Τιμή ‘σαι για την Κρήτη μας
το λένε οχτροί και φίλοι
και πρέπει υπερήφανο
να ‘ναι για σε το Σπήλι
Η ζωή του
Δεκέμβρης 1920
Ο Θανάσης Σκορδαλός ένας εκ των κορυφαίων από τους πρωτομάστορες της Κρητικής μουσικής παράδοσης είδε το φως της ζωής στο Σπήλι, κεφαλοχώρι και πρωτεύουσα της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Σε ηλικία 9 ετών σ’ ένα γλέντι στο χωριό με τον Ανδρέα Ροδινό και το Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη) στάθηκε η πρώτη και καθοριστική στιγμή στη ζωή του.
Ο Θανάσης Σκορδαλός με τη λύρα του μέχρι τον θάνατό του ήταν ένα πράγμα. Χάρη σ’ αυτόν ανοίχθηκαν νέοι δρόμοι στην Κρητική μουσική παράδοση, έτσι ώστε δίκαια να χαρακτηριστεί ως δάσκαλος. Σε αντίθεση με τον Κώστα Μουντάκη δεν δίδαξε λύρα σε σχολές, ήξερε να τραγουδάει χωρίς να έχει μελωδική φωνή, το ιδανικό παίξιμο της λύρας του, έδινε «φτερά» στα πόδια του μερακλή χορευτή. Σήμερα δεν νοείται γλέντι στον τόπο μας, είτε σε γάμο ή βάπτιση, σε εκδήλωση ή σε παρέα με όργανα και μαντιναδολόγους και χορευτές, να μην παίξουν και να μην τραγουδήσουν συνθέσεις του, οι θαυμαστές του είναι πολυάριθμοι που η αγάπη τους για το έργο και την προσφορά του φτάνει στα όρια του φανατισμού.
Του άρεσε η λύρα και το λαούτο συνάμα και η εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική. Στα 9 του χρόνια αγόρασε την πρώτη του λύρα μόλις 18 δραχμές, απερίγραπτη η χαρά του. Ολομόναχος άρχισε να παίζει κομμάτια απ’ αυτά που άκουγε μικρός. Στο πρώτο άκουσμα του παιξίματος του Ανδρέα Ροδινού ο 11χρονος τότε Σκορδαλός, όπως είπε χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του «η ραχοκοκαλιά του έσταζε νερό». Επιθυμία του από τότε ήταν να σταθεί επάξια δίπλα του έχοντάς τον πρότυπο σαν λυράρη. Ο Ανδρέας Ροδινός ήρθε στο Σπήλι ξανά στη γιορτή του Αγίου Στυλιανού, καλεσμένος του εορταζόμενου δικηγόρου Στέλιου Καλογρίδη. Το έναυσμα της πορείας του Θανάση Σκορδαλού ως λυράρη ήρθε. Οι Σπηλιανοί που παραβρέθηκαν στο γλέντι κάλεσαν και το μικρό Θανάση να παίξει κι ο ίδιος, ο Μπαξεβάνης που συνόδευε στο λαούτο το Ροδινό, άρχισε το χανιώτικο συρτό για να ξεκινήσει ο Σκορδαλός με μεγάλο τρακ. Ο Ροδινός είχε φύγει για να τον παρακολουθήσει από μακριά, χωρίς να ολοκληρώσει το σκοπό δεν άντεξε, ήρθε του έπιασε το δεξί χέρι, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και είπε «Σπηλιανοί, αυτός θα είναι ο διάδοχός μου». Οι συγχωριανοί του βλέποντας το ταλέντο του, τον βοήθησαν πάρα πολύ στην εξέλιξή του. Ο πατέρας του ήταν μερακλής, καλός μαντιναδολόγος και χορευτής.
Η ψαλτική τέχνη τον βοήθησε στο να εξελιχθεί στην κρητική μουσική, κάτι που διαπίστωσε και ο αείμνηστος Πρωτοψάλτης και μουσικολόγος Σπύρος Περιστέρης, σε συζήτηση που είχε κάποτε με τον Σκορδαλό που παρότι δεν γνώριζε ούτε φθόγγους, ούτε νότες, ότι ήταν ένα σωστό ταλέντο που του το έδωσε η φύση και ο Θεός πρώτα. Στα 12 του χρόνια έβγαλε το πρώτο του γλέντι σε γάμο στο Χαμαλεύρι και επτά χρόνια αργότερα σε ηλικία 19 ετών εμφανίστηκε για πρώτη φορά στους Κρητικούς της Αθήνας, παίζοντας στον αποκριάτικο χορό στο ιστορικό κέντρο Βυζάντιον στην Ομόνοια.
Το 1946 κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος που περιείχε τον Συρτό Σπηλιανό Ρεθυμνιώτικο (Μόνο εκείνος π’ αγαπά), τραγούδι – σταθμό στην ιστορία της Κρητικής μουσικής έχοντας συνοδεία στο λαούτο τον Γιάννη Μαρκογιαννάκη. Μέχρι το 1954 μαζί ηχογράφησαν τα εξής τραγούδια Πες το μου πως δε μ’ αγαπάς, Πόσες καρδιές χαρίζονται, Μάτια που εύκολα γελούν, Μοιάζουν πολύ τση θάλασσας, Είναι στιγμές που χαίρομαι, Χίλιες καρδιές κι αν είχα εγώ κ.ά. Συνεργάστηκε επίσης και με τον Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη) ηχογραφώντας τέσσερις δίσκους των 78 στροφών τραγούδια κλασικά μέχρι σήμερα όπως Το ξηροστεριανό νερό, Βαρύς Πισκοπιανός, Έλα σαν έχεις όρεξη, Στων αμαθιώ σου τη φωτιά.
Βίωσε και αποδέχτηκε ακούσματα και τεχνικές άλλων λυράρηδων της εποχής, πήρε τις μελωδίες όπως τις άκουσε, τις τελειοποίησε, έδωσε το δικό του χαρακτήρα και ύφος που ονομάστηκε αργότερα «σχολή Θανάση Σκορδαλού». Το 1947 σε ηλικία 27 χρονών ο πρόεδρος του Κόμματος των Φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος τον άκουσε και ενθουσιάστηκε τόσο που τον διόρισε υπάλληλο στην Υπηρεσία Ασφαλείας της Τράπεζας της Ελλάδος, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε αργότερα. Αφιερωμένος στη λύρα και αποκατεστημένος επαγγελματικά, έκανε πολλές εμφανίσεις στην Κρητική διασπορά σε Αμερική, Καναδά, Αυστραλία και Γερμανία, όπου παρουσίασε τα τραγούδια Ρωτούσι με ποιαν αγαπώ, Έχω έναν πόνο στην καρδιά, Ήρθε καιρός να σου το πω, Όρτσες, Όση χαρά ‘χουν τα πουλιά, Ο ήλιος βγαίνει στα ψηλά, Ποιος ουρανός, ποια θάλασσα, Εις τον Κουμπέ στα δυο στενά. Ο Θανάσης Σκορδαλός παντρεύτηκε δύο φορές, από τον πρώτο του γάμο με την Χρυσούλα Παπαδάκη απέκτησε 4 παιδιά, δύο γιους τον Γιάννη και τον Δημήτρη και δύο κόρες τη Λίτσα και τη Μαίρη που τον συνόδεψαν με τη φωνή τους, σε ηχογραφήσεις τραγουδιών του, ο δεύτερος γάμος του έγινε το Σεπτέμβριο του 1992 στη Λαγούτα Ηρακλείου. Πέθανε σε ηλικία 78 ετών στις 23 Απριλίου 1998 έχοντας αφήσει μία μεγάλη μουσική παρακαταθήκη που θα μείνει αιώνια στις επόμενες γενιές μερακλήδων, χορευτών και προπαντός των συνεχιστών της Κρητική μουσικής παράδοσης των λυράρηδων και λαουτιέρηδων.
Είπαν για τον Θανάση Σκορδαλό
Γιάννης Μπερνιδάκης: «Πολλοί στην Κρήτη μάθανε λύρα, μα ο Σκορδαλός την παράμαθε!».
Γιάννης Μαρκόπουλος: «Ήμουνα 11 χρονώ το 1952, όταν πρωτοάκουσα το Θανάση Σκορδαλό, και νόμιζα ότι ένας αρχάγγελος κατέβηκε στην Κρήτη και τραγουδούσε με τη λύρα του για να χορέψουν οι έφηβοι και τα ωραία κορίτσια της Μεγαλονήσου».
Ross Daly: «Το Σκορδαλό τον τιμούσαν ιδιαίτερα οι καλοί χορευτές εξαιτίας της ακριβούς ρυθμικής φρασεολογίας του, που έδενε απόλυτα με τους αυτοσχεδιασμούς τους, καθώς και για τη μοναδική ικανότητά του πάντα να διαλέγει την κατάλληλη μελωδία για τον κάθε χορευτή. Σχεδόν όλοι οι καλύτεροι χορευτές της Κρήτης συμφωνούν στο ότι για το χορό δεν υπήρξε κανένας σαν το Θανάση Σκορδαλό. Αυτή η πτυχή της Κρητικής μουσικής είναι εξαιρετικά σημαντική. Ο λυράρης δεν είναι συναυλιακός καλλιτέχνης, αντίθετα είναι ο τελετάρχης μιας γιορτής, που ταυτόχρονα ορίζεται από μια αυστηρή τάξη και ένα πνεύμα έκστασης. Αυτή η λεπτή ισορροπία θυμίζει τα όσα περιγράφονται στα αρχαία κείμενα σχετικά με διονυσιακές γιορτές. Πολλοί λυράρηδες σήμερα μπορούν να δημιουργήσουν ένα ξέφρενο κέφι αλλά μάλλον κανείς τους δεν μπορεί να πετύχει την τέλεια ισορροπία πειθαρχίας και έκστασης που χαρακτήριζε το γλέντι του Σκορδαλού. Αυτή η ισορροπία είναι ενδεχομένως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της Κρητικής μουσικής».
Πηγές: www.cretans.gr
Παπαδάκης Μανώλης, Η ιστορία της Κρητικής μουσικής στον 20ο αιώνα, εκδ. 2002.
Οι φωτογραφίες των εξωφύλλων δίσκων είναι από το διαδίκτυο και από το αρχείο της Κρητικής Επιθεώρησης.