Και ποιος Ρεθεμνιώτης δεν γνωρίζει το στρατόπεδο Θεοδωράκη; Η απορία μας όμως είναι πόσοι γνωρίζουν ποιος ήταν ο Θεοδωράκης, το όνομα του οποίου έχει δοθεί στο στρατόπεδο αυτό.
Κι όμως υπήρξε ένας σημαντικός Ρεθεμνιώτης, ένας ηρωικός αξιωματικός με καταγωγή από τις Αλώνες. Ακόμα ένας γενναίος με καταγωγή από το διάσημο για τις προσωπικότητές του χωριό.
Σύμφωνα με μια μαρτυρία του Μάρκου Ι. Πετράκη (Ιούλιο 1999) το χωριό Αλώνες λόγω της ιδιομορφίας του εδάφους και του ορεινού δύσβατου της περιοχής υπήρξε ορμητήριο πολλών Χαΐνηδων. Οι αδερφοί Θεοδωράκηδες ή Αναράψηδες (7 τον αριθμό) γέννημα θρέμμα των Αλώνων υπήρξαν οι σκληροί τιμωροί των Τούρκων (κυρίως γενίτσαρων) που εγκληματούσαν σε βάρος των χριστιανών. Με νυχτερινές εξορμήσεις κατέβαιναν νύχτα στα κάτω μέρια και έδιναν ένα καλό μάθημα στους εγκληματίες Τούρκους που ατίμαζαν και περιφρονούσαν τον Κρητικό. Η δράση τους βεβαίως ήταν μια ανάσα για τους Χριστιανούς, αλλά όπως είναι φυσικό προκάλεσαν την έχθρα και την οργή των Τούρκων που ζητούσαν ευκαιρία να τους εξοντώσουν. Οι Τούρκοι αποφάσισαν να τους αιφνιδιάσουν και να τους κτυπήσουν στο Λημέρι τους, στις Αλώνες. Μια μέρα, λοιπόν, (ακριβής ημερομηνία δεν είναι γνωστή) ήρθαν κρυφά στο χωριό και τύλιξαν το σπίτι τους (σημερινό κάτω σπίτι του Λευτέρη Αλεβυζάκη) την ώρα που τα 6 από τα 7 αδέλφια κοπάνιζαν ρασοτριβές, απαραίτητο επανοφώρι για τα χρόνια εκείνα. Μπήκαν στο σπίτι και με ωμότητα κατέσφαξαν τα 6 αδέλφια σ’ ένα αίμα, όπως λένε. Ακριβώς εκείνη την ώρα ερχόταν ο 7ος αδελφός ο Μανώλης, αλλά κάτι «μυρίστηκε» και οπισθοχώρησε κι έτσι γλύτωσε. Ο Μανώλης σοκαρισμένος και στεναχωρημένος, αποφάσισε να φύγει από τις Αλώνες και να πάει στη Μεσαρά. Εκεί νοικοκυρεύτηκε και μετά από χρόνια, όταν τα πράγματα είχαν καταλαγιάσει, αποφάσισε να γυρίσει πίσω και να κτίσει νέο σπίτι (σημερινό σπίτι Βαγγέλη Αλεβυζάκη). Οι συγχωριανοί του τον ονόμασαν Μπεγομανώλη (από το Μπέης), γιατί σε σχέση με τους άλλους ήταν οικονομικά ισχυρότερος. Δημιούργησε οικογένεια και παιδιά του ήταν η Αριστέα, αργότερα σύζυγος Ιωσήφ Πετράκη και ο Γιάννης. Παιδί δε του Γιάννη ήταν ο Μανώλης.
Από ηρωική γενιά
Από ηρωική γενιά λοιπόν ο Εμμανουήλ Ι. Θεοδωράκης «Θοδωρομανώλης», εγγονός του Μπεγομανώλη.
Γεννήθηκε στου Γάλλου το 1916. Ως υπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού, έλαβε μέρος με το 44ο Σύνταγμα Πεζικού, ως σημαιοφόρος του, στις επιχειρήσεις κατά των Ιταλών στην Αλβανία όπου και τραυματίστηκε στην Κλεισούρα.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ένα ρεπορτάζ του Σάββα Γενεράλη, στην «Κρητική Επιθεώρηση» (11/1/41) για την υποδοχή των πρώτων τραυματιών του μετώπου στην Αλβανία ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Εμμανουήλ Θεοδωράκης. Το παραθέτουμε επειδή μας δίνει την ατμόσφαιρα της εποχής και πως ένοιωθε η τοπική κοινωνία για τους στρατιώτες μας που πολεμούσαν στο μέτωπο. Αναφέρει σχετικά ο Σάββας Γενεράλης:
Οι αφιχθέντες τραυματίαι:
Έπρεπε να γίνει πόλεμος για να νιώσω τη συγκίνηση πούνοιωσα προχθές τ’ απομεσήμερο όταν φθάσανε οι πρώτοι τραυματίες. Κι όλο το Ρέθυμνο που είχε μαζευτεί στη «Μεγάλη Πόρτα» ένοιωθε την ίδια βαθειά κι αξέχαστη λαχτάρα.
Μόλις έφθασε το πρώτο αυτοκίνητο που τους έπαιρνε τους τιμημένους λαβωμένους, όλο το μάζεμα κι ο αέρας όλος αντιλάλησε από το χειροκρότημα του κόσμου. Μόλις παρουσιάστηκε ο πρώτος «κεφαλοδεμένος» στρατιώτης, το χειροκρότημα δυναμώθηκε με τα «ζήτω». Τον πρώτο ακολούθησε δεύτερος, τρίτος, ύστερα ένας αξιωματικός, ύστερα ένας αεροπόρος, τα μυριόστομα «ζήτω» και τα χειροκροτήματα, δυνάμωναν σε κάθε νέα εμφάνιση λαβωμένου.
Τρεις ώρες από τη μια, μέχρι τις τέσσερις ο κόσμος ήταν στριμωγμένος, δεξιά κι αριστερά, πίσω από την παράταξη του Φρουραρχείου, τη συγκινητική υποδοχή του Φρουράρχου που έκλαιγε από χαρά, του δημάρχου το ίδιο, του Νομάρχου και των Περιφερειακών Διοικητών αρρένων και θηλέων με τα δώρα και τα αναψυκτικά που τους έφεραν και μαζί μ’ αυτούς ο κόσμος όλος σας λέω -άλλο να τους βλέπατε με τα μάτια σας- παρακολουθούσε το συγκινητικό θέαμα να τους βγάζουν από τα αυτοκίνητα και να τους φιλούν σαν τα παιδιά τους κι ας ήταν οι περισσότεροι από την ανατολική Κρήτη, για να τους ακουμπήσουν να τους ρωτήσουν για τον αγώνα πως πάει.
– Ζήτω η Ελλάδα!
– Τους φάγαμε!
– Ζήτω τα παλικάρια μας!
– Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός!
Ζήτω ο Στρατός των μετόπισθεν! (εννοούσαν τη νεολαία).
Τέτοιες ήταν οι κραυγές που ξεσπούσαν από όλο εκείνο το πλήθος.
Όλων τα μάτια είχαν βουρκώσει. Αλλά γιατί δεν κλαίγανε φανερά; Ο Πρίαμος απαγόρευε τους βαρβάρους. Τρώες να κλαίνε, γιατί φοβότανε μη και δεν γίνουν καλοί στρατιώτες, ο Αγαμέμνων, άφηνε τους Έλληνες, γιατί οι Έλληνες, ήτανε πολιτισμένοι Καλώς τους δεχτήκαμε..».
Μαζί με τον Εμμανουήλ Θεοδωράκη είχαν έρθει με διάφορα τραύματα ο καθένας, ο Θεόδωρος Πρινιωτάκης (Ορθέ Αγίου Βασιλείου), Εφεντάκης Κωνσταντίνος (Δουμαεργιό Αγίου Βασιλείου), Μαρκαντώνης Χρίστος (Ελένες Αμαρίου), Λεμονάκης (Άνω Μέρος Αμαρίου), Μαρκάκης Γεώργιος (Μουρνέ), Χαλκιαδάκης Εμμανουήλ, Παπαδάκης Χαράλαμπος (Σπήλι), Μουντριανάκης Εμμ., Καλλέργης Κωνσταντίνος, Φοβάκης Εμμανουήλ, Πετράκης Εμμ. και Αλεβυζάκης Εμμανουήλ.
Ο τραυματισμός του αυτός δίνει στον Θεοδωράκη και το πρώτο του εύσημο.
Μάχη της Κρήτης
Κι έρχεται η Μάχη της Κρήτης. Ο Θεοδωράκης, αν και τραυματίας, τρέχει από τους πρώτους να υπερασπιστεί το νησί του. Αψηφά τις εντολές ανωτέρων και πολεμά με ομάδα ιδιωτών στις περιοχές Αποθαμένου και Καστελλάκια. Με τον άριστο χειρισμό ενός πολυβόλου, το μοναδικό που διέθεταν οι αγωνιστές μας, προκαλεί μεγάλες ζημιές στον εχθρό. Και στη διάρκεια της συγκλονιστικής αυτής μάχης θα τραυματιστεί ξανά. Αλλά αδιαφορεί για τα τραύματα και τους πόνους. Μόλις βρήκε την ευκαιρία εντάσσεται στην Αντίσταση και μάλιστα αποκτά τη δική του ομάδα. Συνεργάζεται στενά με Βρετανούς πράκτορες που δρουν στην περιοχή και αναλαμβάνει τις πιο κρίσιμες αποστολές.
Έρχεται η Απελευθέρωση και βρίσκει τον Θεοδωράκη να υπηρετεί στην Εθνοφυλακή.
Με το ξέσπασμα του εμφυλίου ως αξιωματικός του Ελληνικού στρατού κλήθηκε να πολεμήσει στα βουνά της Μακεδονίας το Δημοκρατικό στρατό. Τι κι αν γλίτωσε από τόσα εχθρικά βόλια, μοιραία έπεσε από φίλια πυρά στο Πλατύδρομο των Πιερίων. Ήταν 12 Μάρτη του 1948 και ο Θεοδωράκης ήταν μόλις 32 ετών. Σκοτώθηκε φωνάζοντας «Ζήτω η Ελλάς».
Έτσι έπεσε ο γενναίος ένα από τα παλληκάρια του 592 τάγματος που υπηρετούσε.
Επί της σορού του, ο Διοικητής του Τάγματος κ. Ι. Δασκαλόπουλος εκφώνησε τον ακόλουθο λόγο:
Έπεσες ως ήρωας. Έπεσες για την Ελλάδα, αγαπητέ Μανόλη. Η ζωή σου υπήρξε διαρκής εθνική δράση. Θα μείνει θρύλος. Από την εποποιία του ‘40-‘41 στ’ Αλβανικά βουνά με το 44 Συν/μα στην Κλεισούρα και Τρεμπεσίνα αρχίζει η ηρωική δράση σου και δέχεσαι το πρώτο τραύμα ως παράσημο της ανδρείας σου. Το Μάιο του ‘41 με τη λυσσαλέα προσβολή της Μεγαλονήσου από τον κατακτητή αψηφάς τα πάντα και με τους 20 Χωροφύλακες συμπολεμιστές σου εξοντώνεις τους 200 αλεξιπτωτιστές του εχθρού στο Ρέθυμνο όπου δέχεσαι το δεύτερο τραύμα. Ως αγνός Έλληνας και φλογερός πατριώτης ως ηρωικό τέκνο της ευάνδρου Κρήτης δεν ανέχεσαι την υποδούλωση της πατρίδας και συνεχίζεις ριψοκίνδυνα και τολμηρά την πολεμική σου δράση στα χρόνια της Κατοχής ως εθνικός αντάρτης και γίνεσαι το φόβητρο του κατακτητού στην περιφέρεια της ιδιαίτερης πατρίδας σου, το Ρέθυμνο. Πάντοτε ενθουσιώδης, πάντοτε τολμηρός, πάντοτε αυθόρμητα μου ζητούσες να εκτελείς τις δυσκολότερες και επικίνδυνες αποστολές. Ήσουν το ξεχωριστό παλληκάρι του Τάγματος. Έτσι, προχθές όρμησες ως γίγας να καταλάβεις το ύψωμα Πλατύ δρόμο στα Πιέρια και δέχθηκες τη δολοφονική σφαίρα. Έπεσες με την ικανοποίηση ότι εξεπλήρωσες την Εθνική εντολή.
Κηδεία χωρίς τη σορό
Η κηδεία του ήρωα έγινε στου Γάλλου μέσα σε βαθιά συγκίνηση χωρίς όμως το σώμα του νεκρού να είναι παρόν. Αντί αυτού υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία του.
Αντίθετα το 9ήμερο μνημόσυνό του τελέστηκε με επισημότητα Παρέστησαν μεταξύ άλλων ο τότε βουλευτής Ρεθύμνου Ευάγγελος Δασκαλάκης, ο τέως Γενικός Διοικητής Κρήτης Χρίστος Τζιφάκης και άλλοι επίσημοι.
Επικηδείους εκφώνησαν ο γιατρός Νικόλαος Λυράκης, ο διδάσκαλος Εμμ. Φραϊδάκης, ο Ιωάννης Κουτσουράκης, ο ιερεύς του χωριού Γάλλου Δασκαλάκης Νικόλαος και η Ευαγγελία Μαραγκουδάκη.
Αποχαιρετώντας τον με συγκίνηση ο παλιός του συναγωνιστής Γιάννης Κουτσουράκης είπε μεταξύ άλλων:
Πολυαγαπημένε μας Μανώλη.
Καμάρι του Νομού μας. Αθάνατε νεκρέ. Έρχομαι εκ μέρους των συναδέλφων Σου και εκ μέρους των του Ηρωικού μας Τάγματος, που ψηλά κρατούν την σημαίαν του, εκ μέρους εκείνων που σ’ ηγάπησαν, σαν εξαιρετικό φίλο, πατέρα και αγνό πατριώτη, μ’ ευλάβεια να κλίνω το γόνυ και με δάκρυα για τον χαμό σου να δώσω θερμά συλλυπητήρια στον αξιοσέβαστο. Οι οικογένειά Σου και στους αγαπητούς χωριανούς Σου.
Είναι αδύνατον το να βρει κανείς λέξεις για να σου φτιάξη το χρυσό στεφάνι που Σου ανήκει.
Για μας αγαπητέ Μανώλη δεν έσβησες, όπως πάντα υπήρξες η φλόγα που δεν έσβηνε μέσα στις δύσκολες καμπές της Ιστορίας μας, έτσι θα μένεις πάντα, λαμπερό αστέρι που θα καθοδηγείς κάθε Έλληνα, κάθε πολιτισμένο από γενιά σε γενιά, στο υψηλό καθήκον της θυσίας για τα υψηλά ιδεώδη.
Υπήρξες σημαιοφόρος του Ηρωικού 44 Συντάγματος στην Εποποιία της Αλβανίας και πάντα υπερήφανα ξάπλωνες το Άγιο αυτό Σύμβολο, ακλόνητος πάνω στα υψώματα που κρύβουν τον θαυμασμόν τους για το Ηρωικό αίμα και κόκαλα που δέχθηκαν, γράφοντας ούτω, τις μεγάλες σελίδες της Ιστορίας μας.
Υπήρξες πρώτος που πολέμησες μ’ αυτοθυσία, καίτοι τραυματίας τους όλους όταν έπεσαν στο νησί μας. Ήλθε η καταιγίς τέλος του κατακτητού, η Πατριωτική Σου ψυχή δεν μπορούσε να καμφθή μπροστά στις απειλές και εγκλήματα των Ούνων. Πρώτος, δυνατός, λεβέντης, με καθαρά την σκέψι προς την Πατρίδα, οργάνωσες και έφτιαξες τμήμα που ήταν καμάρι σαν το δημιουργό του στον Νομό μας. Υπήρξες παντού πρώτος Αθάνατε Ήρωα.
Το 1946 φύγαμε μαζί με το Ηρωικό 592 Τάγμα, όλοι μας σ’ είχαμε καμάρι, γιατί ήσουνα η συνισταμένη της ψυχικής ανωτερότητος. Υπήρξες κορωνίς τόσο ως μέλος της κοινωνίας μας όσον και στην στρατιωτική οικογένεια. Κανείς δεν σ’ εγνώρισε και να μην σ’ αγαπήση. Πάντα πρώτος άφηνες το γραφείο Σου για να μας ακολουθήσης πάνω στις ψηλές και χιονισμένες κορφές. Εκεί πάνω τις δύσκολες στιγμές, πρώτος με υπερηφάνεια ξάπλωνες τα στήθια Σου για να υποστηρίξης την προχώρησιν των παιδιών Σου, που κι αυτά κοντά Σου γίνονταν αετοί για να πετάξουν πάνω στις πιο απόκρημνες κορφές. Ποτέ δεν θα λησμονήσω τα λόγια Σου «Δεν μπορώ κουμπάρε να ζήσω στους κονδυλοφόρους» και τέλος η επιθυμία Σου εξεπληρώθη, έφυγες από το γραφείο και παρέλαβες την Δ/σιν του Ηρωικού λόγου Δ/σεως. Με το παράδειγμά Σου, με το θάρρος Σου με τον υπερπατριωτισμόν Σου, έφτιαξες ένα τμήμα που ήταν το διαμάντι του Στρατού μας. Κοντά Σου ξυπνούσαν, πετούσαν οι στρατιώτες μας, τίποτε δεν ήταν γι’ αυτούς εμπόδιο, διότι εγνώριζαν ότι τα βλήματά των όλμων Σου ήταν προπαρασκευή για την Νίκη. Πόσοι δεν σε καμάρωσαν πόσοι δεν σε υμνησασέ χίλιες μάχες αθάνατε Μανώλη….»
Κα πρόσθεσε με τη σειρά του ο Νικόλαος Λυράκης:
«Ποιος από τους υπηρετήσαντας στο 44ο Σ.Π. δεν ενθυμείται τον τότε υπαξιωματικό και σημαιοφόρο μήδη ανθυπολοχαγό, του οποίου ηγγέλθη ο θάνατος; Ποιος λησμονεί το λεβεντόσωμο παλικάρι, το σεμνό, το σοβαρό, τον πρόθυμο και υποχρεωτικό νέο που υπηρετούσε στα γραφεία του Συντάγματος, μέχρι να φθάσουμε στο μέτωπο;
Νέος, ορμητικός, υπερήφανος, αγαπών την πατρίδα, είχε θέσει στη διάθεσή της όλη του τη δραστηριότητα. Μόλις φθάσαμε τότε στο Μέτωπο, αφήκε την πένα και το χαρτί και μόλις το Σύνταγμα, μπήκε στη μάχη, συνόδευσε το Διοικητή του Συντάγματος, στην πρώτη γραμμή και εκεί στο Μπούντα Νορ, ετραυματίσθη υπό εχθρικών όλμων αμέτρητα τραύματα και διασωθείς ως εκ θαύματος.
Η πτώσις των αλεξιπτωτιστών τον βρήκε εδώ αναρρωνύοντα. Όμως εκ των πρώτων ως διοικητής πολυβόλων πολέμησε μέχρι της κατακτήσεως.
Κατά την κατοχή παρέμεινε εις το χωριό του Γάλλου αναμιχθείς ενεργώς εις την οργάνωση ομάδος αντιστάσεως…».
Και ο αείμνηστος γιατρός έκλεινε την συγκινητική του νεκρολογία με τα παρακάτω λόγια:
«Δια του θανάτου του η μεν πατρίς χάνει έναν άριστον πολεμιστήν, οι φίλοι του έναν εξαιρετικό φίλο, οι δε γονείς και η οικογένειά του έναν εξαιρετικόν προστάτην.
Η θυσία του δια την πατρίδα και το ευγενές παράδειγμά του ας είναι διαυτήν Παρηγορία».
Τα οστά του ήρωα δεν φιλοξενήθηκαν για πολύ στην φιλόξενη μακεδονική γη.
Μετακομιδή των οστών
Μετά από λίγα χρόνια, μεταφέρθηκαν από την Κατερίνη στο Γάλλο τη γενέτειρά του, όπου και αναπαύεται, απόλυτα ήσυχος και ικανοποιημένος, διότι επιτέλεσε το μεγάλο του καθήκον, προσφέροντας και τη ζωή του ολοκαύτωμα στο βωμό της πατρίδας.
Μετά θάνατον, του απονεμήθηκε ο βαθμός του υπολοχαγού.
Τιμήθηκε με το χρυσούν αριστείο ανδρείας και το όνομά του δόθηκε στο Στρατόπεδο του 547 Τάγματος Πεζικού, όπου υπάρχει και το μνημείο των πεσόντων του 44ου Συντάγματος Πεζικού.
Όσοι τον γνώρισαν λένε ότι υπήρξε ο πιο αντρειωμένος Γαλλιανός. Προς τιμήν του το 547 τάγμα πεζικού που βρίσκεται στον Κουμπέ πήρε το όνομά του. Επίσης το όνομά του φέρει σήμερα και ο κεντρικός δρόμος της μεσοχωριάς του Γάλλου.
Για τον ήρωα ετοιμάζει σχετική εργασία ο ερευνητής κ. Γρηγόρης Παπαδοπετράκης που με επιτυχία ασχολείται τα τελευταία δέκα χρόνια με την ιστορία του χωριού του Γάλλου, όπως επίσης και της πόλης του Ρεθύμνου.
Ευχαριστούμε θερμά για τη βοήθειά τους στο αφιέρωμα αυτό τόσο τον κ. Παπαδοπετράκη, όσο και τους Αντιστράτηγο ε.α κ. Νικόλαο Σαμψών, τον κ. Πέτρο Κωνσταντουδάκη και τον κ. Στρατή Ευαγγέλου Σταυρουλάκη για τα στοιχεία που μας έδωσαν.