τις έρευνές του που μου κόβουν την ανάσα ιδιαίτερα στο τελευταίο δίτομο βιβλίο του (έκδοση «Γραφοτεχνικής») που δεν θα πρέπει να λείπει από καμιά βιβλιοθήκη, είναι και τα σκωπτικά του κείμενα σε περίοδο αποκριάς που πλαισίωναν καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Ένα παράδειγμα δίνουμε σήμερα από μια διοργάνωση του 1982.
Προσέξτε με πόσο άψογη σε μέτρο και σάτιρα ρίμα ο κ. Γαλανάκης, προλογίζει την παρέλαση των αρμάτων:
Βασιλική Διαταγή και τα σκυλιά δεμένα!
Τ’ άρματα να πορίσουνε στους δρόμους με τα μένα!
Εγώ θα πιαίνω από μπροστά. Όπως πηγαίνουν ούλοι!
Κι όξω από πίσω θ’ ακλουθούν οι μπιστικοί κι οι δούλοι
Δεύτερη θα ‘ναι στη σειρά η Μεγαλειοτάτη!
Σαν το γαλατομπούρεκο, ζεστή, γλυκιά κι αφράτη!
Χανούμ με τα χανούμια της θα κάνουνε ντοάδες
να φτάνει φέτος το νερό σ’ όλους τους μαχαλάδες!
Το παποράκι θ’ ακλουθά, της Ρένατουρ καμάρι!
που το ζυγώνει η φάλαινα την Ψη του για να πάρει!
Κιθάρα θα έρχεται μετά να παίζει κι ελεγείο!
Εφέτος έπαινο κι αυτή θα πάρει από τ’ Ωδείο!
Κι όσοι προσφέρουν υλικό που τα κοπέλια κάνει
θα βράζουν ‘ναν αντίζηλο μέσα σ’ ένα καζάνι!
Ξωπίσω, σωληνάδικο, γιατροί και νοσοκόμοι,
μ’ υπομονή θα ξεγεννούν όσες κρατούν οι πόνοι!
Κι ο φουκαράς που λέγεται κι είναι μικρομεσαίος,
στους πλοκαμούς ‘νος χταπουδιού μοιάζει… τυμπανιαίος
Τρίχες και σαπουνόφουσκες ένα κουτί γεμάτο
θα σατυρίζει την Τι-Βι την μάνα τω θαυμάτω!
Άρματα κι άλλα θ’ ακλουθούν. Καλάθι με παιδάκια,
που βγήκανε παλιότερα μεσ’ από σωληνάκια!
Μπεκρήδες του καλού καιρού, καζάνι φασολάδα,
δόξες παλιές που νοσταλγεί και σήμερα η Ελλάδα.
Ω τιμημένε βασιλιά! Γενναίε στο κουτάλι!
Χίλια καλώς εκόπιασες με συντροφιά μεγάλη!
Εκείνο το Καρναβάλι που περιγράφει ο μεγάλος μας αλλά αδικημένος δημιουργός, μπορείτε να δείτε στην ταινία μου «Κομφετί μνήμης από Ρεθεμνιώτικες απόκριες».
Εκτός από το πρόγραμμα ο Μαρίνος Γαλανάκης είχε αναλάβει την προσφώνηση και αντιφώνηση του Βασιλιά Καρνάβαλου Και ιδού το σπαρταριστό αποτέλεσμα:
Προσφώνηση
Ω Βασιλιά Καρνάβαλε! Μεγάλο τ’ όνομά σου!
Σαν το καπέλο που φορείς και κρύβεις τα ποφτά σου!
Ελπίζουμε δώρα πολλά στην πόλη μας να φέρεις!
Τη δυστυχία βέβαια που έχει, θα την ξέρεις!
Σωριάστηκαν προβλήματα, που απαιτούνε λύση.
Και τη Μεγαλοσύνη σου τιμώ, πως θα τα λύσει!
Λιμάνι θέμε Βασιλιά να μπαίνουν παποράκια!
Να φέρνουνε τουρίστριες αφράτες στα καμάκια!
Θέμε κι αεροδρόμιο για να προσγειωθούμε,
όσοι πετούμε στα ψηλά και προκοπή να δούμε!
Θέμε την πόλη την παλιά να ξανακαινουργιώσεις!
Στο μιναρέ της Νερατζές να κάτσεις ν’ αλαφρώσεις!
Θέμε νερό να πίνομε να δούμε την υγειά μας
κι από την Προκυμαία μας να βγάλεις τ’ άπλυτά μας.
Και στης Ευρώπης θέλομε τις αγορές να μπαίνει,
τ’ αγγούρι, με το λάδι μας, για να τους παγουραίνει!
Για την παρακαμπτήριο, ανέ και ξεκινήσει,
και το δοξάρι το κοντό σου κάνομε μπαξίσι!
Ω δοξασμένε Βασιλιά! Μεγάλη ειν’ η τιμή σου!
Ως ειν’ το μπόι σου μακρέ, ετσά είναι κι η ψψψυχή σου;
Χαρώ τη τη Βασίλισσα! Πως φαίνεται τσαχπίνα!
Δούλευε μη της σιάξουνε κοπέλι του σωλήνα!
Και πάλι καλώς ώρισες στην πόλη μας την τόση!
Που την τιμά η παλλικαριά, η δούλεψη κι η γνώση!
Κι αν κάμεις όσα σου είπαμε, εγώ είμαι που σου τάσσω,
στω Βασιλιάδω κλαδική, ως γένει να σε μπάσω!
Ωστόσο στο βουργίδι σου θα βάλω δυο κουτάλες,
από τα ζα που κλέψαμεν οψάργας στσ’ Αραβάνες!
Κι αν πεις και της Βασίλισσας πράμα καλό για μένα,
ένα σκονάκι σε στριφτό έχω το για τα σένα!
Αντιφώνηση
Χίλια καλώς σας εύρηκα συντρόφισσες, συντρόφοι,
καλαμαράδες, μάστοροι, αγρότες, κτηνοτρόφοι!
Πως το περάσετε μωρέ το γύρισμα του χρόνου;
Άλλοι κοιμάστε ανάσκελα κι άλλοι του τρουλοκώλου!
Αλλάξατε τα χούγια σας και τους εθνοπατέρες!
Κι εγώ που σας εθάρρουνε όλους κρασοπατέρες,
έπεσα όξω μα το ναις! Οι κόποι σας χαλάλι!
Μα θα μαδήσει ο έφορος το έρμο σας κεφάλι!
Θα πείτε πως εμάθετε κι ας τους κι ας κουρκουνούνε,
μα όσοι γελούσανε παλιά, πάλι θε να γελούνε!
Κι αν ερωτάτε για τα με συντρόφισσες, συντρόφοι,
γύρεψα Χώρες και χωριά κι ως κι αν δεν είχα νιότη,
τα μάτια μου είδανε πολλά κι ακούσανε τ’ αφτιά μου
και μ’ επιδέσμους έφερα οπίσω τα σκιανιά μου!
Είδα Λαούς να καίγουνται, κοπέλια να πεινούνε!
Άκουσα κόρες ορφανές γι’ αγνότη να θρηνούνε!
Κι Αρκούδες είδα να μασούν της θάλασσας ψαράκια!
Είδα τα νύχια τ’ αετού μπιγμένα σε κορμάκια!
Κι ένα Λιοντάρι γέρικο είδα το ν’ ανασαίνει!
Σε κάθε του ανασεμιά και μια ψυχή να παίρνει!
Πάσκισα κι αγωνίστηκα, στους τόπους όπου πήγα,
να δώσω ελπίδα του φτωχού, του πρόσφυγα Πατρίδα!
Εγώ είμαι που ενέργησα σύσκεψη για να γίνει
ν’ αποφασίσει αφοπλισμό, ειρήνη και γαλήνη!
Εγώ είμαι που ενέργησα η Αμερική να δώσει
μιλιούνια τα δολλάρια τους Τούρκους να μπουκώσει!
Να κάτσουνε στα μάτια τους, να τρέξουν απ’ τα σκέλια
να μη θωρούν τα ξαναβγούν από τα Δαρδανέλια!
Εγώ είμαι που απόλυσα τον Κίσσιγκερ! Και πήρα
το Χαίηγκ! Που μας αγαπά! Το Ρήγκαν, το σωτήρα!
Θα πρέπει να έχετε ακουστά πως είμαστε ζεμένοι,
και σαν τα βούγια σέρνομε τ’ αλέτρι πληγωμένοι!
Σα να μη φτάνει κι ο ζυγός, μονό ‘ν’ και το βουκέντρι!
και πως στη Δύση ανήκομε, πιανόμαστε σε γλέντι!
Πριν πιείτε το ποτήρι σας, συντρόφοι, το γεμάτο,
από τη Δύση φύγετε, μα μείνετε στο ΝΑΤΟ!
Εγώ είμαι που ενέργησε να έρθουν επά κουράδι
οι άνεργοι από την ΕΟΚ! Να δώσετε το λάδι!
Τα πορτοκάλια! Το κρασί! Καπνό και τη σταφίδα!
Και «μαύρη» σαν απόμεινε, μ’ από καλή παρτίδα!
Τα προϊόντα φεύγουνε! Πρόβλημα πια, κανένα!
Μόνο χειροκροτήσετε λιγάκι και για μένα!
Σ’ όλα σας τα ζητήματα θα δώσω κάποια λύση!
Να καθαρίσει ο τόπος σας και να μοσχομυρίσει!
Έκατσα και ντουσούντησα πολύ για το λιμάνι!
Άλλοι το θέτε με σκαριά κι άλλοι για το σεργιάνι!
Θέλετε τα πλεούμενα μη γίνουνε κομμάτια!
Θέλετε και να κάνετε λουτρά στα δυο σας μάτια!
Θέλετε ν’ ασφαλίσετε το μώλο λιγουλάκι.
Τι προτιμάτε; Από μερί, ή από στηθουράκι;
Έ, πως σασε ταιριάζει μπρε να κάθεστε για ούζα!
Μα εγώ έβγαλα συμπέρασμα πως κάνει για χαβούζα!
Και για χρηματοδότηση, εγώ έστεσα το μπέτη,
για να μπορείτε γρήγορα να σιάζετε σερμπέτι!
Και τούτο δα ειν’ το μυστικό και λείπει το κουράγιο,
της ΡΕΝΑΤΟΥΡ πετούμενο να δέσει στο μουράγιο.
Θωρούσιν το κι οι μέτοχοι και δεν παρηγορούνται
τη τσόχα και τα ραφτικά κάθουνται, συλλογούνται!
Μα και το βενετσιάνικο με ακόμα λίγο κόπο,
πιστεύω να το κάμετε καλύτερο απ’ το Σόχο!
Και το παλιό το Ρέθεμνος; Αχ Ρέθεμνος παντέρμο!
Εγώ ενέργησα γι’ αυτό, μην απομείνει έρμο!
Ανθρώπους έχει γνωστικούς, που πολεμούν. Θηρία!
Μα δε σκαμπάζουν τίβοτσι, από την Ιστορία!
Στενά είναι τα σοκάκια του γεμάτα λάκκους, λάσπες,
αυλές παλιών αρχοντικών, καφάσια δίχως γλάστρες.
Πεζοί και καβαλάρηδες, τέντες και τραπεζάκια,
τελάρα, κλούβες, χώματα, μπάζα και καροτσάκια,
ρουχάλες και χαρτόκουτες, τω σκουπιδιώ σακκούλες,
δίδουν μιαν όψη μαγική, που δεν την έχουν ούλες
οι πολιτείες που έχουνε ΔΕΗ κι ΟΤΕ και Δήμο,
για κείνο το παράσημο των πέντε τωνε δίνω!
Στέκει μουντό το κάστρο του, της Βενετιάς ρεγάλο!
Άραγε να συνάντησε στη ζήση του κουρσάρο,
που να του δείξει τόση δα μεγάλη αδυναμία,
να στέσει απάνω του εκκλησιά και δίπλα του πορνεία!
Έχει πανεπιστήμιο, που δίδει και πτυχία!
Μα έχει κι αυτό τα χάλια του κι ας έχει και σοφία!
Δεν επιτρέπω ότι έφτειασα κείνοι να το χαλάσουν!
Πρώτας από το πτώμα μου απάνω θα περάσουν!
Νερό – λέει – δεν έχετε! Μα εγώ θα ενεργήσω!
Τρία ποτήρια τη φορά – λέω – θα τα γεμίσω!
Και στην Αθήνα θ’ ανεβώ να σας τηλεγραφήσω
πως με δική μου ενέργεια κι εκεί θα κατουρήσω!
Κι αν είναι λίγα τα λεφτά και σασε σπουν τα μούτρα,
λέω πως ψείρες θα βρεθούν στω κοπελιώ την κούτρα!
Όμως θαρρώ εξάπαντος πως θα έρθει το νερό σας,
ώρες επά που στέκετε διάλε τον αποφτό σας!
Μ’ αν είχετε φιλότιμο θελα έχετε φερμένο
ένα μπουγαδοτσίκαλο βραστό απ’ το κλεμένο!
Μονό θαρρείτε πως ετσά γίνουνται τα ρουσφέτια,
χωρίς σταυρό και μερτικό και δίχως μερεμέτια!
Ώρες επά που στέκομαι δεν είδα ένα κρασάκι!
Πως θες μωρέ να γιατρευτείς με δίχως φακελάκι;
Θέλεις παρακαμπτήριο, και θέλεις κι Υπονόμους,
Θαρρείς εγώ θα χολοσκώ κι άλλοι θα σιάζουν στόλους!
Και για τ’ αεροδρόμιο, εγώ δεν βγάνω λέξη,
γιατί χαμήλωσε ο καιρός και όπου – γεια θα βρέξει.
Του χρόνου πάλι εδεπά σας έχω καλεσμένους
Ανε μας έχει αφητούς ο Χάρος ξεχασμένους.
Να ιδούμε ίντα θα κάνομε το Ρέθεμνος να πάρει
θέση στην πρώτη εθνική με την ομάδα τ’ ΑΡΗ.
Ο εκλεκτός λογοτέχνης και συγγραφέας δίνει με τη σάτιρά του και την εικόνα της πόλης αρχές της δεκαετίας του 1980. Και δυστυχώς εκείνη η επικαιρότητα που θίγει πόσο ελάχιστα απέχει από τη σημερινή. Αυτό που λέγεται «Η ιστορία επαναλαμβάνεται».
Εκεί όμως που ο λόγος φέρνει δάκρυ αμέσως μια φράση προκαλεί αβίαστο γέλιο. Κι αν περιέχονται και κάποιες λιγότερο κομψές και ευπρεπείς εκφράσεις, ας μας συγχωρήσουν όσοι ενοχληθούν μα «απόκριες έχουμε».
Πραγματικά σατιρικά κείμενα τα παραπάνω άξια μελέτης και σοβαρής αξιολόγησης.
Σεμνός όμως και πάντα διακριτικός ο Μαρίνος Γαλανάκης, ο Αρκάδιος Πηγαίος με τη δυναμική γραφή, ο αρθρογράφος που υπακούει μόνο στη συνείδησή του, ποτέ δεν έδωσε στα κείμενά του την προβολή που αξίζουν.
Κι αν έλειπε η νοικοκυροσύνη και το πάθος της αρχειοθέτησης του αξέχαστου Μάνου Αστρινού από τον οποίο και πήρα όλο το φάκελο επειδή μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση είμαι στην πλεονεκτική θέση να σας το παραθέτω σήμερα. Για να απολαύσετε μια άλλη πλευρά του Μαρίνου Γαλανάκη, του περίφημου Αρκάδιου Πηγαίου, αρκετά άγνωστη για πολλούς από μας.