Ο Γ. Σπανδάγος μπορεί να έφυγε από τη ζωή πριν από ένα περίπου χρόνο, όμως χθες το βράδυ στο κατάμεστο από κόσμο «Σπίτι του Πολιτισμού» ήταν όλοι εκεί για να θυμηθούν τις πτυχές του έργου του, την πολύχρονη ερευνητική πορεία του, μέσα από τις εργασίες του, τις εκδόσεις του, τις δημοσιεύσεις του στον Τύπο, τις συλλογές του.
Η ζωή, η Βιβλιεργογραφία και άγνωστα κεφάλαια από την πορεία του Γ. Σπανδάγου αποτελούν το περιεχόμενο του βιβλίου με τίτλο «Μνήμη Γιάννη Σπανδάγου» (έκδοση «Γραφοτεχνική Κρήτης»), με συγγραφείς τους Γιώργο Εκκεκάκη, Χάρη Στρατιδάκη και Μιχάλη Τζεκάκη, το οποίο δόθηκε στο πολυπληθές κοινό, μετά το τέλος της χθεσινής εκδήλωσης.
Ο Χ. Στρατιδάκης στην εισήγησή του με τίτλο «Ο έντυπος λόγος και ο Γιάννης Β. Σπανδάγος» ανέφερε: «Προσπαθώντας να συγκροτήσω αυτό που ονομάζω «Βιβλιεργογραφία Γιάννη Σπανδάγου» στο βιβλίο «Μνήμη Γιάννη Β. Σπανδάγος», διαπίστωνα όλο και περισσότερο ότι η ψυχή του ήταν αφιερωμένη στον έντυπο λόγο. Ασφαλώς το σώμα του ασχολούνταν με το επάγγελμά του, του αρχιτέκτονα μηχανικού, όμως το πνεύμα του βρισκόταν στις εργασίες του, στις εκδόσεις του, στις συλλογές του, στις επιμέλειες εκδόσεων και στα χαρτιά που τύπωνε στο σκοτεινό φωτογραφικό θάλαμο.
Ο Γιάννης Σπανδάγος κατόρθωσε να διεξάγει αρκετές ερευνητικές εργασίες, από τις οποίες εξέδωσε αυτοτελώς 7. Ανάμεσά τους κορωνίδες υπήρξαν τα βιβλία για τον μετασχηματισμό του Ρεθύμνου μέσα στον 20ο αιώνα και για το Λιμάνι του. Παράλληλα πραγματοποίησε 18 τουλάχιστον συνεργασίες σε βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες, από τις οποίες ξεχωρίζουν εκείνες για τον Γεώργιο Γαληνό, για την περίοδο της Ρωσικής Κατοχής του Ρεθύμνου και η σειρά ερευνητικών πορισμάτων με τον κοινό τίτλο «Κυνηγώντας το χτες», η οποία περιλαμβάνει επτά συνεργασίες.
Δεν αρκέστηκε, όμως, στα παραπάνω αλλά προέβη και σε σειρά εκδόσεων. Σ’ αυτές δεν περιλαμβάνονται μόνο τα σχεδόν 100 τεύχη της περιόδου 1989-1997 του πρωτοποριακού περιοδικού «Φωτογράφος» αλλά και 13 βιβλία του προσωπικού εκδοτικού οίκου «Μίτος», όπως επίσης και άλλα δύο των εκδόσεων «Νήσος» και μια σειρά ταχυδρομικών καρτών. Παράλληλα έκανε τουλάχιστον 6 επιμέλειες εκδόσεων, ενώ η βοήθειά του σε άλλες δεν είναι δυνατόν να καταγραφεί. Οι σχετικές ευχαριστίες είναι διάσπαρτες σε πλήθος βιβλίων, όπως στο «Εν Ρεθύμνω» της Μαρίας Τσιριμονάκη, στο «Καφέ Σαντάν» του Γιάννη Φθενάκη, στη «Γαλλική Σχολή Καλογραιών Χανίων» της Μαριέτας Ασημομύτη και στα «Χασαπιά του Ρεθύμνου» του Χάρη Παπαδάκη. Τέλος, αλλά όχι και αξιολογικά τελευταίο, ο Γιάννης Σπανδάγος ήταν συλλέκτης εντύπων, βιβλίων, περιοδικών, χαρτών και βεβαίως φωτογραφιών. Όλα τα παραπάνω αλλά και πιθανά άλλα, που δεν κατέστη δυνατόν να εντοπίσω, διατρέχονται από μια σειρά ιδιοτήτων του δημιουργού τους, που θα αναφέρω εδώ μονολεκτικά.
Ο Γιάννης Σπανδάγος υπήρξε ο ιστορικός τοπογράφος του Ρεθύμνου. Με τις σπουδές του αλλά και ως ερευνητής αρχείων και μελετών μπόρεσε να προσεγγίσει τον γενέθλιο τόπο από διαφορετικές πλευρές, να μελετήσει τον μετασχηματισμό του στον χρόνο και να ανιχνεύσει τις αιτίες που τον προκαλούσαν. Κι όλα αυτά όντας απόλυτα τεκμηριωτικός, με πλήθος και ποικιλία ιστορικών πηγών. Για να το κατορθώσει αυτό ανέπτυξε αυξημένη συνεργασία με πλήθος ερευνητών, όπως ο Βαγγέλης Παπιομύτογλου, η Λουίζα Καραπιδάκη, η Δήμητρα Κίντα, η Ροδούλα Σταθάκη-Κούμαρη, ο Μιχάλης Δαράκης, ο Δημήτρης Καλούδης, ο Βαγγέλης Ζακάκης, ο Κώστας Δασκαλάκης, η Γιάννα Ηλιακάκη, η Γεωργία Λιουδάκη κ.α. Ως προς την οξυδέρκειά του στα θέματα ιστορικής τοπογραφίας, ας μου επιτραπεί να ανασύρω από τη μνήμη μου τον προβληματισμό που του προκάλεσαν δύο έγγραφα, που είχε δημοσιεύσει ο Γιάννης Παπιομύτογλου στα «Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύμνης» το 1995. Διαβάζοντάς τα αντιλήφθηκε εκείνο που κανένας άλλος δεν είχε μέχρι τότε συνειδητοποιήσει, το πρόβλημα δηλαδή του πού θάβονταν οι χριστιανοί Ρεθεμνιώτες, ελάχιστοι μεν αλλά υπαρκτοί, το τελευταίο μισό του 16ου αιώνα, ώσπου το 1701 δυο έμποροι της πόλης αγόρασαν τα χωράφια γύρω από τη Μεσαμπελίτισσα και τους έδωσαν χρήση νεκροταφείου.
Ο Γιάννης Σπανδάγος, όσο κι αν αυτό φανεί παράξενο, υπήρξε επίμονος και σε ορισμένα θέματα χαλκέντερος. Αναφέρω πρόχειρα εδώ τις έρευνές του για το Γεώργιο Γαληνό, οι οποίες, όπως φαίνεται και από τις δύο παρατιθέμενες οριακές εκδόσεις, ξεκίνησαν να δημοσιεύονται το 1994 και, με πολλές προσθήκες, κατέληξαν σε τελική δημοσίευση το 2010. Υπήρξε ταυτόχρονα φιλόκαλλος. Αλήθεια, ποιος φαντάζεται, ακόμα και σήμερα, ότι πριν 20 χρόνια, εν μέσω ταχυδρομικών καρτών αισθητικής καραμελωμένων χρωμάτων και τοπίων διανθισμένων με χορευτικά συγκροτήματα θα κυκλοφορούσε θέματα, όπως εκείνα που εξέδωσε, με τοιχογραφίες, ρόπτρα, ερειπωμένα μοναστήρια και διάσπαρτα κλασικά και παλαιοχριστιανικά σπαράγματα;
Υπήρξε όμως και υπέρ του δέοντος σεμνός, γεγονός που το γνωρίζουν πάνω απ’ όλα οι δικοί και οι φίλοι του αλλά και όποιος προσπαθεί να τον προσεγγίσει σήμερα μέσω του έργου του. Αλήθεια, ποιος από εμάς δεν θα χρησιμοποιούσε τη νεανική του φωτογραφία, εφόσον μάλιστα δεν υπήρχε καμία άλλη, για να υποστηρίξει φωτογραφικά την αποπεράτωση του πρώτου τμήματος του νέου λιμανιού του Ρεθύμνου το 1962; Ταυτόχρονα υπήρξε παρωθητικός προς τους νέους και αυτό φαίνεται όχι μόνο από τους νέους μηχανικούς με τους οποίους συνεργάστηκε αρμονικά αλλά και από τους νέους ερευνητές, όπως ο Δημήτρης Σκαρτσιλάκης, αλλά από τους νέους Κυνηγούς, όχι θησαυρών αλλά του παρελθόντος, τους «κυνηγούς του χτες», όπως τους ήθελε.
Ο Γιάννης Σπανδάγος υπήρξε επίσης συλλέκτης, όχι όμως με το γνωστό πάθος που χαρακτηρίζει εκείνους που βρίσκονται συνήθως κάτω από τη σκέπη του όρου αυτού. Μπορούσε άνετα να αγοράσει σε πρωτοφανή τιμή ένα συλλεκτικό χάρτη ή βιβλίο και με την ίδια άνεση να τον δανείσει ή και να τον χαρίσει σε έναν φίλο ή και γνωστό, τις έρευνες του οποίου μπορούσε να διευκολύνει ή να τεκμηριώσει. Με την ίδια ακριβώς ευκολία με την οποία μοίραζε τα βιβλία και τις εκδόσεις του, με την ίδια απλοχεριά και ανυστεροβουλία με την οποία δαπανούσε σημαντικά ποσά για την αγορά φωτογραφικών δικαιωμάτων, με «γενναιοδωρία άρχοντα», όπως έγραψε για τον μέντορά του στη φωτογραφία Σπύρο Μελετζή, που του είχε προσφέρει το φωτογραφικό του θάλαμο και υλικά.. Και βεβαίως υπήρξε κατεξοχήν άνθρωπος της φωτογραφίας, άνθρωπος του σκοτεινού θαλάμου, όπως υπήρξε και ζωγράφος. Έφερε στην επιφάνεια ρεθεμνιώτικες φωτογραφίες των Fr. Boissonas, Nelly’s, Σπύρου Μελετζή, Bούλας Παπαϊωάννου, Ευάγγελου Ζακάκη, Δημήτρη Τριαντάφυλλου και άλλων. Μπήκε στο σκοτεινό θάλαμο και τύπωσε από αρνητικά μεγάλου φορμά, ρετούσαρε με το πινέλο δακτυλιές, καψίματα τσιγάρων και τις φθορές του χρόνου σε φωτογραφίες θεωρούμενες «χαμένες», όπως αυτή του Σπύρου Μελετζή του 1955 που βλέπουμε στην οθόνη, και, πέρα και πάνω από αυτό, τις δημοσίευσε, τις σχολίασε και τις χρησιμοποίησε ως ιστορικές πηγές, συχνά αναντικατάστατες.
Θα τελειώσω με ένα απόσπασμα, που, νομίζω, ανταποκρίνεται στην τελευταία εικόνα του Γιάννη Σπανδάγου, την εικόνα της ευαισθησίας του, εκφρασμένη στον έντυπό του λόγο, τον οποίο και είχε ως θέμα η εισήγησή μου. Σε ανύποπτο χρόνο, μετά τα «βαριά» του δημοσιεύματα στις εφημερίδες, που ο ίδιος τα ονόμαζε «ρώσικα», επειδή αναφέρονταν σε εκείνη την περίοδο, ήρθε με ένα άρθρο -συγκερασμό βοτανολογίας, ζωολογίας, πολεοδομίας κοινωνικής ευαισθησίας και ρομαντισμού, να σταθεί στα ανθισμένα στο καταχείμωνο γιούκας της παραλίας, ευαίσθητος, το ίδιο όσο και αργότερα στάθηκε μπρος στο άγαλμα του Άγνωστου Στρατιώτη, και να γράψει: «Εδώ και πολλές εβδομάδες καμαρώνω τα γιούκας… να μπουμπουκιάζουν, να ανθίζουν και να αντιστέκονται στο δυνατό βοριά των τελευταίων ημερών. Σας προτείνω λοιπόν, φίλοι αναγνώστες, όταν περνάτε από εκεί να κοντοσταθείτε, να καμαρώσετε και να ξεχάσετε για λίγο τις ασκήμιες που μας περιβάλλουν».
Για την συμβολή και την προσφορά του Γ. Σπανδάγου στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου, μίλησε η κα Φαλή Βογιατζάκη, πρόεδρος του Μουσείου: «Ο Γιάννης Σπανδάγος ήταν ένας πολύτιμος φίλος, αφιλοκερδής συνεργάτης του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνης. Από την ίδρυσή του έδειξε το ενδιαφέρον του δίνοντας πληροφορίες σημαντικές για το στήσιμο του Ιστορικού Τμήματος και παρακολουθώντας από κοντά την εξέλιξη του μουσείου. Στην έκθεση με τίτλο «Ρέθυμνο 1898-1913 από την Αυτονομία στην Ένωση» που οργάνωσε το Μουσείο για να τιμήσει τα 100 χρόνια της απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Οθωμανούς, η συμβολή του Γιάννη ήταν σημαντική.
Κυρίως με την ειδική έρευνα που έκανε και την επιμέλεια του χάρτη «Ρέθυμνο 1900» που δημιούργησε σε συνεργασία με τον Βαγγέλη Παπιομύτογλου, ο οποίος έκανε τον σχεδιασμό.
Στον χάρτη που εδώρισαν στο Μουσείο και ο οποίος μεταφέρθηκε σήμερα εδώ για να τον δείτε όλοι, παρουσιάζονται οι ονομασίες των δρόμων του 1900 και οι σημερινές, οι γειτονιές όπως αναφέρονται σε έγγραφο της Νομαρχίας Ρεθύμνου το 1900, μεταβολές που έγιναν στην πολεοδομία της πόλης, καθώς και τα κυριότερα κτίρια και τοποθεσίες της περιοχής του Ρεθύμνου.
Παρά τα προβλήματα της υγείας του το ενδιαφέρον του για το Μουσείο δεν μειώθηκε. Χάρη στη συνεργασία πρώτα με τον Γιάννη Χαλκιαδάκη και μετά τον Μανώλη και την Αγγελική, εκδόθηκε ένα ένθετο στα Ρεθεμνιώτικα Νέα με θέμα το ΙΛΜΡ, που κυκλοφόρησε το 2011.
Θυμάμαι όταν το έγραψε με τη συνεργασία της Ροδούλας Σταθάκη μία μέρα στον κήπο του Μουσείου. Από τη 13:00 το μεσημέρι μέχρι το βράδυ εργάστηκαν συνέχεια μέχρι που ολοκληρώθηκαν, όπως ήθελε εκείνος τα κείμενα και οι φωτογραφίες για το έντυπο.
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα.
Μιλούσαμε καμιά φορά στο τηλέφωνο όταν τον έπαιρνα από την Αθήνα, να ρωτήσω για την υγεία του.
Μια φορά τον άκουσα ταραγμένο και απογοητευμένο. Με ρώτησε εάν θα μπορούσε να έρχεται στο Μουσείο κάθε μέρα σαν εθελοντής και να βοηθάει την Αναστασία σε οτιδήποτε χρειαζόταν. Κατάλαβα την ψυχολογική του κατάσταση και τη διέξοδο που αναζητούσε σ’ ένα φιλικό περιβάλλον.
Αλλά παρά του ότι τον βεβαίωσα ότι το Μουσείο πρέπει να το θεωρεί σπίτι του, δεν ήρθε ποτέ.
Γιάννη, δεν παύεις να αποτελείς ένα μέρος του Μουσείου.
Θα μείνεις για πάντα στη θύμησή μας σαν ένας ξεχωριστός φίλος, καλός επιστήμονας, γνώστης της παράδοσης και της ιστορίας μας, που με τη ζωή σου κέρδισες μια θέση μεταξύ των προσωπικοτήτων της πόλης μας.
Και μια θέση στις καρδιές των φίλων σου για πάντα».
Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη του Γ. Σπανδάγου για την παλιά πόλη και, μάλιστα, είχε συμβάλει στην προσπάθεια της διατήρησης και της διάσωσης της τη δεκαετία του ‘70. Εκ μέρους των κατοίκων της παλιάς πόλης, στην εισήγησή του ο πρόεδρος του συλλόγου, Θωμάς Κρεβετζάκης, ανέφερε τα εξής:
«Ο Σύλλογος Κατοίκων Παλιάς Πόλης Ρεθύμνου συμμετέχει στην εκδήλωση μνήμης για τον Γιάννη Σπανδάγο αναγνωρίζοντας την πλούσια και πολύτιμη συνεισφορά του στην διατήρηση και ανάδειξη του ιστορικού κέντρου της πόλης μας. Ένθερμος υποστηρικτής της κίνησης για τη διάσωση της Παλιάς Πόλης του Ρεθύμνου από πολύ νωρίς με σειρά δημοσιευμάτων, εκδόσεις, πρωτότυπη έρευνα, οργάνωση ημερίδων και εκθέσεων, έφερε στην επιφάνεια ένα μοναδικό φωτογραφικό υλικό τεκμηρίωσης και διάσωσης της ιστορίας της πόλης.
Είτε πρόκειται για το αρχείο της Nelly’s, του Σπύρου Μελετζή, της Βούλας Παπαϊωάννου, του Εμμανουήλ Ζακάκη είτε για κείμενα και τις φωτογραφίες και τα κιόσκια, για το λιμάνι και την προκυμαία ένα σημαντικό κομμάτι αυτού που εμείς όλοι κοινωνούμε επιστημονικά, καλλιτεχνικά ακόμα και με την μορφή παιχνιδιού, είναι προϊόν της αγάπης και του επιστημονικού ενδιαφέροντος του Γιάννη Σπανδάγου για την πόλη του Ρεθύμνου, ένα ενδιαφέρον ουσιαστικό που άφησε πίσω του έργο και όχι απλές εντυπώσεις».
Ο κ. Γιώργος Εκκεκάκης, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του αναφέρθηκε στη μεγάλη ερευνητική πορεία του Γ. Σπανδάγου, στις μελέτες, στις εκδόσεις και στις δημοσιεύσεις του, αναφέροντας με συγκίνηση ότι: «Ο Γ. Σπανδάγος επηρέασε, παρακίνησε και βοήθησε πολλούς. Μεταξύ αυτών, κι εγώ».
Εκ μέρους του Συλλόγου Φίλων Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης, χαιρετισμό απηύθυνε ο κ. Αλέξανδρος Πολίτης, για την ζωή του Γ. Σπανδάγου μίλησε ο πρώην διευθυντής της Βιβλιοθήκης, κ. Μιχάλης Τζεκάκης. Επίσης, ο αρχιτέκτονας και συνεργάτης του, κ. Δημήτρης Δαράκης, αναφέρθηκε στην πορεία του Γ. Σπανδάγου ως αρχιτέκτονας και στάθηκε ιδιαίτερα στη συνεργασία που είχαν για την εκπόνηση της μελέτης διαμόρφωσης και αναβάθμισης των δυτικών ακτών της πόλης του Ρεθύμνου, το έτος 1985. Τέλος, ομιλία πραγματοποίησε ο φίλος και συμμαθητής του στο Εκπαιδευτήριο Αναβρύτων, κ. Γιώργος Χουρδάκης.