Το ζουμί του πετεινού, το γνωστό θεραπευτικό για το κρύωμα και όχι μόνο ρόφημα των γιαγιάδων και των παππούδων μας επέλεξε ως τίτλο του νέου του βιβλίου ο συγγραφέας από την Χίο Γιάννης Μακρυδάκης, συνιστώντας την επιστροφή στην φύση ως διέξοδο στην κρίση.
Ο Γιάννης Μακρυδάκης βρέθηκε χθες στο Ρέθυμνο στο πλαίσιο της περιοδείας που πραγματοποιεί στο νησί προκειμένου να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο. Ένα μυθιστόρημα μέσα από το οποίο ο συγγραφέας επιθυμεί να καταδείξει την αξία της γης, της παραγωγής, της φύσης την οποία και φέρνει σε αντιδιαστολή με το σήμερα, με το χρήμα, με την ανεργία με την κρίση και όλα εκείνα τα δεινά, που όπως υποστηρίζει ο ίδιος έχουν ως αποτέλεσμα ο άνθρωπος να ξεχνά και να μη λειτουργεί πλέον ως άνθρωπος αλλά ως άτομο.
Ο ίδιος επέλεξε τον ήρωά του τον Παναγή, ο οποίος ζει, μεγάλωσε και εργάζεται στα χωράφια. Παράγει προϊόντα τα οποία στη συνέχεια πουλάει. Αγνοεί τί γίνεται γύρω του και τυχαία ενημερώνεται για την οικονομική κρίση 1,5 χρόνο μετά από ένα πελάτη του. Αδυνατεί ο ήρωάς του να κατανοήσει και να συνειδητοποιήσει το τί γίνεται γύρω του. Είναι κάτι εντελώς ξένο σε εκείνο και παράλληλα μη αποδεκτό, για αυτό και η αντίδρασή του είναι να πετάξει ένα τασάκι στην τηλεόραση και να τη σπάσει. «Το βιβλίο κάνει μια ευθεία αντιπαράθεση της ζωής στη φύση και της ζωής μέσα στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και στην οικονομική κρίση. Λειτουργεί σαν μια πρόταση δική μου για την προσωπική πορεία του καθενός από εδώ και πέρα, για να απεγκλωβιστεί από αυτό που λέμε χρηματοοικονομικό σύστημα. Η πρόταση η δική μου είναι ο σεβασμός στον άνθρωπο, ο σεβασμός στο φυσικό περιβάλλον για να μπορέσουμε να σεβόμαστε τους φυσικούς πόρους και να μην τους σπαταλούμε. Όσο είμαστε κοντά στην παραγωγή είμαστε πιο ανεξάρτητοι από το σύστημα, είμαστε πιο ελεύθεροι άνθρωποι και όλα θα αλλάξουν σιγά σιγά. Αν αλλάξει ένας τον εαυτό του θα αλλάξουμε όλοι. Πάντα η φύση αποτελεί διέξοδο. Όχι για όλους. Για όσους μπορούν να το κάνουν. Για όσους δεν μπορούν, υπάρχουν άλλοι τρόποι, να μη καταναλώνουν αφειδώς και να προσέχουν τι καταναλώνουν με την υποστήριξη των παραγωγών και όχι των πολυεθνικών. Νομίζω όλοι μαζί μπορούμε να το κάνουμε» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γ. Μακρυδάκης.
Στη διάρκεια της χθεσινής εκδήλωσης που διοργάνωσαν ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Πρόβα», ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μέρωνα Αμαρίου και οι Πολιτιστικές Ομάδες Πανεπιστημίου Ρεθύμνου ο Γιάννης Μακρυδάκης είχε ομιλία με θέμα «Άλλο η ζωή άλλο αυτό που ζούμε» για να καταδείξει όπως αρχές και αξίες που έχουμε είτε χάσει είτε ξεχάσει.
Χαρακτηριστικά, μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ανέφερε: «Με τις εκδηλώσεις που κάνουμε συζητάμε με τον κόσμο πως θα πρέπει να είναι η ζωή μας σαν πλάσματα στην φύση και πως την έχουμε κάνει εμείς σήμερα σαν άτομα εγκλωβισμένα μέσα στο σύστημα. Καλό θα ήταν να ξαναδούμε από την αρχή αξίες και ορισμούς, ώστε να επανακαθορίσουμε τη στάση μας. Το βιβλίο ξαναθυμίζει στον άνθρωπο αξίες που έχουμε απαξιώσει έχοντας αναγάγει σε υπέρτατη αξία το χρήμα, που από μόνο του δεν λέει τίποτα. Δεν είναι φυσικός πόρος και όμως εμείς το ‘χουμε κάνει φυσικό πόρο. Για αυτό έχω κάνει ένα ήρωα, ο οποίος ζει όπως ζούσαν οι Έλληνες πριν από 20-30 χρόνια. Όπου ζούσαν κοντά στην γη, κοντά στην παραγωγή και όχι καταναλώνοντας. Η πρόταση η δική μου είναι ο σεβασμός στον άνθρωπο, ο σεβασμός στο φυσικό περιβάλλον για να μπορέσουμε, να σεβόμαστε τους φυσικούς πόρους και δεν τους σπαταλούμε και είμαστε και κοντά στην παραγωγή, να είμαστε πιο ανεξάρτητοι από το σύστημα, να είμαστε πιο ελεύθεροι άνθρωποι και όλα θα αλλάξουν σιγά σιγά. Αν αλλάξει ένας τον εαυτό του θα αλλάξουμε όλοι».
Όπως λέει επέλεξε σαν ήρωά του έναν άνθρωπο ο οποίος ζει στο χωράφι και δεν έχει ιδέα τι γίνεται γύρω του. «Συγχύζεται όταν μαθαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να ξεπουλήσει τους φυσικούς πόρους και τη δημόσια περιουσία για να ξεχρεώσει, γιατί είναι ένας άνθρωπος παραδοσιακός που πιστεύει ότι δεν πρέπει να πουλάμε τη γη μας ακόμα και αν πεινάσουμε. Και για αυτό είχε μια αντίδραση αγανάκτησης σπάζοντας την τηλεόραση. Δεν μπορούσε να το αντιληφθεί, γιατί όταν είσαι κοντά στη γη δεν καταλαβαίνεις ανεργία, δεν καταλαβαίνεις πείνα» τονίζει ο Γ. Μακρυδάκης.