Μελετώντας μια δημοσκόπηση, συνήθως, μένουμε στο εντυπωσιακό, δηλαδή στην πρόθεση ψήφου, αφήνοντας αρκετά στην «άκρη» άλλα ευρήματα εξίσου αξιοσημείωτα.
Στις μετρήσεις των τελευταίων ημερών (κυρίως για τις ευρωεκλογές) η Ν.Δ. έχει μειώσει τη διαφορά της από τον ΣΥΡΙΖΑ στο μισό. Έτσι, η δημοσκοπική τους απόσταση βρίσκεται περίπου στο 1,2% ή 1,4%… Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να «εισπράξει» και να «κεφαλαιοποιήσει» σε ποσοστά και ψήφους τη δυσκολία που έχουν στην καθημερινή τους ζωή μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Αντιστρόφως τα κοινωνικά αυτά στρώματα φαίνεται να διατηρούν την ελπίδα για κάτι καλύτερο ή να αναγνωρίζουν τις προσπάθειες του πρωθυπουργού να σταθεί η χώρα στα πόδια της.
Με άλλα λόγια δεν είναι μόνο το επικοινωνιακό έλλειμμα του ΣΥΡΙΖΑ που τον κρατάει σταθερό στα ποσοστά αυτά, αλλά το έλλειμμα αξιοπιστίας σε ότι έχει να κάνει με την «κυβερνησιμότητα». Με ένα σχέδιο -ένα πλάνο- διακυβέρνησης του τόπου. Η αδυναμία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εκφράσει σε καίρια ζητήματα (κυρίως οικονομικά) μια σαφή και ρεαλιστική πολιτική είναι ολοφάνερη και στις πρόσφατες μετρήσεις. Σύμφωνα με την έρευνα της GPO το 74,2% των πολιτών απαντάει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ακόμα σε θέση να κυβερνήσει.
Στην ίδια δημοσκόπηση ο Αντώνης Σαμαράς θεωρείται καταλληλότερος πρωθυπουργός για το 42,8% των πολιτών έναντι 30% του κ. Αλέξη Τσίπρα. Τα δύο αυτά στοιχεία (από κοινού) δείχνουν το διπλό έλλειμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο το έλλειμμα στη διακυβέρνηση (και την αξιοπιστία του) όσο και το έλλειμμα στην επικοινωνία (λόγω πολιτικής πολυγλωσσίας) και στα πολιτικά του αντανακλαστικά. Έτσι, αδυνατεί να αποκτήσει και να αναπτύξει μια δυναμική εξουσία. Ένα παράδειγμα που ξεκάθαρα φανερώνει όσα υποστηρίζουμε παραπάνω είναι το σύνολο των άμεσων ανακλαστικών του Αντώνη Σαμαρά (και σε μεγάλο βαθμό της κυβέρνησης) στην περίπτωση των σεισμών στην Κεφαλονιά. Ο κ. Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ διακρίθηκαν για την αμηχανία τους και για το έλλειμμα ουσιαστικών προτάσεων την ώρα που ο πρωθυπουργός (και με την παρουσία του) έδειξε κοινωνικά – πολιτικά – κυβερνητικά αντανακλαστικά και πήρε «πάνω του» το σοβαρό και έκτακτο αυτό γεγονός.
Την ίδια στιγμή η «πολιτική Βαβέλ» γύρω από βασικά ζητήματα, ίσως και οι εσωκομματικές μικροεξουσίες («μικρο-βιλαέτια» απόψεων) στον ΣΥΡΙΖΑ δημιουργούν αμφιβολίες – ανασφάλεια- σύγχυση στην κοινή γνώμη. Η ισχυρή μειοψηφία του κ. Λαφαζάνη (περίπου 30% εσωκομματικά) βοηθάει κι αυτή με τις δικές της δυνάμεις σ’ αυτήν την «πολιτική – Βαβέλ». Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τις «αστοχίες» σε ότι έχει να κάνει με ορισμένες επιλογές προσώπων για την τοπική Αυτοδιοίκηση (βλ. Θ. Καρυπίδης, Οδ. Βουδούρης) τότε έχουμε μερικά ακόμα στοιχεία του «παζλ», χωρίς, φυσικά, να το έχουμε ολόκληρο.
Ο πολίτης-ψηφοφόρος (παρ’ ότι ακόμα βρίσκεται σε δύσκολη θέση σε ότι αφορά την καθημερινότητά του) αξιολογεί τόσο τον πρωθυπουργό που «παίρνει πάνω του» το κύριο βάρος μιας προσπάθειας φέρνοντας αποτελέσματα όσο και το έλλειμμα διακυβέρνησης (ιδέες και σχέδιο μη ρεαλιστικό) της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η σύγκριση αυτή, λοιπόν, δεν αφήνει περιθώρια στον ΣΥΡΙΖΑ να αναπτύξει μια δημοσκοπική δυναμική. Ο ρεαλισμός – τα κοινωνικά πολιτικά αντανακλαστικά κερδίζουν την πολυγλωσσία μιας «πολιτικής-Βαβέλ»…
Είναι αξιοσημείωτη αλλά ταυτόχρονα εξηγήσιμη η πολιτική αντοχή της Ν.Δ. και φυσικά του Αντώνη Σαμαρά. Μια δημοσκοπική διαφορά (στα όρια του στατιστικού λάθους), άρα και αναστρέψιμη. Κυρίως μάλιστα αν τη δούμε σε ότι έχει σχέση με τις Ευρωεκλογές, όπου η ψήφος είναι περισσότερο «χαλαρή» πολιτικά και συνήθως πιο «ευνοϊκή» για την αντιπολίτευση. Για την ώρα -αυτή τη φορά- δεν φαίνεται αυτό να ισχύει…
Ένα άλλο εύρημα από την έρευνα της GPΟ δείχνει ότι το 56,6% των ψηφοφόρων δεν επιθυμεί το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών να αποτελέσει απαρχή εξελίξεων, δηλαδή προσφυγή σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ζητάει εδώ και μήνες πρόωρες εκλογές, ενώ έχει δώσει χαρακτήρα «Δημοψηφίσματος» στις Ευρωκάλπες.
Και στην περίπτωση αυτή η αξιωματική αντιπολίτευση φαίνεται να βρίσκεται σε αντίθεση με την πλειοψηφία της κοινής γνώμης, που αξιολογεί την (κυβερνητική – πολιτική) σταθερότητα ως βασικό στοιχείο σε μια κομβική περίοδο για τον τόπο.
Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση όπου ο ΣΥΡΙΖΑ προηγηθεί στις Ευρωεκλογές με «βραχεία κεφαλή» (4%-5% περίπου) τα όσα παραπάνω έχουμε αναφέρει δεν ανατρέπονται. Είναι καιρός στον τόπο αυτό να κρίνουμε – αξιολογούμε – αυτοτελώς τις εκλογικές αναμετρήσεις. Καλό είναι οι θεσμοί (Ευρωκοινοβούλιο – Ελληνική Βουλή) να διαχωρίζονται και να μην αναζητούνται συνεχώς αφορμές για αστάθεια. Είναι ότι χειρότερο την κρίσιμη αυτή στιγμή.
Ένας άλλος παράγοντας στο πολιτικό τοπίο είναι και το ΠΑΣΟΚ, που δημοσκοπικά κινείται περίπου στο 5% στις μετρήσεις για τις Ευρωεκλογές. Είναι, βέβαιο, ότι αυτό προβληματίζει πολλούς εντός και εκτός ΠΑΣΟΚ, για την επόμενη ημέρα της Ευρωκάλπης…
Κι αυτό, κυρίως, σε ότι έχει να κάνει με την σταθερότητα, που η χώρα έχει μεγάλη ανάγκη και μετά τις Ευρωεκλογές.
Για τον παράγοντα ΠΑΣΟΚ, όμως, θα κάνουμε λόγο σε επόμενο σημείωμά μας.
pgiannoulakis@yahoo.gr