Ο προϋπολογισμός ενός Δήμου είναι η αποτύπωση του οράματος της δημοτικής αρχής για την πορεία του τόπου και επομένως η κατάθεσή του και η συζήτησή του στο δημοτικό συμβούλιο είναι μια από τις σπουδαιότερες συνεδριάσεις. Ίσως η κορυφαία στιγμή κάθε έτους.
Με τον προϋπολογισμό, αποτυπώνεται η πρόθεση και η ικανότητα της δημοτικής αρχής να σχεδιάσει τη πορεία του τόπου μέσα σε εύκολες ή μέσα σε δύσκολες οικονομικές συγκυρίες, να εξασφαλίσει τις βασικές υποδομές και να αντιμετωπίσει έκτακτες ή μόνιμες κοινωνικές ανάγκες, να προωθήσει την Αλληλεγγύη και τον Πολιτισμό, ανταποκρινόμενη έτσι στα αιτήματα των δημοτών.
Είναι κάτι παραπάνω από εμφανές σε όλους μας ότι οι προϋπολογισμοί των Δήμων και των Περιφερειών, συνολικά των φορέων της γενικής κυβέρνησης, κινούνται στην ίδια πορεία με τους κρατικούς προϋπολογισμούς και εκτελούνται συμπληρωματικά προς αυτούς. Οι προϋπολογισμοί των Δήμων λοιπόν είναι προσαρμοσμένοι στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής με κύριο άξονα τη μείωση της χρηματοδότησης των Δήμων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η διαδικασία σύνταξης των προϋπολογισμών των δήμων ελέγχεται ασφυκτικά από την κεντρική εξουσία. Αυτός είναι ο λόγος που η κυβέρνηση κάθε χρόνο με την καθιερωμένη ΚΥΑ περί συγκρότησης του προϋπολογισμού των Δήμων καθορίζει το πως θα κινηθεί ένας Δήμος. Περιοριστική πολιτική, δηλαδή περικοπές σε κοινωνικές δαπάνες, αύξηση ιδίων εσόδων, ανταποδοτικότητα σε όλες τις παρεχόμενες δημοτικές υπηρεσίες. Ούτε αυτοδιοίκηση ούτε δημοκρατία είναι αυτό. Παράλληλα η κρατική χρηματοδότηση βαίνει συνεχώς μειούμενη.
Οι συνεχείς περικοπές των ΚΑΠ στην Αυτοδιοίκηση σε ποσοστό άνω του 60%, η δραματική μείωση της ΣΑΤΑ σε ποσοστό 85% και η ανυπαρξία πόρων από το «Πράσινο Ταμείο», δυστυχώς αποστερεί από τους Δήμους τους αναγκαίους πόρους για να στηρίξουν τις τοπικές τους κοινωνίες, μέσα σε συνθήκες βαθειάς κρίσης.
Επιπλέον ο νόμος 3852/2010 ορίζει οι Δήμοι να λαμβάνουν το 21,3% των εσόδων του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, όμως σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό οι Δήμοι προβλέπεται να πάρουν μόνο το 10%. Αντίστοιχα, στο ΦΠΑ ο νόμος ορίζει το 12% να αποτελεί έσοδο των Δήμων, στον κρατικό προϋπολογισμό προβλέπεται το 7%, στον ΕΝΦΙΑ οι Δήμοι έχουν ως νομοθετημένα έσοδα το 11,3% ενώ στον κρατικό προϋπολογισμό προβλέπεται μόνο το 4% των εσόδων από τους φόρους περιουσίας.
Αυτή η στρατηγική των αναδιαρθρώσεων οδηγεί στην επιβάρυνση των δημοτών με την διεύρυνση της ανταποδοτικότητας και τις ιδιωτικοποιήσεις. Όσο δεν αλλάζει ριζικά αυτό το δημοσιονομικό πλαίσιο της δραματικής περικοπής πόρων, της συρρίκνωσης των κοινωνικών δομών, της ιδιωτικοποίησης υπηρεσιών και έργων, της ανταποδοτικότητας κλπ, τόσο πιο πολύ θα ζητείται από τους δημότες να βάλουν το χέρι στην τσέπη ακόμα και για τα στοιχειώδη και δεν θα αλλάξει η κατάσταση στην πόλη ριζικά.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται και ο προϋπολογισμός που μας φέρνει σήμερα η διοίκηση του Δήμου να εγκρίνουμε, εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις κατευθύνσεις της κεντρικής διοίκησης.
Παράλληλα ο ασφυκτικός έλεγχος του Οικονομικού Παρατηρητηρίου και η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται απ’ αυτό, καθώς και οι οδηγίες από το αρμόδιο Υπουργείο, δεν αφήνουν το περιθώριο στους Δήμους να συντάξουν πραγματικούς, ρεαλιστικούς και εφαρμόσιμους προϋπολογισμούς, εδραιωμένους πάνω σε πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, αλλά αντίθετα, προϋπολογισμούς δήθεν ισοσκελισμένους σε μεγάλο βαθμό πλασματικούς και μη εφαρμόσιμους.
Ο προϋπολογισμός του Δήμου για το έτος 2017 όπως και οι προηγούμενοι είναι αμιγώς διαχειριστικός και στερείται οράματος και προοπτικής ανάπτυξης. Επιπλέον και σε αυτόν τον προϋπολογισμό δεν υπήρξε καμία ουσιαστική κοινωνική διαβούλευση, καμία διαδικασία συμμετοχικού προϋπολογισμού. Όπως προβλέπει το άρθρο 75 του νόμου 3852/2010 ένας προϋπολογισμός πρέπει να είναι συμμετοχικός να ενεργοποιούνται οι πολίτες σε λαϊκές συνελεύσεις. Ο προϋπολογισμός δεν είναι ένα απλό λογιστικό φύλλο όπου καταγράφονται έσοδα και έξοδα, αλλά αποτελεί κυρίως μια βαθειά πολιτική πράξη, αφού μέσω αυτού υλοποιείται το πρόγραμμα και το σχέδιο της δημοτικής αρχής.
Τόσο ο προϋπολογισμός του έτους 2017, όπως και το τεχνικό πρόγραμμα του Δήμου είναι λιτός.
Είναι ένας προϋπολογισμός της τάξης των 54.094.102,57 ευρώ, στον οποίο αν αφαιρεθούν τα πάγια και σταθερά έξοδα (π.χ. μισθοδοσία, έξοδα προσωπικού, προνοιακά επιδόματα, πληρωμές παρελθόντων οικονομικών ετών κλπ),δεν απομένει παρά μόνο το ποσό των 15,3 εκατομμυρίων ευρώ για την άσκηση μιας υποτυπώδους δημοτικής πολιτικής.
Το τεχνικό πρόγραμμα του έτους 2017 ύψους 15,3 εκατομμύριων ευρώ δεν καλύπτει δυστυχώς τις ανάγκες των δημοτών του Δήμου μας. Επιπλέον δεν υπάρχουν σε αυτό ιεραρχημένες διεκδικήσεις και χωρίς τη συμμετοχή και την ενεργοποίηση των δημοτών και των φορέων της πόλης μας το τεχνικό πρόγραμμα είναι ένα σχέδιο χωρίς όραμα για την τοπική κοινωνία.
Μικρό επίσης είναι και το αποθεματικό ύψους 736.988,84 ευρώ για το έτος 2017. Το 2016 είχε προϋπολογιστεί 1.000.000 ευρώ.
Τα τακτικά έσοδα του Δήμου προϋπολογίζονται για το έτος 2017 κατά 2,2 εκατομμύρια ευρώ λιγότερα από τα αντίστοιχα του 2016.
Από το σύνολο των εσόδων του προϋπολογισμού τα οκτώ (-8-) εκατομμύρια ευρώ περίπου προέρχονται απευθείας από την εφόρμηση του Δήμου στην τσέπη των κατοίκων. Πρόκειται για τα ανταποδοτικά τέλη καθαριότητας-φωτισμού, τον φόρο ηλεκτροδοτούμενων χώρων, του ΤΑΠ, τα έσοδα από λοιπά τέλη- δικαιώματα-παροχή υπηρεσιών κλπ.
Τα τέλη αυτά για το έτος 2017 ναι μεν δεν αλλάζουν ουσιαστικά, όμως ήδη βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα και βαρύνουν περισσότερο τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις. Σ’ αυτή τη δύσκολη λοιπόν συγκυρία οι συνδημότες μας καλούνται να πληρώσουν φόρους και τέλη τόσο στο κράτος όσο και στον Δήμο για την λειτουργία των υπηρεσιών οι οποίες όλο και αποδυναμώνονται και συρρικνώνονται.
Η πλασματικότητα του, προκύπτει από το γεγονός ότι προϋπολογίζονται ως εισπρακτέα υπόλοιπα από βεβαιωθέντα έσοδα ΠΟΕ 7.933.221,75 ευρώ. Αυτά τα χρήματα είναι τελείως αδύνατο να εισπραχθούν, καθώς από τα νούμερα προκύπτει ότι ο μέσος όρος εισπραξιμότητας παλιότερων οφειλών προς τον Δήμο, κυμαίνεται στην καλύτερη περίπτωση στο ποσό των 800.000 ευρώ περίπου ετησίως, ενώ η εκτίμηση είσπραξης που γίνεται μέχρι 31-12-2016 είναι μόλις 756.199,48 ευρώ(!!). Άλλωστε και οι «προβλέψεις μη είσπραξης» που η ίδια η δημοτική αρχή κάνει μέσα στο κείμενο του προϋπολογισμού, ανέρχονται στο ποσό των 8.150.544,03 ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι βεβαιώνονται πλήθος οφειλών, που όμως είναι σχεδόν αδύνατο να εισπραχθούν! Όλα αυτά θα οδηγήσουν σε εκτροχιασμό του εν λόγω προϋπολογισμού και σε συνεχείς αναμορφώσεις του, μέσα από μεθόδους «κοπτοραπτικής», που αποτελούν πλέον πάγια και συνηθισμένη πρακτική και αποδεικνύουν έτσι έμπρακτα την πλασματικότητα και πλημμελή εφαρμογή σχεδόν όλων των έως τώρα προϋπολογισμών και επομένως και του έτους 2017.
Μέσα στο υπάρχον ασφυκτικό νομοθετικό πλαίσιο τα βασικά ζητήματα που ταλαιπωρούν τους δημότες του Δήμου μας δεν μπορούν να λυθούν. Επομένως πρέπει να αγωνιστούμε για την:
– Πλήρη κρατική χρηματοδότηση των Δήμων που να καλύπτει το σύνολο των αναγκών τους
– Κατάργηση της θεσμοθέτησης της λεγόμενης «οικονομικής αυτοτέλειας» των Δήμων και του Οικονομικού Παρατηρητηρίου
– Τη μείωση των τελών και των ανταποδοτικών φόρων για τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις
– Ουσιαστική ελάφρυνση και ρύθμιση παλαιών οφειλών για τα λαϊκά στρώματα και τους μικροεπαγγελματίες, για το πάγωμα των κατασχέσεων και πλειστηριασμών που έχουν εκδοθεί από τους Δήμους
– Αξιοποίηση των κονδυλίων ΕΣΠΑ για βασικές υποδομές (σχολική στέγη, κοινωνικές υποδομές, αντιπλημμυρική – αντισεισμική θωράκιση, ασφαλή οδικά δίκτυα, αποχέτευση).
– Ολοκληρωμένη λειτουργία των υπηρεσιών των ΟΤΑ, χωρίς ΣΔΙΤ – ΚΟΙΝΣΕΠ, ΜΚΟ με εργαζόμενους με σταθερή δουλεία, με μισθούς και δικαιώματα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους μπορούμε να πούμε ότι ο προϋπολογισμός του Δήμου Ρεθύμνου για το έτος 2017 είναι άλλος ένας προϋπολογισμός λιτότητας και περικοπών, χωρίς στοιχεία ανάπτυξης, ελλειμματικός στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής, γι’ αυτό και τον καταψηφίζουμε.
* Ο Σταύρος Βουρβαχάκης είναι οικονομολόγος- δημοτικός σύμβουλος