Του ΓΙΩΡΓΗ ΕΜΜ. ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ*
Η Λογοτεχνία είναι η Τέχνη για την οποία η μεσολαβητική παρέμβαση τρίτου παράγοντα ανάμεσα στον πομπό και στον δέκτη, είναι η περισσότερο δεδομένη. Και για τις άλλες Τέχνες υπάρχει -πολύ ή λιγότερο- η διαμεσολάβηση μέσω της παρουσίασης, του σχολιασμού ή της κριτικής με διάφορους τρόπους και μέσα, όμως για τη λογοτεχνία, από τη στιγμή που αποτελεί και διδακτικό αντικείμενο, μάθημα στην εκπαίδευση, έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα και επίδραση στο γενικότερο καλλιτεχνικό αλλά και μορφωτικό αποτέλεσμα της όλης διαδικασίας.
Ο δάσκαλος της λογοτεχνίας, συνδιαλεγόμενος με το κείμενο και προσπαθώντας να μεταδώσει το αποτέλεσμα της συνδιαλλαγής αυτής στους μαθητές του, καλείται να μεσολαβήσει δραστικά σε μια πολύπλευρη διδακτική σύνθεση, καθώς σε ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να κατοπτρίζονται πολλαπλές πραγματικότητες, ποικίλα ερεθιστικά κίνητρα του δημιουργού, ενώ η πρόσληψή του εξαρτάται από την πνευματική περιουσία και το συναισθηματικό υπόβαθρο του δέκτη. Μπορεί να υπάρχει η αισθητική διάσταση, η ιστορική, η κοινωνική, η πολιτική, η ηθογραφική, η ψυχογραφική και αυτονόητα επιβαλλόμενες η γλωσσική αποτίμηση, η ένταξη σε ευρύτερες ενότητες (εποχές, καλλιτεχνικά ρεύματα, κλπ.) και άλλα πολλά που απαιτούν συνολικά ευρυμάθεια και απαιτητικούς διδακτικούς χειρισμούς, αφού όλα αυτά θα πρέπει να αποδοθούν ως επιμέρους όψεις ενός συγκροτημένου ενιαίου αποτελέσματος.
Υπάρχει βέβαια και η άποψη πως η διαμεσολάβηση στη λογοτεχνία, στην Τέχνη γενικότερα, είναι περιττή, πως σκοπιμότερη είναι η άμεση επικοινωνία του δέκτη (μαθητή, αναγνώστη) με το κείμενο και η αυθεντική, χωρίς παρεμβολές, ανταπόκριση εκείνου με τα μέσα και τις δυνατότητες που διαθέτει. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, αρκεί η καλή ανάγνωση ή απαγγελία του κειμένου με ελάχιστα συνοδευτικά, και τίποτε άλλο.
Ίσως την αντιμετώπιση αυτή την κάνει κάποτε αποδεκτή η υπερβολή της εξονυχιστικής ανάλυσης, η επιμονή στις λεπτομέρειες, η συσσώρευση πληροφοριών, οι πολλές αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές και άλλα «τεμαχιστικά» που καταλήγουν τελικά στη διδακτική «εξόντωση» του κειμένου.
Από τη στιγμή όμως που είναι γενικώς παραδεκτό ότι η λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή Τέχνης, είναι αποτέλεσμα μιας συνθέτης ψυχοπνευματικής διεργασίας που μπορεί να επηρεάσει επωφελώς τον δέκτη, ότι η λογοτεχνική δημιουργία υπόκειται σε κανόνες, ότι ακολουθεί τεχνικές που από μόνες τους συνιστούν Τέχνη, από τη στιγμή που θεωρείται μορφωτικό αγαθό, διδάσκεται στο σχολείο και εξετάζεται, δεν μπορεί παρά να αναζητούνται οι καλύτεροι τρόποι επικοινωνίας μαζί της, οι μέθοδοι επεξεργασίας του κειμένου, «τα κλειδιά» της αποκωδικοποίησης των μηνυμάτων του, οι αθέατες όψεις της γοητείας του.
Και είναι πολλοί, οι οποίοι έχοντας τη λογοτεχνία ως επιστημονικό και διδακτικό αντικείμενο, αναζητούν και προτείνουν με θεωρητικά κείμενα ή με άμεσες διδακτικές προτάσεις τρόπους και μεθόδους.
Ο Θησέας Τσιάτσικας είναι φιλόλογος αναγνωρισμένου κύρους, με πολύχρονη εύκαρπη εκπαιδευτική διαδρομή στη Δευτεροβάθμια, στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση και στις Σχολές Επιμόρφωσης. Επίσης, Σχολικός Σύμβουλος με εμφατική και γόνιμη προσφορά, δάσκαλος ελκυστικός, άνθρωπος προσηνής και με ευρύτητα ενδιαφερόντων, καταθέτει με το βιβλίο του «Λογοτεχνία και Εκπαίδευση» την εμπειρία του από την πολύχρονη τριβή του με το θέμα, μιας και η λογοτεχνία υπήρξε αντικείμενο μελέτης και διδασκαλίας στο οποίο επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δυο μέρη. Το πρώτο περιλαμβάνει τέσσερα μελετήματα σχετικά με τη λογοτεχνία και το δεύτερο προτάσεις διδασκαλίας έξι κειμένων.
Αναφέρει ο συγγραφέας στον Πρόλογο: «… είναι φανερό ότι απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους φιλολόγους που διδάσκουν λογοτεχνία. Νομίζω όμως πως μπορεί να ενδιαφέρει και τον απλό αναγνώστη καθιστώντας τον περισσότερο «επαρκή» να εμβαθύνει στην κατανόηση του λογοτεχνικού κειμένου και να εκλεπτύνει την αναγνωστική απόλαυσή του».
Στο πρώτο από τα μελετήματα με τον τίτλο «Λογοτεχνία και γλώσσα», που αναφέρεται στη σχέση της γλώσσας της λογοτεχνίας με το γενικότερο γλωσσικό σύστημα, επισημαίνονται οι διαφορές της λογοτεχνικής γλώσσας από τον επιστημονικό λόγο και την καθημερινή ομιλία, οι διαδικασίες παραγωγής του λογοτεχνικού έργου και το πώς ορίζεται η λογοτεχνικότητα, αυτό δηλαδή που κάνει ένα έργο λογοτεχνικό. Γίνεται, επίσης, λόγος για τη σχέση Γλωσσολογίας -Υφολογίας και Ερμηνείας- Ποιητικής. Παρουσιάζονται οι επί του θέματος απόψεις των Ρώσων φορμαλιστών, των στρουκτουραλιστών (Saussure) και των γλωσσολόγων της Πράγας. Aναπτύσσονται οι ιδέες του Roman Jakombson σχετικά με την ποιητική λειτουργία της γλώσσας και αναλύονται τα κριτήρια διαφοροποίησης της ποιητικής λογοτεχνικής γλώσσας από την καθημερινή και την επιστημονική. Αυτά, δηλαδή, της απόκλισης, της επιλογής και της ανισομέρειας, ενώ ιδιαίτερος λόγος γίνεται για τη διακειμενικότητα, τη συνυποδηλωτική λειτουργία, τη μεταφορά και τη συμβολοποίηση.
«Η λογοτεχνία ως μορφωτικό αγαθό στη Μέση εκπαίδευση»
Το δεύτερο μελέτημα με τον τίτλο αυτόν, εξετάζει τα ζητήματα που δημιουργούνται, όταν λογοτεχνία γίνεται μορφωτικό αγαθό, αντικείμενο δηλαδή σκόπιμης και συστηματικής διδασκαλίας, και ακόμη το πώς αλληλεξαρτώνται οι στόχοι, οι μέθοδοι, οι τεχνικές και το αποτέλεσμα που προκύπτει από την αποδοχή της μίας ή της άλλης θεωρητικής άποψης. Επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους συχνά είναι προβληματική η διδασκαλία της λογοτεχνίας, μεταξύ των οποίων η αφύσικη αντιμετώπισή της ως διδακτικού αντικειμένου, οι λανθασμένοι στόχοι που συχνά τίθενται, οι απρόσφορες μέθοδοι και τεχνικές και κάποτε η ανεπάρκεια των διδασκόντων, αφού η πληθώρα των θεωριών και ο αλληλοσυγκρουόμενος χαρακτήρας τους κάνουν ανέφικτη την αφομοίωση και την εφαρμογή τους.
Ο Θησέας Τσιάτσικας, βέβαια, θεωρεί απαραίτητη τη διδακτική αξιοποίηση των θεωρητικών αναζητήσεων, αρκεί να εξοπλίζονται κατάλληλα οι διδάσκοντες.
Στη συνέχεια αναφέρεται στη διάσταση ανάμεσα στην παραδοσιακή διδασκαλία, που έχει ως κέντρο τις προθέσεις του συγγραφέα και τη μια αυθεντική ερμηνεία του κειμένου, και σε εκείνη των φορμαλιστών, που προβάλλουν την αυτονομία του λογοτεχνικού έργου και επικεντρώνονται στον ρόλο του αναγνώστη. Αναφέρεται επίσης στην ερμηνευτική επίδραση που είχαν οι αφηγηματολογικές μέθοδοι των στρουκτουραλιστών, αλλά και στην αμφισβήτησή τους τα τελευταία χρόνια από τη θεωρία της πρόσληψης, που θεωρεί τον αναγνώστη όχι παθητικό δέκτη του λογοτεχνικού νοήματος, αλλά κατά κάποιον τρόπο συνδιαμορφωτή του . Καταλήγει με διαπιστώσεις που έχουν σχέση με την ελληνική σχολική πραγματικότητα και με προτάσεις αντιμετώπισης των σχετικών ζητημάτων.
Το τρίτο μελέτημα «Η νεότερη ποίηση και η διδασκαλία της», σε εμφανή ακολουθία με το προηγούμενο, αναφέρεται σε θεωρητικές τοποθετήσεις που αφορούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης, νεοτερικής ή νεότερης ποίησης αλλά και σε ακολουθητέες πρακτικές κατά τη διδασκαλία της. Είναι ένα κεφάλαιο ιδιαίτερα χρήσιμο για τον διδάσκοντα στην τάξη αλλά και για κάθε ενδιαφερόμενο για το θέμα, καθώς απαντά με εύληπτο τρόπο σε απορίες και επιφυλάξεις αναφορικά με τα συστατικά γνωρίσματα της ποίησης αυτής και υποδεικνύει τους κώδικες προσέγγισής της. Καταρχάς, ορίζει τις διαφορές της από την παραδοσιακή ποίηση σημειώνοντας την επίδραση του υπερρεαλισμού στην εμφάνιση και στο περιεχόμενο της. Επισημαίνει τα γνωρίσματά της, (ελεύθερος στίχος, δραματικότητα, καθημερινό λεξιλόγιο, σκοτεινότητα), όπως και τη δυσπροσιτότητά της, τονίζοντας τον ρόλο του άλογου στοιχείου, που είναι η κυρία ιδιομορφία της, και τη διαφορετική σε σχέση με τον ρεαλισμό λειτουργία της εικόνας στο νεοτερικό ποίημα.
Θέτει στη συνέχεια το ζήτημα της διδασκαλίας της ποίησης στην τάξη και τους παράγοντες που έχουν ρόλο σε αυτήν, θεωρώντας πως είναι καθοριστικός και αυτός των μαθητών. Σχολιάζει τους σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα σκοπούς της διδασκαλίας (γλωσσική και αισθητική καλλιέργεια, γνώση του εθνικού πολιτισμού και των αξιών, κοινωνική ευαισθητοποίηση), αναφέρεται στην αμφισβήτηση περί του διδακτού ή μη της λογοτεχνίας και καταλήγει υποστηρίζοντας ότι «τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα μπορούμε να πετύχουμε συνδυάζοντας τη σημειολογική ανάλυση με την κοινωνιολογική ερμηνεία». (σελ. 61)
Σχετικά με την πολλαπλότητα των ερμηνευτικών δοκιμών που μπορούν να είναι αποδεκτές, ανάλογα με την ατομικότητα του κάθε ερμηνευτή, δέχεται τη μέση οδό: «δυνατότητα περισσότερων της μιας ερμηνειών αλλά απόρριψη της οποιαδήποτε ερμηνείας ερήμην του ποιήματος».
Για τους εξωκειμενικούς παράγοντες αναγνωρίζει τον επικουρικό ρόλο τους στη διδασκαλία, της οποίας κέντρο είναι το ίδιο το ποίημα «ως αισθητικό μόρφωμα».
Για να άρει τους δισταγμούς και τις επιφυλάξεις απέναντι στη νοηματική σκοτεινότητα της μοντέρνας ποίησης, καταλήγει με τη ρήση του M. Riffaterre, ότι «το δυσνόητο και η αμφιλογία αποτελούν μέρος της σημασιολογικής δομής του κειμένου στον ίδιο βαθμό με τα ευκρινή του αποσπάσματα» και με αυτήν του Γ. Σεφέρη, ότι «είναι κακό σημάδι ή άσχημο σύστημα να αρχίζουμε προσεγγίζοντας την ποίηση από το λογικό της νόημα».
«Για τη δημοτική ποίηση» είναι ο τίτλος του τέταρτου μελετήματος. Εδώ ο Θησέας Τσιάτσικας κάνει στην αρχή μια γενική αναφορά στη δημοτική ποίηση και στα γνωρίσματά της, με την ιδιαίτερη επισήμανση πως «εθνικός ποιητής είναι ο δημοτικός ποιητής, ο λαός μας». Στη συνέχεια παραθέτει την «ιστορία» των συλλογών της δημοτικής ποίησης από τον 19ο αιώνα και μετά. Ακολουθεί η ειδολογική κατάταξη των δημοτικών τραγουδιών όπως είναι γραμματολογικά καθιερωμένη.
Το επόμενο κεφάλαιο «Δημιουργία δημοτικών τραγουδιών» έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εδώ ο συγγραφέας ασχολείται με τον τρόπο και τις αιτίες της γέννησης της δημοτικής ποίησης, θέτοντας το ζήτημα, ατομική δημιουργία ή συλλογική; Σε εμπεριστατωμένη ανάλυση, εκθέτονται το περιεχόμενο, η θεματική αλλά και οι ιδιαίτερες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα από τις οποίες προέκυψε η δημοτική ποίηση στις αγροτικές και ποιμενικές κοινωνίες, ως έκφραση «της ανάγκης των ανθρώπων του λαού να εκφραστούν καλλιτεχνικά, να εξωτερικεύσουν δηλαδή τον εσωτερικό τους κόσμο, να ικανοποιήσουν τη δίψα τους για καλλιτεχνική απόλαυση». (σελ. 81)
Εξωτερικεύοντας την ανάγκη αυτή της «κοινής λαϊκής φωνής» έρχεται ο έμφυτα δωρημένος λαϊκός ποιητής και «παίρνει την ακατέργαστη και άμορφη ακόμη ύλη από το κοινό απόθεμα του λαού και της δίνει μορφή με το στίχο, πνοή με την έμπνευσή του, φτερά με τη μουσική του… το τραγούδι όμως δεν εκφράζει την υποκειμενικότητα του δημιουργού του αλλά τον ψυχοπνευματικό κόσμο ολόκληρου του λαού». (σελ. 80).
Τα μελετήματα αυτά με την περιεκτικότητά τους σε θεωρητικό εφοδιασμό, την πολυεπίπεδη εξέταση των θεμάτων και τη σαφήνεια στην παρουσίαση των απόψεων, αποτελούν χρησιμότατο υλικό για την προσπάθεια του δασκάλου της λογοτεχνίας στην τάξη, αλλά και ένα ουσιαστικό βοήθημα για την προσέγγισή της από το ευαισθητοποιημένο αναγνωστικό κοινό.
Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει έξι ερμηνευτικές δοκιμές και προτάσεις διδασκαλίας ταυτόχρονα. Εδώ η θεωρία του πρώτου μέρους γίνεται πράξη, εφαρμογή, έτσι ώστε να δειχθεί ότι η μελέτη και η αφομοίωση της λογοτεχνικής θεωρίας μπορεί να καταλήξει σε πετυχημένη διδακτική πρακτική.
Περιλαμβάνονται τα έργα:
Άρης Αλεξάνδρου: Mε τι μάτια τώρα πια
Γιώργος Σεφέρης: O βασιλιάς της Aσίνης
Ανδρέας Εμπειρίκος: [Tρία αποσπάσματα]
Νίκος Eγγονόπουλος: Nέα περί του θανάτου του ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε
Μάριος Χάκκας: Το ψαράκι της γυάλας
Δημήτρης Χατζής: Η πεζογραφία του στη σχολική τάξη
Στο καθένα από αυτά μπορούν να επισημανθούν, ενδεικτικά, μεθοδολογικές προσεγγίσεις, παρατηρήσεις, τεχνικές, ερμηνευτικά «κλειδιά» και κατευθύνσεις που αναπτύχθηκαν στο πρώτο μέρος, όπως η σημασία της οργάνωσης του λογοτεχνικού κειμένου,της δομής και της μορφής του, των γραμματικών προσώπων, του διαλόγου, του μονολόγου και γενικά των δομικών στοιχείων που εννοιοδοτούν το περιεχόμενο.
– Και ακόμη, η σημασία της προσωπικής μυθολογίας, του συναισθηματικού κλίματος αλλά του συμβολισμού στη σεφερική ποίηση.
– Η βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται στην αισθητική προσπέλαση του νεοτερικού ποιήματος και στη συνεξέταση μορφής και περιεχομένου.
– Η λειτουργία της εικόνας ως βασικού συστατικού της ποιητικής εντύπωσης στο υπερρεαλιστικό ποίημα, όπως και η επισήμανση των λέξεων που έχουν νοηματική συνάφεια, έτσι ώστε από τον συνδυασμό τους να δημιουργούνται συνειρμικές αλληλουχίες.
– Η αποκωδικοποίηση των λέξεων με βάση τον συντακτικό αλλά και τον γραμματικό τους ρόλο και τη θέση τους μέσα στον στίχο.
– Η ιδιαίτερη σημασία της εκφοράς του λόγου στο ποίημα, η χρήση διαφορετικών γλωσσικών τύπων και η σκοπιμότητά της.
– Τα στοιχεία που δημιουργούν τη λογοτεχνικότητα, η πλοκή των γεγονότων, οι αφηγηματικές τεχνικές, καθώς και η λειτουργία του χρόνου.
Είναι ένα βιβλίο το οποίο «εκπαιδεύει» λογοτεχνικά τον αναγνώστη, εμπλουτίζοντάς την εμπειρία του, τόσο σε θεωρητικό εφοδιασμό όσο και σε διδακτικές πρακτικές και του δίνει τη δυνατότητα για ευχερέστερη πρόσβαση, στο νεοτερικό ειδικά, λογοτεχνικό πεδίο.
* Ο Γιώργης Εμμ. Μαυροτσουπάκης είναι φιλόλογος