Είχε να μοιάσει ο αξέχαστος Πάρις Κελαϊδής που κράτησε ζωντανή την ιστορία των Σφακίων με τις έρευνές του και τις πολύτιμες καταγραφές του.
Ο πατέρας του Σταύρος, με τη γλαφυρή του πέννα, κοσμούσε τις στήλες των εφημερίδων. Τα κείμενά του ευωδίαζαν χάρη γραφής και σε πολλά από αυτά αναδείκνυε άγνωστους ήρωες.
Μια περιπέτεια του θα αφηγηθούμε σήμερα, σύμφωνα με δική του μαρτυρία που αναφέρεται στην εφημερίδα «Βήμα» (Νοέμβριος του 1933) και με την ευκαιρία θα γνωρίσουμε έναν ακόμα άγνωστο ήρωα τον περίφημο Ξενοφώντα Χαρίσο τον καπετάν Ξηρούχη με τ’ όνομα.
Αυτός σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Κελαϊδής γεννήθηκε, ανατράφηκε και μεγάλωσε στον Άγιο Γιάννη Σφακίων. Παντρεύτηκε αρχικά στου Μαργιού κι όταν πέθανε η πρώτη του γυναίκα, ξαναπαντρεύτηκε στην Καλή Συκιά. Ξηρούχης ήταν στα παλιά χρόνια το υποκοριστικό του ονόματος Ξενοφών στα Σφακιά, όπως και το Ξηράς. Από αυτά έχουμε τα επώνυμα Ξηρουχάκης, Ξήρουχας και Ξηράς.
Πρώτη επίσκεψη στα Ρούστικα
Ας δούμε τώρα κάτω από ποιες συνθήκες γνώρισε ο Κελαϊδης τον Καπετάν Ξηρούχη που είχε από παιδί ακούσει τόσα πολλά γι’ αυτόν.
Ήταν η επομένη του Προφήτη Ηλία, του 1914, όταν ο Σταύρος Κελαϊδής επισκέφτηκε πρώτη φορά τα Ρούστικα. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων πήγε σ’ ένα καφενείο να πιει καφέ κι έπεσε πάνω σε μια ζωηρή συζήτηση. Θέμα της ημέρας ήταν η δολοφονία του διαδόχου της Αυστρίας στο Σεράγιεβο και το ενδεχόμενο του πολέμου που φαινόταν να πλησιάζει.
Άριστα ενημερωμένοι οι Ρουστικιανοί συζητούσαν όλες τις παραμέτρους και αντάλλασαν απόψεις, προκαλώντας εντύπωση στον επισκέπτη τους. Άλλοι υποστήριζαν ότι σε περίπτωση πολέμου θα έπρεπε και η Ελλάδα να πάρει θέση κι άλλοι πολύ απλά να «γυρεύουμε τη δουλειά μας».
Ένας παράξενος ηλικιωμένος «διπλός» άνδρας
«Στο σημείο αυτό της συζήτησης», γράφει ο Κελαϊδής, «έφτασε ένας μάλλον ηλικιωμένος, καλοστεκούμενος όμως από αυτούς που λέμε «διπλούς» άνδρες. Τετράγωνος και ρωμαλέος. Ακουμπούσε στους ώμους μια οζώδη κατσούνα και στα άκρα της είχε κρεμασμένες τις χερούκλες του. Το πουκάμισό του ήταν ανοικτό και άφηνε να φαίνεται το στήθος του, που έμοιαζε με το δέρμα της αίγας. Κάπως έτσι θα φανταζόμουν και τον Ησαύ.
-Ώρες καλές, φώναξε με ρωμαλέα φωνή
-Καλώς τονε, απαντήσανε οι άλλοι και συνέχισαν τη συζήτηση που είχαν ανοίξει».
Αμέσως, συνεχίζει ο Κελαϊδής, πήρε μέρος κι ο νεοφερμένος προτείνοντας να πάνε όλοι στον πόλεμο ακόμα κι οι μεγάλοι σε ηλικία και το πολύ πολύ αν δεν μπορούν να κρατάνε όπλο ας καθαρίζουν… κρεμμύδια.
Ο Σταύρος άκουγε χωρίς να μιλά. Μέχρι που ζήτησε και ο νεοφερμένος τη γνώμη του.
Και τότε αποφάσισε να κάνει το ίδιο αστείο που συνήθιζε όταν ήθελε να πειράξει κάποιον ηλικιωμένο. Τι το ‘θελε;
«Καθίσετε μα το Θεό σας ήσυχοι εσείς οι γέροι», του είπε, «γιατί δεν είστε «χειρικάρηδες». Εκατό χρόνια πολεμάτε για την Ένωση. Πηγαίνατε στην κορυφή της Μαδάρας κι παίζατε μερικές μπαλωθιές όθεν τη χώρα και λέγατε «πόλεμο εκάμαμε» κι ύστερα «μουτουλούκι».
Και σηκωθήκανε τα κοπέλια σας και σας είπαν: «Ένωση θέλετε; Πάρτε την Θέλετε και τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ήπειρο και τα νησιά; Πάρτε τα. Εδά κι εδά. Πείτε το στα κοπέλια σας κι αυτά θα το κάμουν. Εσείς καθίστε φρόνιμα, γιατί «αντετά» δεν είστε τυχεροί».
Το πήρε κατάκαρδα
Ο γέρος έμεινε άναυδος. Δεν περίμενε αυτή την επίθεση. Το πήρε σοβαρά και κατάκαρδα.
«Νταγιάντα καπετάν Ξηρούχη», πετάχτηκαν οι άλλοι για να προλάβουν επεισόδιο. Ήξεραν πως ο ηλικιωμένος δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του.
Με το που άκουσε το όνομα ο Σταύρος πάγωσε. Τι γκάφα ήταν αυτή; Μίλησε έτσι σ’ έναν άνθρωπο που από παιδί άκουγε τόσα για τη λεβεντιά του και την απαράμιλλη γενναιότητά του; Πρόσβαλε τον άνθρωπο που από τόσος δα θεωρούσε κάτι μεταξύ Ηρακλή και Διγενή Ακρίτα. Θρύλος έγινε στη συνείδησή του ο καπετάν Ξηρούχης. Και τώρα τον είχε μπροστά του και μάλιστα τον είχε πικράνει, ενώ πρόθεσή του ήταν να αστειευτεί.
Ο καπετάνιος δεν φάνηκε πρόθυμος να συγχωρήσει. Πήρε βαριά την προσβολή. Μάταια προσπαθούσε ο Κελαϊδής να τον καλοπιάσει. Βράχος αυτός και βλοσυρός έδειχνε ότι μερικές προσβολές δεν συγχωρούνται εύκολα. Ο Σταύρος στην αρχή του είπε ότι είναι από την Αθήνα. Μάλιστα τόνισε το Ανννθήνα, τραβώντας επίτηδες το «ν» για να κάνει εντύπωση και να φανεί πως ένας ξενομερίτης μπορεί να κάνει και καμιά απρέπεια από άγνοια και μόνο.
Έλα όμως που ο Ξηρούχης δεν φάνηκε να τον πιστεύει. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια και ξεστόμισε μια βαριά βρισιά που φυσικά δεν γράφεται.
Αποφασισμένος ο Κελαϊδής να επανορθώσει, ζήτησε να τον πάρει παράμερα για να του πει.
-Δεν θέλω κουβέντες τον έκοψε ο Ξηρούχης πάντα βλοσυρός και συννεφιασμένος.
Ο Σταύρος δεν το έβαλε κάτω, σαν γνήσιος Σφακιανός κι αυτός κι έτσι έπεισε τον Ξηρούχη να τον ακολουθήσει παράμερα. Όταν μείνανε μόνοι πήρε ύφος ο Κελαϊδής και λέει στον γέρο:
-Ίντα κάμεις μωρέ ξάδελφε.
Και βάλθηκε να του κάνει τις συστάσεις με πραγματικά στοιχεία αυτή τη φορά. Ο Ξηρούχης έδειχνε να μαλακώνει, ανακαλύπτοντας μια παλιά συγγένεια, αλλά και πάλι δεν έλεγε να ξεχάσει όσα είχε ακούσει προηγουμένως.
«Δεν σου ‘πρεπε να με προσβάλλεις μπροστά στσ’ ανθρώπους», του είπε.
Έγιναν φίλοι
Με την κουβέντα φύγανε σιγά σιγά τα σύννεφα. Θυμήθηκε ο Σταύρος κι ένα μεζέ που κρατούσε στην τσάντα του πήγανε μέχρι τη Μονή του Προφήτη Ηλία και παρακάλεσε να τον ετοιμάσουν. Το φαγητό έφτιαξε εντελώς τη διάθεση του Ξηρούχη. Κυρίως όταν ο Κελαϊδής εκμυστηρεύτηκε στον καπετάν Ξηρούχη ότι από παιδί τον θεωρούσε κάτι σαν ημίθεο και τον θαύμαζε απεριόριστα. Είχε μάλιστα ακούσει και για κάποιο μεγάλο του κατόρθωμα που τον είχε κάνει διάσημο. Ήταν τότε που σκότωσε ένα φοβερό θεριό.
Ο γέρος χαμογέλασε Εξήγησε πως αυτά δεν είναι κουβέντες των αντρών. Κάθε ανδραγαθία είναι καθήκον κι όχι κατόρθωμα. Δεν πρέπει λοιπόν να ξεγιβεντίζεται ο άνδρας διηγώντας την.
Ο άλλος όμως επέμενε κι ο Ξηρούχης με πολλή σεμνότητα και αποφεύγοντας υπερβολές, άρχισε να του διηγείται.
Μετά την άτυχη επανάσταση του 1889, έφυγε μαζί με άλλους για την Αθήνα. Δεν είχε δουλειά, δεν είχε σκοπό, άρχισε κι αυτός να δοκιμάζει τη ρετσίνα με την παρέα του. Δεν τους άρεσε αλλά σιγά σιγά συνηθίσανε.
Ένα βράδυ ο Ξηρούχης βρέθηκε σε ένα χωριό έξω από τη Αθήνα με καλή παρέα και το ‘ριξαν στην κρασοκατάνυξη.
Εκεί που τα πίνανε κι ήρθανε στο κέφι, φτάνει ένας χωρικός άσπρος σαν την κιμωλία και φωνάζει έντρομος πως ξανάδε το θεριό. Αμέσως όλοι πάγωσαν στο άκουσμα.
Στην απορία του Ξηρούχη απάντησαν ότι ένα τρομερό θεριό τρώει τα ζώα των ανθρώπων κι κανένας δεν τολμά να το πλησιάσει. Έγινε έτσι με τον καιρό φόβος και τρόμος για τον τόπο.
Ο Ξηρούχης που είχε στο μεταξύ «κάνει κεφάλι» έτσι που τους είδε όλους ζαρωμένους, έβαλε τα γέλια. Και τους είπε πώς να μην τον λένε Ξηρούχη αν δεν πάει να το ξεπαστρέψει, ό,τι λογιώς θεριό κι αν είναι.
Οι άλλοι το πήραν στα σοβαρά, τον είδαν σαν σωτήρα. Και πρωί πρωί τον περίμεναν τσούρμο, άνδρες και γυναίκες με τη λαχτάρα στο βλέμμα ότι θα τους λευτερώσει.
Τότε συνήλθε ο Ξηρούχης και για μια στιγμή αναλογίστηκε τι είχε τάξει των ανθρώπων. Νίκησε όμως μέσα του ο Σφακιανός. Δεν θα ντροπιαζόταν λοιπόν. Ας πάθαινε ό,τι ήθελε ο Θεός. Αλλά τώρα δεν μπορούσε να κάνει πίσω.
Πήρε μια κουμπούρα διμούτσουνη, τη γέμισε κομμάτια μολύβι, γυαλιά, καρφιά και είπε στο όνομα του Θεού.
Μπρος αυτός πίσω ο λαός, ξεκίνησαν προς αναζήτηση του θηρίου. Όταν σταματούσε τον οδηγούσαν κάποιοι προς τα πού να τραβήξει, σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν.
Και ξαφνικά βρέθηκαν μπροστά σε έναν όφη ίσαμε ένα δοκάρι.
«Για να πω την αλήθεια», αποκάλυψε ο Ξηρούχης στον Κελαιδή, «εκείνη την ώρα τα… χρειάστηκα όπως τον είδα να έρχεται βολοσερτός καταπάνω μου. Μην ξεχνάς, που λέγανε κι οι παλιοί μας, πως δεν εγεννήθηκε άντρας που να μην τρομάξει θωρώντας όφη. Λέγανε όμως και πως «του όφη τρέχει το μολύβι …».
Έτσι ο καπετάν Ξηρούχης πυροβόλησε και με τις δυο κάνες και πέτυχε τον όφη στο στόμα. Το θηρίο άρχισε να σπαρταρά κι εκείνος έπεσε ανάσκελα.
Ο λαός άρχισε να τον αποθεώνει μόλις ο όφης έμεινε ασάλευτος. Σειρά πήρε ο αθηναϊκός τύπος κι έτσι ο Ξηρούχης έγινε διάσημος για το κατόρθωμά του αυτό.
Το ‘μαθε κι ο Βασιλέας και ζήτησε να τον γνωρίσει από κοντά. Ο Ξηρούχης ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα κι άκουσε με σεμνότητα τους επαίνους για το κατόρθωμά του. Όταν ο βασιλιάς τον ρώτησε τι χάρη θα ήθελε εκείνος, χωρίς να χάσει καιρό του ζήτησε άδεια για να κυκλοφορεί με τα άρματά του.
«Η ανθρωπιά μου είναι τ’ άρματά μου»
«Βασιλιά μου, πολυχρονισμένε», του είπε «έμπλεξα με τσι «σταυρωτήδες» (τους έλεγαν έτσι επειδή φορούσαν στο αριστερό χέρι ένα περιβραχιόνιο με ένα σταυρό). Όπου με δουν μου κάνουν παρατηρήσεις. Μα εμένα η ανθρωπιά μου είναι τ’ άρματά μου. Άμα ξαμαρτωθώ τα χάνω όλα. Να μου δώσεις λοιπόν ένα χαρτί από τη χέρα σου και να τους διατάζεις να μου επιτρέψουν να τα κρατώ. Άλλο πράμα δεν θέλω».
Γέλασε τότε ο Βασιλέας κι έκανε το χατίρι του χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Ο Σταύρος Κελαϊδής ασχολήθηκε αρκετά με την αναζήτηση στοιχείων γύρω από τον ήρωα καπετάν Ξηρούχη. Μια φωτογραφία του αναζητούσε παντού. Μάταια τον έβαλαν να ψάξει τον ιερομόναχο Γερμανό, που μόναζε στη Μονή Πρέβελη, ανιψιό του Ξηρούχη. Ούτε εκείνος είχε. Τελευταία πληροφορία ήταν πως θα εύρισκε φωτογραφία του ήρωα στο ηρώο Μονή Αρκαδίου. Αλλά δεν ξέρουμε αν τα κατάφερε να τη βρει.
Για τον ήρωα αυτό είχε μια ακόμα πληροφορία ο Κελαϊδής από τη χήρα Ιωάννου Τσουδερού στο Σπήλι, που πέθανε γύρω στα 1932.
Όπως είχε διηγηθεί στον Κελαϊδή, νύφη την είχε χορέψει ο καπετάν Ξηρούχης κι όπως έπαιξε μια «πατιά» έσπασε μια πλάκα στο πλακόστρωτο.
Δίκιο είχαν επομένως όσοι του απέδιδαν υπερφυσικές δυνάμεις.
Έτσι από ένα πάθημα του Σταύρου Κελαϊδή που με τόση χάρη περιέγραψε σε χρονογράφημά του, γνωρίσαμε κι εμείς τον καπετάν Ξηρούχη που έγινε θρύλος με τα κατορθώματά του και το ηράκλειο παράστημά του.