Η απόκρια, ιδιαίτερα στους καιρούς μας, επιτρέπει ακρότητες που κάποτε ήταν κόλαφος για τον καθωσπρεπισμό.
Πάντα όμως, υπήρχαν …πρωτοπόροι που άφηναν το στίγμα τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι με τις όποιες τους «παλαβομάρες». Ένας από αυτούς ήταν και ο περίφημος Πεντεφούντης που κυριολεκτικά «ξεσάλωνε» στη διάρκεια της Αποκριάς, αδιαφορώντας παντελώς για την προσβολή της δημοσίας αιδούς. Αναφέρει σχετικά ο βάρδος του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος:
Πεντεφούντης -παρατσούκλι Το βαφτιστικό Μιχάλης
μπέκρακας από τους λίγους και μπελάς απ’ τους μπελάδες
πουλητής εφημερίδων και διάσημος τελάλης
αναστάτωνε σοκάκια, δρόμους, κέντρα, μαχαλάδες.
Άρασε εις τις ταβέρνες σαν το βόδι στο γρασίδι
κι από το πρωί ως το βράδυ ήταν τύφλα στο μεθύσι
Κάθε Απόκριες γδυνόταν και γινότανε τσιτσίδι
τον Αδάμ του Παραδείσου θέλοντας να παραστήσει.
Ένας γραφικός τελάλης
Για τον πρωτοπόρο αυτό πλακατζή των άκρων μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες ο Κώστας Μαμαλάκης στη σειρά των αφηγημάτων του «Η πόλη που δεν σβήνει».
Το όνομα ήταν Μιχάλης Ψιλλάκης αλλά τον εύρισκες με το παρατσούκλι «Παντεφούντης». Ανήκε στη συμπαθή κατηγορία των τελάληδων όπως μας πληροφορεί επίσης ο βάρδος του Ρεθύμνου Γ. Καλομενόπουλος.
«Καπαϊδώνη, Πεντεφούντη και το Γιάννη την «Κοιλιά»
Ραδιόφωνο τους είχε το εμπόριο παλιά».
Ο Πεντεφούντης όμως εκτός από τις ειδήσεις των εφημερίδων που με πολλά φραστικά ευρήματα βροντοφώναζε, αποτελούσε και το βαρόμετρο της πολιτικής κατάστασης. Ο χρωματισμός και η ένταση της φωνής του καθόριζαν τη σοβαρότητα του θέματος. Για παράδειγμα στο κραχ της λίρας με μια φράση έδωσε το γεγονός: «Μπουμ η λίρα».
Και αθέμιτος ανταγωνισμός
Φαίνεται όμως ότι του άρεσε πολύ η φράση γιατί μετά του «κόλλησε» και την χρησιμοποιούσε σαν επωδό στην κουβέντα του ακόμα και σε άσχετα θέματα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Πεντεφούντης δεν δίσταζε ακόμα να εφαρμόσει και …αθέμιτο ανταγωνισμό αρκεί να έφερνε αποτέλεσμα στον πελάτη του. Είχε και το χάρισμα να εφευρίσκει ιδέες για πιο εντυπωσιακό τελάλισμα.
Μας αναφέρει σχετικά ο Καλομενόπουλος:
«Διαλαλούσε ο τελάλης και με τρόπο πειστικό
έλεγε στους Ρεθεμνιώτες το μεγάλο ξαφνικό:
«ΤουΤζών θα ‘ρθει το παπόρι το βραδάκι στις εφτά
και του συναγωνισμού τα δώρα πλούσια θα σας τα φέρει
Για να κάνετε ταξίδι δεν χρειάζονται λεφτά
γιατί όλους τ’ επιβάτες …δωρεάν θα μεταφέρει».
Ξαποπίσω ο Πεντεφούντης κραύγαζε πιο δυνατά.
Και τα λόγια του αντηχούσαν σαν καμπάνα που χτυπά
«Ας τ’ ακούσει κάθε γέρος, κάθε νιος, κάθε παιδί
Και ο κάθε Ρεθεμνιώτης -που αλήθεια πάντα τούπα
Το βραδάκι καταφθάνει το παπόρι του Γουδή
Όλοι οι επιβάτες …τζάμπα κι από πάνω και μια …σούπα!»
Φανατικός Βενιζελικός
Στη διαφήμιση των πλοίων κυριολεκτικά δεν πιανότανε. Έβαζε τα δυνατά του και αλώνιζε επανειλημμένα και ευσυνείδητα τους κεντρικούς δρόμους.
«Το ταχύπλουν και ηλεκτροφώτιστον θαλαμηγόν ατμόπλοιον «Κανάρης», αναχωρεί».
Όταν διαλαλούσε εκείνο το «Παραααααάρτημα» με την αγριοφωνάρα του κοψοχόλιαζε επί το πλείστον τους Ρεθεμνιώτες που περίμεναν με αγωνία τη βόμβα της είδησης που θα μπορούσε να περικλείει.
Όταν ήταν νηφάλιος, γιατί εθεωρείτο από τα πολύ γερά ποτήρια του Ρεθύμνου, ήταν Βενιζελικός για τους Βενιζελικούς και ουδέτερος για τους αντιβενιζελικούς.
Αλλά όταν τα ‘χε κοπανήσει γερά-Βενιζελικός το φρόνημα άρχιζε να τραγουδά με φωνάρα βραχνή και στεντόρεια «Βενιζέλε μας πατέρα της πατρίδας…».
Σαν να μην έφτανε αυτό πήγαινε να κάνει κόντρα με τους αντιβενιζελικούς τραγουδώντας και πετώντας στο τέλος το απαραίτητο «Μπουμ η λίρα».
Πέντε «φούντια» μυαλό
Έτσι πορευόταν και έθρεφε οικογένεια ο Πεντεφούντης.
Πώς του κόλλησαν αυτό το παρατσούκλι;
Ο Μαμαλάκης υποθέτει από τη λέξη «φούντι» που αποτελεί υποδιαίρεση ρώσικης μονάδας μετρήσεως. Εκείνη την εποχή οι Ρώσοι που ζούσαν στο Ρέθυμνο χρησιμοποιούσαν αυτή τη μονάδα μέτρησης. Και το παρατσούκλι του Ψιλλάκη υποδήλωνε την ποσότητα του μυαλού του κατά τους συμπολίτες του που του αναγνώριζαν μόνο πέντε φούντια μυαλό.
Κάποια φορά που άλλαξε η μόδα, οι γυναίκες έκοψαν τα μαλλιά τους, οι άντρες ψαλίδισαν άγρια το μουστάκι κι ο Πεντεφούντης δεν μπορούσε να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός:
«Ήρθε η μόδα Φαραώ
και κόψαν τις πλεξούδες
κι οι άντρες τα μουστάκια τους
και γίνανε μαϊμούδες -μπουμ η λίρα.
Πολλές φορές τους κολλούσε στον τοίχο με τις ατάκες του, όπως «Την υγειά μου να ‘χω ‘γω κι από νου πορεύομαι».
Ένας άκακος άνθρωπος
Ήμερος σαν αρνί και καλοκάγαθος, δεν θύμωνε, δεν αγρίευε, είχε υποταχθεί στη μοίρα του, παρά τη σφαλιάρα που έπεφτε σύννεφο συχνά από τους ρηχούς, που ήθελαν να διασκεδάσουν.
Ντυμένος με μια φθαρμένη χακί φορεσιά και με γοβάκια που έπλεαν μέσα τα γυμνά του πόδια, βάδιζε γέρνοντας λίγο εμπρός, το μικρό κορμί του με μεγάλες δρασκελιές, ενώ πίσω στο ένα του αυτί είχε στηρίξει ένα κλαδί βασιλικό ή ένα καντιφέ και στο άλλο τσιγάρο. Κρατούσε κάτω από την αριστερή μασχάλη του το δέμα με τις εφημερίδες, ενώ το άλλο χέρι το είχε τεταμένο κουνώντας το ρυθμικά.
Μα αυτό τον τρόπο μπορούσε να χαιρετά βγάζοντας την τραγιάσκα του, όταν συναντούσε αξιοσέβαστα πρόσωπα, ή να την πετά στον αέρα όταν ζητωκραύγαζε.
Δάκρια για το Αρκάδι
Σε μια θεατρική παράσταση για το Αρκάδι που δινόταν στον πέργιαυλο της Νεραζτές, έδωσε το παρόν πληρώνοντας με αξιοπρέπεια και το εισιτήριό του.
Κάθισε αλλά δεν κράτησε για πολύ η σοβαρότητά του. Εκεί στα καλά καθούμενα πέταξε ψηλά την τραγιάσκα του φωνάζοντας «Ζήτω τ’ Αρκάδι» και φυσικά «μπουμ η λίρα» κι έπειτα πάλι ηρέμησε.
Άλλωστε ξεκίνησε η παράσταση. Ο Πεντεφούντη δεν έβγαλε άχνα. Μόνο τον είδαν δυο τρεις φορές να σκουπίζει τα μάτια του που είχαν πλημμυρίσει δάκρια.
Ένας σοβαρός οικογενειάρχης
Είχε κι άλλη περίεργη πλευρά ο Πεντεφούντης.
Μια φορά το χρόνο ανήμερα το Πάσχα έβαζε το μοναδικό του τριμμένο κοστούμι, έπαιρνε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά και σοβαρός σοβαρός ακουμπούσε όλα τα φιλοδωρήματα που είχε μαζέψει τις άγιες μέρες στον αμαξά που είχε την καλύτερη άμαξα για μια βόλτα μέχρι τον Πλατανιά.
Και τι περίεργο …Κανένας δεν τολμούσε τότε να τον κοροϊδέψει. Για μια φορά το χρόνο ήταν ένας αξιοσέβαστος οικογενειάρχης… Κι όμως έφτασε και στο έσχατο σημείο εξευτελισμού για ένα τσουβάλι αλεύρι που θα έδινε για καιρό ψωμί στην οικογένεια…
Μια απάνθρωπη πλάκα
Κάθε τελευταία Απόκρια ο Πεντεφούντης αποτελούσε μια έξαλλη νότα ευθυμίας και εξωφρενισμών.
Κυκλοφορούσε το πρωί ντυμένος στο χακί με μια μάσκα στο πρόσωπο και στο κεφάλι εκείνο το μαύρο, σκληρό, γυαλιστερό με κάτι σαν μικρό θόλο καπέλο. Του το είχαν χαρίσει και το φορούσε χρονιάρες μέρες και στα μεγάλα του κέφια.
Άρχιζε να πίνει -κερασμένο το κρασί λόγω της μέρας- και μέχρι το βράδυ γινόταν σταφίδα.
Κατά το απόγευμα άρχιζε τις μεταμφιέσεις.
Γινόταν αράπης βάφοντας το μούτρο του με μαύρο βερνίκι.
Μια φορά τις τελευταίες απόκριες ένα βραδάκι του υποσχεθήκαν ένα ολόκληρο τσουβάλι αλεύρι χάσικο αν έβγαινε στο δρόμο -εν αδαμιαία περιβολή.
Σε ζαχαροπλαστείο της οδού Αρκαδίου έγιναν οι διαπραγματεύσεις.
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, γιατί εκείνη την εποχή ο κόσμος κυριολεκτικά έλεγε το ψωμί ψωμάκι.
Αλλά και να γδυθεί; Ντροπή…
Για πρώτη φορά αγρίεψε στη ζωή του.
– Ίντα εντερψίδικα πράματα είναι αυτά; Μα πιωμένοι είστε πατριώτες; Κι ύστερα το χάψι αποκριάτικα δεν το σκέφτεστε; Τσιτσίδι μωρέ στον κόσμο;;;
Μυρίστηκαν την πλάκα και οι άλλοι από γύρα κι άρχισαν να ενισχύουν την πρόταση αγγίζοντας το φουκαρά στις πιο ευαίσθητες χορδές του. Έφεραν μπροστά του και το τσουβάλι για να το βλέπει.
– Μιχάλη έλα στα συγκαλά σου. Φαρίνα μωρέ είναι το βραβείο. Κατέεις πόσους παράδες πιάνει;
Θα στένεις τσικάλι ένα μήνα και θα πέψεις και τα δυο σου κοπέλια στο σχολείο.
Εκεί πια ο Πεντεφούντης λύγισε.
Να μπορέσει λέει να στείλει τα κοπέλια του στο σχολείο. Το να ήταν εφτά και το άλλο δέκα. Να τον επάρει βιβλία να γενούνε ανθρώποι. Χριστέ μου να μη φτάξουνε τα δικά του χάλια τα βασανισμένα.
Έβγαλε συλλογισμένος το καπέλο και ‘ξυσε τη φαλάκρα του.
– Εντάξει μωρέ. Αλλά με μια συμφωνία. Να μου βρείτε φούμο να μαυρίσω το κορμί μου και δεν θα βγω από τη μεγάλη αγορά που δεν πέφτει βελόνα χάμαι από τον κόσμο αλλά από τη μεριά τση προκυμαίας που ‘ναι ο κόσμος λίγος.
Έγιναν δεκτοί οι όροι και εκείνος παρουσιάστηκε σε λίγο ολόγυμνος και μαυρισμένος με φούμο, κοίταξε τουρτουρίζοντας από το κρύο και ντροπιασμένος, δεξά ζερβά κι ύστερα αλαφιασμένος πήρε φόρα βγήκε την προκυμαία και σαν δρομέας έκανε διαδρομή 100 μέτρων και γύρισε στην αφετηρία.
Αφού ντύθηκε ήρθε η ψυχή του στη θέση της.
– Το τσουβάλι μωρέ που είναι; ρώτησε με λαχτάρα.
– Να το Μιχάλη δικό σου είναι.
Αγκάλιασε σαν τρελός από χαρά το τσουβάλι και πήρε δρόμο βροντοφωνάζοντας «μπουμ η λίρα».
Κάθε Αποκριά γδυνόταν
Ο Κώστας Μαμαλάκης αναφέρει ότι αυτό το ξεγύμνωμα στην καρδιά της αποκριάς έγινε για το τσουβάλι με το αλεύρι μια και μόνο φορά.
Ο Καλομενόπουλος πάλι το αναφέρει σαν ετήσια συνήθεια «Κάθε Απόκριες εγδυνόταν και γινότανε τσιτσίδι».
Ποιος ξέρει; Σημασία έχει ότι ο γραφικός αυτός τύπος πέθανε μεθυσμένος. Και πολύ χαριτωμένα κλείνει το κεφάλαιο αναφοράς του ο Κώστας Μαμαλάκης.
Όσοι τον καταφρόνεψαν, τον χλεύασαν, τον καρπάζωσαν στη γη, άμα τον συναντήσουν έκπληκτοι λαμπρά αποκατεστημένο στα ουράνια δώματα, θα διαπιστώσουν ότι ανεξίκακος πάντα ο Πεντεφούντης δεν τους κρατά κακία.
Ο Μιχάλης -είχε αποκατασταθεί και στο πραγματικό του όνομα- σκασμένος στα γέλια θα περιοριστεί μόνο να τους πειράξει άκακα πετώντας τους κατάμουτρα ένα: «Μπουμ βρε η λίρα…».
Μακάβριες φάρσες
Οι φάρσες όμως ήταν κάτι συνηθισμένο στην τοπική κοινωνία, ιδιαίτερα μέρες αποκριάς. Έφθαναν ακόμα και στα άκρα. Όπως αυτή που είδε και το φως της δημοσιότητας στον τοπικό τύπο. Διαβάζουμε στην «Κρητική Επιθεώρηση» (23 Φεβρουαρίου 1969).
Πρωτότυπη όσο και μακάβρια μασκαράτα έκανε προχθές ένας συμπολίτης γνωστός από τα αστεία του, αλλά και από τον μακαρίτη τον καρνάβαλο του Ρεθύμνου. Κι ασφαλώς αν εγένετο διαγωνισμός για την καλύτερη έμπνευση μεταμφίεσης θα παίρνε το πρώτο βραβείο.
Αλλά ακούστε τι έκανε:
Πήρε τρία ταξί, επιστράτευσε μερικούς φίλους του και τους έβαλε μέσα και δανείστηκε κι ένα φέρετρο από ένα φερετροπολείο. Και όταν έφθασαν κοντά στο σπίτι ενός φίλου του στον Μασταμπά μπήκε μέσα στο φέρετρο που φορτώθηκε έτσι στο πορτμπαγκάζ ενός από το ταξί. «Η Νεκροπομπή» προσχώρησε έτσι μέχρι το σπίτι του φίλου και κατέβηκαν δύο τρεις από τη συνοδεία» συντετριμμένοι και περίλυποι και του φώναξαν να κατέβη να δει τον καλό του φίλο που είχε πεθάνει αιφνιδίως. Εν τω μεταξύ είχε ξεμυγιστεί η γειτονιά, μια – δύο γυναικούλες άρχισαν να συρομαδιούνται και ενώ ο φίλος του βρισκότανε ακόμη στην κατάσταση της καταπλήξεως, σηκώθηκε ο «νεκρός» τεντωμένος και σοβαρός παριστάνοντας τον Λάζαρο.
Αλλά μετά την «Ανάστασή του» ο χωρατατζής συμπολίτης το’ βαλε στα πόδια… γιατί ήξερε πως οι περίοικοι και ο φίλος του θα τον κερνούσαν, κανένα «φόρτωμα» ξύλο για την λαχτάρα που τους έκανε.
Σε συνέδριο που έγινε πριν από μερικά χρόνια στο Μασταμπά ο κ. Νίκος Δερεδάκης μας έφερε στο φως και νέα στοιχεία για την περίπτωση αυτή.
Και αναφέρει ως πρωταγωνιστή του περιστατικού τον αξέχαστο Μάρκο Γιουμπάκη, που με το αστείρευτο κέφι του έδινε χρώμα στις απόκριες.
Κάθε βράδυ λοιπόν ο Γιουμπάκης με την παρέα του πήγαινε στο ρακάδικο του Χαράλαμπου Αναγνωστάκη, του γνωστού Χαραλαμπά στην Αγιά Βαρβάρα.
Ήταν απόκριες του 1969. Αργά το βράδυ χτυπάει η πόρτα του σπιτιού του Χαραλαμπά, κάπου εκεί, ψηλά στον Μασταμπά. Ο Χαραλαμπάς μόλις είχε γυρίσει από το ρακάδικό του. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει μπροστά του περίλυπο τον φίλο του, τον ταξιτζή Γιώργο Βαλέργα. «Έλα γρήγορα Χαράλαμπε, γιατί πέθανε κάποιος στο χωριό σου το Όρος», του λέει ο Βαλέργας. Στο χωριό ζούσαν οι γονείς και τα αδέρφια του Χαραλαμπά. Βγαίνουν όλοι έξω και βλέπουν στο πορτμπαγκάζ του ταξί ένα φέρετρο. Από πίσω ένα περιπολικό με αναμμένο τον φάρο, καθώς και άλλα αυτοκίνητα γεμάτα κόσμο. Η Ισμήνη, η γυναίκα του Χαραλαμπά αρχίζει να φωνάζει, να τραβάει τα μαλλιά της και να ξεσηκώνει τη γειτονιά στο πόδι. Με τη φασαρία βγήκαν όλοι οι γείτονες στα μπαλκόνια των σπιτιών τους. Μέσα στο φέρετρο είχε μπει ο Μάρκος Γιουμπάκης, που είχε όμως ξεχάσει να βγάλει τα χαρακτηριστικά γυαλιά του. Ο Χαραλαμπάς, με πόδια τρεμάμενα, πάει να σηκώσει το φέρετρο για να το βάλει στο σπίτι. Στο μισοσκόταδο όμως διακρίνει τον σκελετό των γυαλιών (νεκρός και γυαλιά δεν πάνε) και καταλαβαίνει ότι πρόκειται για φάρσα. Δεν λέει όμως τίποτα. Ανασηκώνει το φέρετρο και το αφήνει με δύναμη να πέσει κάτω! Έντρομος ο Γιουμπάκης από την απρόσμενη εξέλιξη, «αναστήνεται» πετιέται μέσα από το φέρετρο και το βάζει στα πόδια φοβούμενος ότι θα φάει πολύ ξύλο. Μπαίνει στο περιπολικό που ήδη έχει αρχίσει να βαράει τη σειρήνα και φεύγουν.
Η πλάκα μαθεύτηκε την επομένη σε όλη την πολιτεία. Ακόμα και ο Δεσπότης το έμαθε και την Κυριακή κάλεσε όλη την παρέα στο Δεσποτικό και τους «έψαλε τον εξάψαλμο».
Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλες συνήθειες, άλλες πλάκες…
Το περιστατικό αναφέρει ο εκλεκτός ιστοριοδίφης εκπαιδευτικός και στην ιστοσελίδα του.
Θα συνεχίσουμε όμως.
ΠΗΓΕΣ:
Πολιτιστικό Ρέθυμνο
Πρακτικά συνεδρίου Μασταμπά
Ιστοσελίδα Νίκου Δερεδάκη