Από τους ήρωες στον πόλεμο της Κορέας κι ένας Αμαριώτης που αναδεικνύει η ακούραστη ερευνητική ματιά του εξαίρετου λογοτέχνη και συγγραφέα κ. Σταύρου Φωτάκη. Πρόκειται για τον Ζαχαρία Μιχ. Δανδουλάκη.
Γεννήθηκε στον Αϊ Γιάννη το έτος 1929. Γιος του Μιχάλη Δανδουλάκη (Νταντούλη) από τη Νίθαυρη και της Ευαγγελίας Μιχ. Παπαδογιάννη, δισέγγονης του εκ των Τεσσάρων Μαρτύρων Νεομάρτυρα Αγγελή. Ανιψιός από μητέρα του πρώην Υπουργού, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Μανώλη Μιχ. Παπαδογιάννη, του οποίου για πολλά χρόνια υπήρξε στενός και πολύτιμος συνεργάτης. Ασχολήθηκε με αγροτοκτηνοτροφικές δουλειές στο χωριό, αλλά εργάστηκε και στον ιδιωτικό τομέα με επιτυχία και αξιόλογη δραστηριότητα. Υπήρξε για πολλά χρόνια οδηγός της Τραπέζης της Ελλάδος, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Κατά την περίοδο της Γερμανοκατοχής, σε νεαρή ηλικία, προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον απελευθερωτικό αγώνα, γι’ αυτό και δίκαια αναγνωρίστηκε ως αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Στις 14 Ιουλίου 1943 οι Γερμανοί καταχτητές συνέλαβαν την μητέρα του Ευαγγελία, την θεία του Καλλιόπη και τον άνδρα της Στέφανο Παραδεισανό, τους οδήγησαν στις φυλακές Ρεθύμνου και Χανίων, τους καταδίκασαν δις εις θάνατο, από όπου το Νοέμβριο του ιδίου έτους τους φόρτωσαν στο Α/Π «Petrella» για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως της Γερμανίας, πλην όμως το πλοίο βλήθηκε από Αγγλικό υποβρύχιο και επνίγησαν μεσοπέλαγα.
Πέραν τούτου ο Ζαχαρίας Δανδουλάκης, υπήρξε από τους πρώτους που εδήλωσαν συμμετοχή, ως εθελοντής, στον πόλεμο της Κορέας το έτος 1950. Παρά το γεγονός ότι απετράπη η συμμετοχή του στην πρώτη αποστολή με παρέμβαση του θείου υπουργού Μανώλη Παπαδογιάννη, εκείνος επέμεινε και τελικά πήγε στην Κορέα, το έτος 1951 όπου πολέμησε για 18 μήνες, αποδεικνύοντας με την επιμονή του την αποφασιστικότητά του και τη γενναιότητά του.
Αλλά και κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974), απέκρυψε για μεγάλο χρονικό διάστημα, τον φυγόδικο διωκόμενο από τη Χούντα Βουλευτή της Ε.Δ.Α. Αντώνη Γ. Μπριλλάκη, δείχνοντας έτσι την ευαισθησία του για τον συνάνθρωπο αγωνιστή.
Ο Ζαχαρίας Δανδουλάκης είναι μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή προσωπικότητα της κοινωνίας τ’ Αϊ Γιάννη και του Ρεθέμνους γενικότερα.
Κι η άλλη πλευρά του φεγγαριού
Οι βετεράνοι που έλαβαν μέρος στον πόλεμο αυτό από την Κρήτη, έτυχε παρά τη δοκιμασία τους αυτή να γνωρίσουν και ανθρώπους που η μνήμη τους χαράχτηκε ανεξίτηλα κι έγιναν σημείο αναφοράς όποτε τύχαινε να αναφερθούν στην περιπέτειά τους αυτή.
Γράφει σχετικά ο Μάρκος Γιουμπάκης για έναν ωραίο τύπο τον Κώστα πού ήταν η μασκότ του Τάγματος.
Ο καιρός περνά σύντομα και το Κωστάκι κάθε μέρα γίνεται πιο αγαπητό. Θέλει να μάθει στην εντέλεια τα Ελληνικά και κάθε τι που αφορά την Ελλάδα.
Έχει μάθει αρκετά τραγούδια του τόπου μας που με αρκετή χάρη τα τραγουδά στις βραδινές μας παρέες γύρω από μια μεγάλη φωτιά.
Ένα πρωί έρχεται και με βρίσκει κρατά ένα τετράδιο και ένα στυλό. Τι θες Κώστα; Τον ρωτάω. «Ρε Μάρκο θέλω να μάθω πώς γράφω Ελληνικά, εγώ τώρα που θα πάω στην Ελλάδα θα πάω σχολείο εσύ εμένα τώρα μάθεις γράφω, όνομά μου».
Πράγματι ο Κώστας είχε μεγάλη επιμέλεια, έμαθε και έγραφε το όνομά του και όλα τα γράμματα της γλώσσας μας.
Κάποτε σε μια παρέλαση του Τάγματος μας βρισκόταν στο πρώτο τσιπ της Ε.Σ.Α κάποια νάρκη όμως ανατινάζει το όχημα στον αέρα τραυματίζοντας πού σοβαρά τους επιβαίνοντας Ανθ/γο Πρόκο, δεκανέα Χατσάρα, τον ολμιστή Σαλίβερο τον προστάτη ή μάλλον τον πατέρα του Κώστα. Το Κωστάκι όμως δεν έπαθε τίποτε μόνο που ανετινάχθη πολύ μακριά πάνω στα χιόνια. Μόλις συνήλθε έτρεξε στους τραυματίες μας προσπαθώντας να τους παράσχει την πρώτη βοήθεια. Όταν δε αντελήφθη τον Σαλίβερο αναίσθητο μέσα στα αίματα άρχισε να φωνάζει. «Όχι μπαμπά πεθάνει άμα εσύ πεθάνει εγώ σκοτωθώ».
Όταν δε αντελήφθη ότι ζει όταν του χαμογέλασε άρχισε τα τραγούδια, τον αγκάλιασε και τον φιλούσε.
Ο Σαλίβερος όμως πάει στο Νοσοκομείο και το Κωστάκη μένει μόνο με την παρέα την δική μας. Έμενε μαζί με την Ε.Σ.Α έβαλε τα διακριτικά τους και αλλοίμονο στον Κορεάτη που θα περνούσε μέσα από τον καταυλισμό μας.
Σε κάθε μετακίνηση που το τάγμα μας χρειαζόταν αγγαρεία για την μεταφορά των πραγμάτων μας την εξασφάλιζε ο Κώστας. Οι Κορεάτες των έτρεμαν γιατί ήξερα ότι πίσω από τον Κώστα υπάρχει ο Ελλην στρατιώτης. Πάντως ζητούσε νέους Κορεάτες τους γέρους τους έδιωχνε και τους έδιδε τσιγάρα οι νέοι όμως υπέφεραν πολλά όταν δεν έκαναν καλά την δουλειά τους κτυπούσε.
Κάποιος Κορεάτης που τόλμησε να τον κτυπήσει γλύτωσε από του χάρου τα δόντια, γιατί ο Κώστας αμέσως έτρεξε στη λέσχη αρπά ένα αυτόματο και ορμά στον τρέμοντα από τον φόβο του Κορεάτη.
Τον συγκρατήσαμε όμως εμείς σε σχετική παρατήρηση του Υπ/γου Ζαφείρη απήντησε: «Αυτός είναι 28 -30 χρόνων γιατί όχι στρατιώτης αυτός Κορεάτης όχι πολεμάει για Κορέα; Εσύ Έλληνα πολεμάει για Κορέα να γιατί σκοτώσει».
Και δυο κατάσκοποι
Το Τάγμα μας τότε βρισκόταν ακριβώς πάνω στο 38 παρόλο που αι προφυλάξεις μας ήταν μεγάλες γιατί ο Βορ. Κορεάτης είναι πολύ πανούργος. Πάντα όμως μέσα στη ζώνη μας είχαμε αρκετούς, οι οποίοι με επίβλεψη βέβαια μας έφερναν νερό ή μας βοηθούσαν σε διάφορες ασχολίες.
Ήταν θυμάμαι Κυριακή και μόλις είχε τελειώσει η λειτουργιά ο καιρός ήταν υπέροχος γιατί το κρύο είχε αρχίσει να υποχωρεί. Εγώ με μια παρέα είχα ξαπλώσει στην λιακάδα όταν ξαφνικά βλέπω τον Κώστα να τρέχει με τα μάτια σχεδόν βγαλμένα από τις κόχες έτρεχε και μπήκε στην τέντα του Λόχου Δ/νσεως. Από περιέργεια περισσότερο πηγαίνω και εγώ και ακούω τον Κώστα με αγωνία να λέγει: «Πάρε όπλο ρε δυο Κινέζοι είναι εδώ, εγώ γνωρίζω εγώ έχω δει Ιντσόν έλα ρε θα φύγουν». Κανείς μας δεν πίστεψε στα λόγια του, αλλά για να μην χαλάσουμε το χατίρι πήγαμε άοπλοι βέβαια, φθάνομε σε μια παρέα από Κορεάτες που έτρωγαν σε μια μεριά του καταυλισμού μας. Σταματά και με το χέρι του μας δείχνει δύο από αυτούς. Ήταν δυο ψηλοί και εύσωμοι καθόταν λίγο απομονωμένοι από τους άλλους και κουβέντιαζαν, κανείς μας βέβαια δεν είχε σκοπό να κάμει έλεγχο γιατί κανείς μας δεν έδωσε βάσει στα λόγια ενός παιδιού 10 χρονών. Ο καθένας μας όμως είχε μια περιέργεια μαζί με μια υπόνοια μήπως είναι άραγε Κινέζοι; Ο Κώστας όμως δεν σταματά, τρέχει προς αυτούς, κτυπά τον έναν με πέτρα στο κεφάλι, ενώ ο άλλος προσπαθεί να το πιάσει. Επεμβαίνουν τότε οι δικοί μας τους πιάνουν και έπειτα από πολύωρη ανάκριση ανακαλύπτομεν ότι ήταν Κινέζοι αξιωματικοί πράκτορες. Χάρις στον Κώστα δεν πρόλαβαν να μας βλάψουν.
Ο θάνατος του Κώστα
Ήλθε όμως ο καιρός να φύγει το Τάγμα μας από την Κορέα προηγουμένως είχε φύγει ο Συνταγματάρχης Δασκαλόπουλος μαζί με τον Κύριο Αρμπούλη για την Αμερική δεν έδειξαν όμως κανένα ενδιαφέρον για τον Κώστα.
Δεν φρόντισαν καθόλου για τον απροστάτευτο αυτό παιδί που τόσα προσέφερε για το Τάγμα μας και έτσι όταν οι άνδρες μας άφηναν την Κορέα για να έλθουν στην Ελλάδα και ο Κώστας μέσα σε ένα σάκο χωσμένος ανέβαινε εις το πλοίο, ανακαλύπτεται όμως σύντομα και οι Αμερικάνοι ζητούν κάποιον ο οποίος να αναλάβει την ευθύνη της μεταφοράς του στη Ελλάδα. Δυστυχώς όμως όλοι οι Αξιωματικοί αδιαφόρησαν εντελώς και έτσι ο Κώστας πνιγμένος στο κλάμα και στη απελπισία εγκαταλείπεται στη Ιαπωνία.
Το Κωστάκη το ηρωικό κορεατόπουλο το καμάρι του Τάγματός μας έρημο και τελείως απροστάτευτο γυρίζει μόνο του απελπισμένο με ένα μεγάλο παράπονο για την μεγάλη αδικία που του έκαμαν. Και πάλι επιστέφει εις την Κορέα κοντά στο νεοαφιχθέν Τάγμα μας προσπαθεί και πάλι εκεί κοντά στους άνδρες μας να βρει λίγη παρηγοριά. Δεν μπορεί να ξεχάσει τον Σαλίβερο, η απελπισία του αυξάνει κάθε μέρα. Ούτε τρώει, ούτε γελά, και κάποια μέρα εξαφανίζεται για να βρεθεί έπειτα από λίγες μέρες νεκρός σε κάποια χαράδρα. Είχε δώσει μόνος του τέλος στη ζωή του γιατί δεν μπορούσε να αντέξει τον πόνο του και το παράπονό του. Τον θάνατό του τον έμαθα από τον «Αθηναϊκή» και σαν μνημόσυνο στην μνήμη του Ιντσιον αφιερώνω τις λίγες γραμμές που με πραγματικό πόνο γράφω για το άτομό του.
«Σιμιλ Ρου» ο Κορεάτης διερμηνεύς
Σαν το Κωστάκη είχε αρκετούς στο Τάγμα μας παιδιά 10 χρόνων και νέοι έως 30 χρόνων είχαν έλθει μόνοι του να συμμερισθούν την ζωή μας άλλοι από τρομερή φιλοπατρία, και άλλον για να φανεί ένα κομμάτι ψωμί. Από τους πρώτους ήταν και ο Ρου ένας νέος 19 χρόνων από το Σουβόν. Όταν το Τάγμα μας ήταν εκεί παρουσιάσθη μόνος του στον Δ/τη μας και τον παρακάλεσε να τον πάρει ως οπλίτη στο Τάγμα μας. Πράγματι έπειτα από ορισμένες διατυπώσεις ο Ρου τοποθετείτε ως διερμηνεύς στο Α΄ γραφείο εις τον οποίον υπηρετούσα και εγώ. Δεν άργησε να αναπτυχθεί ένα αίσθημα φιλίας μεταξύ γιατί ήταν ένα πραγματικά άριστο παιδί.
Σπουδαστής αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Σεούλ ήξερε Γαλλικά Γερμανικά, Αγγλικά λίγα Ιταλικά και Γιαπωνέζικα. Έπαιζε ένα υπέροχο βιολί και οι εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις ήταν απέραντες.
Στη δουλειά του ήταν τρομερός. Ευρίσκετο παντού πότε στον ένα λόγο πότε στον άλλο.
Το σπίτι του ήταν στην Σουβόν πολύ σπάνια πήγαινε. Όταν δε θα πήγαινε έπαιρνε πάντα την άδεια του Δ/του μας.
Κάποτε κατεβήκαμε μαζί στην Σουβόν για υπηρεσία και στην επιστροφή μας για το Τάγμα περάσαμε από το σπίτι του.
Κτισμένο με Γιαπωνέζικο ρυθμό στον κεντρικό δρόμο της Σουβόν έδειχνε ότι ήταν σπίτι πλούσιο ήταν αρχοντόσπιτο. Ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκα εγώ πρώτος στην αυλή του σπιτιού τους. Στο αντίκρισμα μου μια παρέα από κορίτσια και νεαρούς τρέπεται εις φυγήν γεμάτοι τρόμο. Ο Ρου ξεσπά σε γέλια ενώ εγώ σταματώ γεμάτος απορία για το Συμβάν.
Σε πέρασαν για Αμερικάνο Μάρκο γι’ αυτό έφυγαν. Τους έχω μιλήσει για σένα αλλά δε σε γνώριζαν.
Προχωρούμε στο εσωτερικό του σπιτιού και με συστήνει στους γονείς του. Η Μητέρα του μια ευγενικιά και γλυκιά γυναικούλα με αγκαλιάζει και με φιλά ενώ συνεχώς μου μιλάει χωρίς να καταλαβαίνω λέξη.
Ο πατέρας του και αυτός μου σφίγγει με ενθουσιασμό το χέρι και με ρωτά αν ξέρω Γαλλικά ή Γερμανικά. Εν τω μεταξύ το πανικοβληθέν πλήθος με φοβισμένα βλέμματα και αργά βήματα επιστρέφει και αρχίζουν οι συστάσεις. Από εδώ οι φίλοι μου από εδώ η ξαδέλφη μου τα μικρά μου αδελφάκια και η μεγάλη μου αδελφούλα η Μάριον.
Όταν προχωρούσαμε για να μπούμε μέσα στο δωμάτιο των ξένων μόνος μου έσκυψα για να βγάλω τα άρβυλά μου σύμφωνα με τα δικά τους έθιμα, με σταματά όμως ο Ρου και μου λέει: «Ο Βούδας και οι θεωρίες του είναι ξένες για την οικογένειά μας . Είμεθα Χριστιανοί και όχι Βουδισταί».
Έλληνες και Κορεάται
Η οικογένεια του Ρου για μένα στάθηκε σαν δική μου οικογένεια όλες τις ελεύθερες μου ώρες τις περνούσα μαζί τους γιατί μου άρεσε πολύ η συντροφιά τους, η αγάπη τους για μένα δεν μ’ άφησε να αισθανθώ και τόσο την έλλειψη των δικών μου.
Η αδελφούλα του η Μάριον στάθηκε για εμένα σαν πραγματική μου αδελφή, και όσα έχω γράψει, περί Κορέας για τον μυστηριώδη αυτό λαό είνα ιαποκλειστικά δικά της γιατί αυτή μόνο βρέθηκε να με κατατοπίσει πάνω στα παράξενα έθιμα του παράξενου λαού της.
Κάμαμε αρκετές συντροφιές, πήγα μαζί τους σε Βουδιστικές συγκεντρώσεις, σε γάμους και σε Βραχμανιστικά ξεφαντώματα. Είχα μπει είχα εισχωρήσει πλέον βαθιά μέσα στο Κορεατικό πνεύμα κα υ ψυχολογία τους ήτο πλέον γνωστή για μένα. Παντού όπου και αν πήγαινα τόσο εγώ όσο και κάθε Έλλην στρατιώτης γινόταν δεκτός με καταφανεί δείγματα ενθουσιασμού και αγάπης. Μόνοι μας είχαμε αποκτήσει την αγάπη του Κορεάτικου λαού και οι εφημερίδες τους έπλεκαν εγκώμιον για την Ελλάδα μας γιατί όμως; Γιατί ενώ έβλεπαν Αμερικάνο έφευγαν μπροστά του ενώ εζητωκραυγάζαν στην εμφάνισίν μας; Η διαγωγή μας, η συμπεριφορά, ο αισθηματισμός μας, ήταν διάφορος των Αμερικάνων. Ο Έλληνας το Κορεάτη τον έβλεπε σαν φίλο του, σαν αδελφό του. Ζήσαμε αρκετές φορές την φρίκη του πολέμου είδαμε αρκετές φορές τα σπίτια μας να καίγονται, μας άρπαξαν αμέτρητες φορές μέσα από την αγκάλη μας δικά μας πρόσωπα και τα τράβηξαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο λαός μας μοιάζει καταπληκτικά με τους Κορεάτες, όπως κι εμείς μετά το παγκόσμιο πόλεμο μας βρήκε ο εμφύλιος, έτσι και στην Κορέα. Για τον λόγο αυτό όλοι οι Έλληνες συμπονούσαν και προσπαθούσαν να βοηθήσουν τον δυστυχισμένο Κορεάτη, ενθυμούμενοι τις κακουχίες, τα βάσανα του, σκοτωμούς των Γερμανοιταλών και έπειτα των κομμουνιστών.
Ο Αμερικάνος στρατιώτης όμως σκεπτόταν διαφορετικά, τον Κορεάτην τον έβλεπε σαν εχθρό του γιατί; Γιατί έλεγε ότι εάν έλειπε η Κορέα εγώ η Αμερική θα ήμουν στα πλούτη μου και στα μεγαλεία μου.
Γιατί να συμπονέσει ο Αμερικάνος ένα πρόσφυγα; Μήπως είδε καμία φορά το σπίτι του να παίρνει φωτιά; Μήπως ένοιωσε τη φρίκη του πολέμου στον τόπο του; Να λοιπόν με λίγα λόγια τον λόγο που όλοι οι Ευρωπαίοι πονούσαμε τους Κορεάτες ενώ ο Αμερικάνος αδιαφορούσε.
Αύριο το τέλος του αφιερώματος με την αναφορά στον συγγραφέα της Ιστορίας του Εκστρατευτικού Σώματος της Ελλάδος που ήταν Ρεθεμνιώτης.
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Γιώργου και της Ρίτσας Γιουμπάκη.