Η πολιτική της υπερφορολόγησης των επιχειρήσεων και της άγριας δίωξης των ελεύθερων επαγγελματιών μέσα από το νέο σύστημα ασφαλιστικών εισφορών θα αποβεί πολύ γρήγορα καταστροφική για την πραγματική οικονομία γιατί έχει πλέον το αντίθετο αποτέλεσμα από το ζητούμενο, που είναι η ενίσχυση των κρατικών εσόδων.
Επίσης, θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε αύξηση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, με αποτέλεσμα τα προσδοκώμενα έσοδα να μην επιτευχθούν και πιθανότατα να είναι χαμηλότερα από τα υφιστάμενα, αναγκάζοντας σε βάθος χρόνου την επιβολή περαιτέρω μέτρων, ενώ διαρρηγνύει την κοινωνική συνοχή, η οποία επιδεινώνει ακόμα περισσότερο την άσχημη κατάσταση της χώρας μας. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, την περίοδο 2007-2014 το φορολογικό βάρος στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 4,7% του ΑΕΠ (από 31,2% στο 35,9% του ΑΕΠ), καταγράφοντας αθροιστικά τη μεγαλύτερη αύξηση από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Με πρόφαση τη «δίκαιη ανακατανομή από τους έχοντες στους μη έχοντες», γίνεται αφαίμαξη στα εναπομείναντα μεσαία και υψηλά εισοδήματα μεταξύ 20.000 και 70.000 ευρώ ετησίως τα οποία, παρ’ ότι συνιστούν μειοψηφία, είναι εκείνα που μέχρι σήμερα σιτίζουν τα φορολογικά έσοδα, τις επενδύσεις και την κατανάλωση.
Το μείγμα πολιτικής που ακολουθείται με τη συνεχή αύξηση των φόρων και των εισφορών όχι μόνο αποτελεί τεράστιο αντικίνητρο για επενδύσεις αλλά και θέτει σε κίνδυνο ακόμα και τη βιωσιμότητα των λίγων υγιών επιχειρήσεων που έχουν απομείνει στη χώρα.
Η σωρευτική αποστέρηση εισοδημάτων μέσα από φόρους και εισφορές που αντιστοιχούν στο 50% έως 60% των αποδοχών ενός ελεύθερου επαγγελματία ή ενός αγρότη ή ενός μισθωτού με μπλοκάκι, μπορεί πολύ εύκολα και ταχύτατα να αποδειχθεί όπλο μαζικής καταστροφής για το ίδιο το ασφαλιστικό σύστημα και την οικονομία.
Ακόμη δεν έχει πειστεί κανείς ότι μια οικονομία που θα επιβαρυνθεί με πρόσθετους φόρους 2,5 δισ. ευρώ και έξτρα εισφορές θα μπορέσει να ανακάμψει, όταν οι φόροι στο εισόδημα και στην παραγωγή θα φτάσουν για πρώτη φορά φέτος να αντιστοιχούν στο 25% του ΑΕΠ. Η κατάσταση αναμένεται ότι θα είναι ιδιαίτερα προβληματική τους επόμενους μήνες ιδίως στο σκέλος των εσόδων.
Ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρηματιών της ελεύθερης αγοράς που καλείται να πληρώσει σε εισφορές μέχρι και το 37,95% των καθαρών εισοδημάτων του (ασφάλιση, περίθαλψη, επικούρηση και εφάπαξ) και επιπλέον τους φόρους, την εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος, δεν θα αποφασίσει εύκολα να μεταβιβάσει το 50-60% των χρημάτων του στο Δημόσιο. Θα προτιμήσει να κηρύξει έστω και προσωρινά «στάση πληρωμών» για να δει τι θα κάνει.
Επίσης έχει γίνει πλέον προφανές από την κινητικότητα που αναπτύσσεται στα φοροτεχνικά γραφεία πως με ασφαλιστικές και φορολογικές επιβαρύνσεις 33.300 ευρώ για εισόδημα 60.000 ευρώ, ένας επιτυχημένος επαγγελματίας δεν έχει πολλά περιθώρια εκτός από το να αναζητήσει εναλλακτικούς τρόπους για να δηλώνει τα εισοδήματά του. Η μετατροπή της δραστηριότητας σε ΙΚΕ ή σε άλλου τύπου εταιρείας και η αναζήτηση λογιστικών τρικ για να αυξήσει τις δαπάνες που περικόπτουν στο τέλος την συνολική επιβάρυνση, είναι οι πιο «αθώες» των εναλλακτικών επιλογών που εξετάζονται αυτή την περίοδο και αναμένεται ότι θα μπουν μαζικά σε εφαρμογή το επόμενο διάστημα.
Ακόμη και σε επαγγελματίες με χαμηλότερα δηλωθέντα εισοδήματα που δηλώνουν σήμερα αδυναμία καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, η μείωση που επέρχεται δεν είναι τέτοια που να τους δίνει κίνητρο επιστροφής στα γκισέ του ΕΦΚΑ και της εφορίας.
Αν πέρυσι οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές στο δημόσιο αυξήθηκαν κατά περίπου 14 δισ. ευρώ (12,6 δισ. ήταν μέχρι τον Νοέμβριο) και στα ταμεία κατά 2 δισ. ευρώ, το 2017 με τις νέες επιβαρύνσεις και χωρίς κάποια σοβαρή αναπτυξιακή δυναμική στην οικονομία, οι δυσκολίες ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις είναι πολύ μεγαλύτερες.
Η υπερφορολόγηση αντί της μείωσης των δημοσίων δαπανών είναι μια πολιτική και οικονομική επιλογή τέτοια που δεν συγκεντρώνει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, θα ανοίξει πολύ σύντομα το δρόμο σε ακόμη πιο βίαιη ανακατανομή εισοδημάτων. Είτε μέσα από την αδυναμία του ασφαλιστικού συστήματος να ανταποκριθεί κάποια στιγμή στην πληρωμή συντάξεων, είτε μέσα από τη φοροδοτική κόπωση των πολιτών που εισφέρουν στον κορβανά, εν τέλει θα φέρει ταχύτερα στο προσκήνιο ριζικές και επώδυνες λύσεις όπως οι περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις και οι μειώσεις στο αφορολόγητο όριο.
* O κ. Σταύρος Βουρβαχάκης είναι οικονομολόγος- δημοτικός σύμβουλος