Εντός του 2025 αναμένεται να έχουν ολοκληρωθεί στο σύνολό τους και εγκριθεί οι απαιτούμενες, για την ανέγερση του νέου αρχαιολογικού μουσείου, μελέτες που αφορούν τόσο στην αρχιτεκτονική μελέτη, όσο και στη μουσειολογική και τη μουσειογραφική.
Η αρχιτεκτονική προμελέτη ολοκληρώθηκε και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Μουσείων και την αρμόδια δ/νση του υπουργείου Πολιτισμού με κάποιες παρατηρήσεις, στις οποίες θα πρέπει να προσαρμοστούν οι μελετητές και να προχωρήσουν στις σχετικές βελτιώσεις – διορθώσεις, στα σχέδια που παρουσιάστηκαν, το επόμενο τρίμηνο.
Ακολούθως η αρχιτεκτονική προμελέτη, όπως αυτή θα έχει τροποποιηθεί με βάση τις υποδείξεις, θα σταλεί στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου για παρατηρήσεις και μετά ξανά στο Συμβούλιο Μουσείων για την τελική έγκριση.
Στη συνέχεια, το αρχιτεκτονικό γραφείο έχει χρονικό περιθώριο ακόμα τριών μηνών για να εκπονήσει τη μελέτη εφαρμογής.
Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει να «τρέξουν» μέσα στο 2025 όπως εξηγεί η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου και αφού ληφθούν όλες οι εγκρίσεις το 2026 να έχουμε την έγκριση χρηματοδότησης του έργου.
Από την πλευρά της η Εφορεία Αρχαιοτήτων, τώρα θα εκπονήσει την τελική μουσειολογική και τη μουσειογραφική μελέτη, τη Β’ φάση δηλαδή. Σε κάθε περίπτωση η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων, Αναστασία Τζιγκουνάκη, κρίνει ζήτημα υψίστης σημασίας τη συνεργασία των αρχιτεκτόνων με την Αρχαιολογική Υπηρεσία, προκειμένου να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στις εγκρίσεις. Για αυτό και όπως επισημαίνει είναι απαραίτητο να προσκαλούνται και οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων στις συναντήσεις που ο δήμος κάνει με τους μελετητές: «Η δική μας η δουλειά με τις μουσειολογικές και μουσειογραφικες μελέτες πρέπει να γίνει σε συνεργασία με τους αρχιτέκτονες. Είναι καλό σε όλες τις συναντήσεις που γίνονται στον δήμο μας, να μας προσκαλούν και εμάς που είμαστε αυτοί που θα λειτουργούμε τον χώρο, ώστε να υπάρχει μία συνεννόηση και να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στις εγκρίσεις που παρεμβάλλονται ωσότου ολοκληρωθούν οι μελέτες», ανέφερε μιλώντας στα «Ρ.Ν.».
Υπενθυμίζεται ότι η μελέτη ανέγερσης του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου είναι συνολικού προϋπολογισμού 2.493.073,24 ευρώ και χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (Ε.Τ.Π.Α) στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος «Κρήτη 2014-2020», υπογράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 2023, ενώ ο χρόνος ολοκλήρωσής της είναι οι επτά μήνες, ενώ επιπλέον πέντε μήνες προβλέπονται για τις απαιτούμενες εγκρίσεις από τις υπηρεσίες.
Η σημασία του συγκεκριμένου έργου είναι τεράστια για ολόκληρο τον νομό Ρεθύμνου που προσδοκά την ανέγερση ενός νέου σύγχρονου χώρου που θα στεγάσει το σημαντικότατο αρχαιολογικό πλούτου της Π.Ε. Ρεθύμνου, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην προώθηση της αρχαιολογικής έρευνας και τη συμβολή στη γενικότερη ανάπτυξη της περιοχής. Μέχρι σήμερα, μέρος του αρχαιολογικού θησαυρού του νομού στεγάζεται στην προσωρινή έκθεση στην αίθουσα του «Αγίου Φραγκίσκου» στην παλιά πόλη.
Σημειώνεται ότι ο δήμος Ρεθύμνου, η περιφέρεια και το υπουργείο Πολιτισμού έχουν υπογράψει σχετική προγραμματική σύμβαση.
Η έκταση που προορίζεται για την ανέγερση του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου, βρίσκεται στο δυτικό παράλιο τμήμα της πόλης του Ρεθύμνου (εκεί που σήμερα στεγάζεται το ΚΤΕΛ).
Τι προβλέπει η αρχιτεκτονική μελέτη
Όλη η αρχιτεκτονική προμελέτη του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου εκπονήθηκε και αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του αρχιτεκτονικού γραφείου «ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΙΖΗ ΑΕ Αρχιτεκτονικής & Design» και την «Αρχιτεκτονική ΕΠΕ Γραμματόπουλος – Πανουσάκης».
Στόχος της αρχιτεκτονικής προμελέτης, όπως αναφέρει η ομάδα των αρχιτεκτόνων, είναι η σχεδίαση ενός κτιρίου, που θα σφραγίζει με την παρουσία του το νότιο άκρο της δυτικής προκυμαίας, σε «διάλογο» με την Φορτέτζα, που υψώνεται στο βόρειο άκρο της. Σημασία έχει η δημιουργία ενός φιλικού περιβάλλοντος προς το κοινό, σε συνέχεια με το φυσικό περιβάλλον της παραλίας και των υπαίθριων χώρων που εισέχουν προς την παλαιά πόλη. Το πέρασμα του κόσμου μέσω του μακρόστενου οικοπέδου και η άμεση σύνδεση της παραλίας με την παλαιά πόλη μέσω του Μουσείου καθόρισε την μορφοπλασία του έργου.
Η κεντρική ιδέα της σύνθεσης στηρίζεται στη διάκριση δύο βασικών λειτουργικών ενοτήτων, που χωροθετούνται σε δύο πτέρυγες:
(α) στη νότια πλευρά του οικοπέδου η πτέρυγα του Μουσείου αυτού καθαυτού,
(β) στη βορεινή πλευρά η πτέρυγα των χώρων κοινωνικής συμμετοχής (Αίθουσες Πολλαπλών Χρήσεων και Περιοδικών Εκθέσεων, Aναψυκτήριο – Café) που δύνανται να λειτουργούν με ωράριο ανεξάρτητο από αυτό του μουσείου.