ΜΕΡΟΣ 1ο
Οι μέρες το καλούν να θυμηθούμε αγγέλους καλοσύνης. Ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους για την ανακούφιση του πάσχοντα συνανθρώπου μας. Και στο Ρέθυμνο υπήρξαν πολλοί αυτοί που χρειάζονταν βοήθεια.
Το Ρέθυμνο παρά το γεγονός ότι διέθετε συγκριτικά πλεονεκτήματα που θα του έδιναν μεγάλη οικονομική άνεση αν μπορούσαν να αξιοποιηθούν εν τούτοις δεν κατάφερε ποτέ να ορθοποδήσει.
Όταν η αβάσταχτη σκλαβιά υποχρέωνε σε εξέγερση και ο αγώνας ερχόταν σε πρώτη μοίρα, ποιος να σκεφτεί μοντέλα επιχειρηματικής δράσης;
Η απελευθέρωση του νησιού βρήκε το Ρέθυμνο στη μεγαλύτερη ανέχεια. Οι χωρικοί είχαν την ευχέρεια να πορευτούν έστω με λίγα χόρτα κι αν υπήρχε λίγο λάδι. Μπορούσαν να εξασφαλίσουν και το κρέας τους εκτρέφοντας μερικές κότες ή και κουνέλια.
Οι αστοί ήταν αυτοί που υπέφεραν επειδή οι συνθήκες δεν επέτρεπαν τη λειτουργία επιχειρήσεων που έδιναν δουλειά.
Με θελήματα επιβίωναν οι περισσότεροι. Σε άθλια κατάσταση και τα παιδιά. Κι όμως έστω ξυπόλυτα, έστω νηστικά, είχαν πάντα διάθεση για παιχνίδι και ζωή.
Ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες του περασμένου αιώνα εντυπωσιάζεσαι με τον αριθμό τους. Δυο και τρεις σε κάθε φύλλο εφημερίδας.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως άλλαζαν χέρια τόσες περιουσίες.
Η ανάγκη υποχρέωνε σε δανεισμό και όχι για απλή καλοπέραση, η δυσκολία επιστροφής των δανεικών δημιουργούσε αδιέξοδο οπότε ο πλειστηριασμός ήταν κάτι αναμενόμενο. Και ο καθένας το αποδεχόταν, αφού δεν μπορούσε να ελπίσει σε θαύματα. Αυτή ήταν η ζωή των ανθρώπων του τόπου μας στην ανατολή του περασμένου αιώνα.
Μοναδικό βιος κάθε οικογένειας η τιμή και η υπόληψη, τα καθαρά χέρια, η κόσμια συμπεριφορά των κοριτσιών.
Για το λόγο αυτό και οι γονείς ήταν ιδιαίτερα αυστηροί. Μερικές φορές έφταναν στα άκρα. Και γίνονταν υπαίτιοι δραμάτων για ασήμαντη αφορμή.
Στην εφημερίδα «Εθνική Φωνή» διαβάζουμε για την περίπτωση μιας πανέμορφης κοπέλας που αυτοκτόνησε, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει την δεσποτική συμπεριφορά της μητέρας της. Για ευνόητους λόγους δεν αναφερόμαστε σε ακριβείς ημερομηνίες και περιοχή.
Η στέρηση γινόταν πιο οδυνηρή όταν πλησίαζαν γιορτινές μέρες.
Άγγελοι καλοσύνης
Η απόλυτη φτώχεια δεν έπαυε να ευαισθητοποιεί ανθρώπους που έχοντας μια σχετική άνεση προσπαθούσαν να ανακουφίσουν την ανθρώπινη δυστυχία.
Για κάθε φιλανθρωπική δράση όμως χρειάζονται χρήματα.
Από τις προσφιλέστερες μεθόδους για την εξασφάλισή τους η διενέργεια εράνων. Ήταν από τις πρωτοβουλίες του συλλόγου Κυριών. Τέτοιες μέρες οι κυρίες του συλλόγου δεν έπαιρναν ανάσα για να ετοιμάσουν το χορό τους που θα απέφερε έσοδα. Και με αυτά θα ανακούφιζαν αρκετούς αναξιοπαθούντες.
Ο ζήλος των κυριών εκείνων μοναδικός. Από κοντά και το Λύκειο Ελληνίδων.
Εκτός από τους συλλόγους κάποιοι ευαίσθητοι συμπολίτες είχαν αφιερωθεί αποκλειστικά στην βοήθεια των απόρων συνανθρώπων μας.
Από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς ο Γεώργιος Σαουνάτσος που εργάστηκε ως γιατρός και φαρμακοποιός. Το φαρμακείο του ήταν στην οδό Αρκαδίου. Το «εργάστηκε» τώρα θεωρείται σχήμα λόγου, αφού ήταν γιατρός των φτωχών και ανήμπορων. Για μια εικοσαετία περίπου υπηρέτησε άμισθος γιατρός στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου. Ο Γεώργιος Σαουνάτσος σφράγισε μια ολόκληρη εποχή με τις επιδόσεις του στον χώρο της επιστήμης και στην προσφορά του σε κάθε τομέα ανάπτυξης του τόπου του.
Πέθανε πάμπτωχος σε υλικά αγαθά αλλά πάμπλουτος σε μνήμη αγαθή.
Προς τιμήν του δόθηκε το όνομά του στην οδό νότια από την οικία Τσουρλάκη προς Καστελλάκια.
Ήταν κι αυτός ένας ξεχωριστός Ρεθεμνιώτης που τον περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια σε αφιέρωμά του στον τοπικό τύπο ο κ. Λεωνίδας Καούνης. Είναι κι άλλοι γιατροί που θα τους αναφέρουμε σε επόμενα αφιερώματα λόγω των ημερών.
Μια ανοικτή αγκαλιά ήταν ο φιλάνθρωπος γιατρός Ευκλείδης.
Κλωνάρι κι αυτός από τις αλησμόνητες πατρίδες.
Η πίστη στο Θεό και η αγάπη για τους ανθρώπους, έτρεφε μάλλον αυτό τον υπέροχο άνθρωπο, που αν και η ανέχειά του φαινόταν από μακριά, εν τούτοις η αξιοπρέπειά του ήταν η απόλυτη αξία της ζωής του. Και ενέπνεε το βαθύ σεβασμό ως επιστήμονας και κυρίως ως άνθρωπος.
Ένας σπουδαίος επιστήμονας
Ο Μιχαήλ Νικολάου Ευκλείδης γεννήθηκε στην Λίγδα Αιδινίου της Μικράς Ασίας το 1879.
Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Σαββόπουλος αλλά το Ευκλείδης του έμεινε από τα μαθητικά του χρόνια λόγω της μεγάλης του έφεσης στα μαθηματικά. Είχε τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης αποκτώντας ζηλευτή μόρφωση και ξένες γλώσσες.
Σπούδασε ιατρική στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου αποφοίτησε το 1906. Αλλά σαν γνήσιος μικρασιάτης είχε από νεαρός πολλές πνευματικές ανησυχίες που διεύρυναν την περιουσία της γνώσης του.
Στο βιογραφικό του που διαβάζουμε στο βιβλίο του κ. Εκκεκάκη για τους σημαντικούς Ρεθεμνιώτες, ο Ευκλείδης υπηρέτησε στον τουρκικό στρατό, καθώς τον υποχρέωναν οι συνθήκες το 1914. Και πολλές από τις αναμνήσεις του περιέλαβε αργότερα στο ημερολόγιό του που τυπώθηκε στο τυπογραφείο «Γεωρβασάκη».
Καθολική καταξίωση
Βρέθηκε στο Ρέθυμνο με το πρώτο κύμα των προσφύγων. Ένας ώριμος άνθρωπος με έντονα τα σημάδια της ταλαιπωρίας από τη μοίρα του ξεριζωμού. Η τοπική κοινωνία τον συμπάθησε αμέσως και τον καταξίωσε στα επίλεκτα μέλη της. Κι εκείνος αφιερώθηκε στη θεραπεία κάθε ασθενή. Έδινε τον καλύτερο εαυτό του για θεραπεία και μόλις ερχόταν η ώρα της πληρωμής συμπεριφερόταν σαν να τον έπνιγε ένα θεριό. Όταν είχε να κάνει με πτωχό ασθενή, δεν είχε πρόβλημα. Πετούσε ένα βιαστικό, «περαστικά σας» κι έφευγε χωρίς να δώσει περιθώρια στην οικογένεια να σκεφτεί την πληρωμή. Ακόμα και με τους εύπορους ένοιωθε άβολα. Σαν να εξαργύρωνε το θείο δώρο της γνώσης του Ιπποκράτη.
Σίγουρα ο Ευκλείδης θα ήταν ευτυχισμένος σε μια κοινωνία χωρίς συναλλαγή σε χρήμα.
Ένας απλός άνθρωπος
Ο Κώστας Μαμαλάκης μας τον περιγράφει ψηλό, με παχύ καστανό μουστάκι και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
Ήταν ένας απλός άνθρωπος, με ύφος ταπεινό και βάδιζε πάντα συλλογισμένα. Σεμνός, απέριττος, με επιστημοσύνη θαυμαστή κι ευρυμάθεια που έθελγε τον ακροατή του. Ήταν πάντα ενήμερος για το κάθε τι που αφορούσε τις εξελίξεις στην επιστήμη του, είχε άποψη, χωρίς να φανατίζεται και να φανατίζει. Κι ο πατριωτισμός του είχε τη φλόγα μιας θρησκείας. Αυτό φαίνεται από τους επικηδείους ηρώων που εκφωνούσε και τα απομνημονεύματα που άφησε γεμάτα λυρισμό και απαλλαγμένα από υποκειμενικές σκέψεις και θεωρίες που αναμοχλεύουν πάθη. Ήταν ένας βαθιά φιλοσοφημένος άνθρωπος που τιμούσε την ανθρωπιά και την επιστήμη του. Τα δημοσιεύματά του επίσης στον τοπικό τύπο έθελγαν το αναγνωστικό του κοινό.
Και προκαλούσε το σεβασμό αν και η εμφάνισή του θα μπορούσε να καθρεπτίζει τον οίκτο στα βλέμματα των ανθρώπων.
Αναφέρει σχετικά ο αείμνηστος συγγραφέας Μανόλης Κούνουπας:
«Φορούσε ένα χιλιομπαλωμένο παντελόνι, ένα τριμμένο σακάκι και πουκάμισο με σκληρό κολάρο, που σήμαιναν ότι ο γιατρός είχε γνωρίσει αλλοτινές δόξες. Το καπέλο του, μόνο καπέλο που δεν ήταν, είχε χάσει τη φόρμα του, είχε πάρει ένα παράξενο σχήμα και με αρκετή προσπάθεια θα μπορούσες να το φανταστείς, πως ήταν και τι μεγαλοπρέπεια και σοβαρότητα θα του ‘δινε κάποτε εκεί στην Ανατολή.
Τις κάλτσες τις είχαν ξεχάσει τα πόδια του γιατρού. Απόμειναν κι αυτές μαζί με τόσα άλλα αγαθά στην Αιολική γη. Το μοναδικό ζευγάρι που φορούσε σαν έφευγε με την ψυχή στο στόμα, το είχε μαντάρει η γυναίκα του κάμποσες φορές, ίσαμε που έλιωσε.
Ο γιατρός Ευκλείδης λεφτά δε ζητούσε ποτέ, αλλά κι αν του ‘διναν δεν τα έπαιρνε. Πως ζούσε; Αυτό το γνώριζε μόνο ο Θεός και η κυρία Μαντώ η γυναίκα του.
Μια άξια σύντροφος
Προσφυγοπούλα κι αυτή -το γένος Νταλάκα- ήρθε από τα Βουρλά ένα χωριό κοντά στη Σμύρνη. Όπως αφηγήθηκε πριν από χρόνια στην κα Μαρία Τσιριμονάκη και αναφέρεται στο βιβλίο της εκλεκτής μας συμπολίτισσας, «Αυτοί που ήρθαν», όταν βρέθηκε κι αυτή με την μάνα της στο Ρέθυμνο, αφήνοντας πίσω μια αδελφή και μνήμες γεμάτες φρίκη, από τύχη βρήκε δουλειά στο νοσοκομείο, όπου και την είδε ο Ευκλείδης, που ήταν εσωτερικός γιατρός, την αγάπησε και τη ζήτησε από τη μάνα της.
Η γυναίκα δίστασε γιατί η Μαντώ της είχε σαν όλα τα κορίτσια ακολουθήσει σπουδές, πήγαινε στο Γυμνάσιο όταν τους βρήκε η καταστροφή και δεν είχε προλάβει να προετοιμαστεί για τα καθήκοντα της νοικοκυράς. Ήταν τόσο μικρή που δεν ήξερε ούτε νερό να βράσει.
Κι ο γιατρός είχε απαντήσει:
«Δεν πειράζει εγώ θα της πάρω Τελεμεντέ».
Παντρεύτηκαν μετά από δυο χρόνια ώστε να φαίνεται λιγότερο η διαφορά ηλικίας γιατί όλοι την περνούσαν για κόρη του.
Φαίνεται όμως πως εξελίχθηκε σε σπουδαία νοικοκυρά και ήξερε να κουμαντάρει το σπίτι παρά την ανέχεια που βίωνε με τον άνδρα της.
Το μόνο τους βιος μια υπέροχη γούνα αστρακάν, που κουβαλούσε η κυρία Μαντώ τους έσωσε από την πείνα της Κατοχής. Κάποια μέρα την πούλησαν σε ένα μαυραγορίτη κοψοχρονιά θα πεις αλλά εξασφάλισαν τροφή για ένα διάστημα.
Ένας ειλικρινής φίλος
Ο Ευκλείδης, είχε συνδεθεί στενά με την οικογένεια Κούνουπα. Με τον πατέρα ιδιαίτερα σε κρίσιμες εποχές μοιράζονταν ακόμα και το ψίχουλο.
Ο Μανόλης Κούνουπας, μας διασώζει το παρακάτω συγκινητικό περιστατικό στο βιβλίο του «Στενοποριές και στενορύμια» (σελ. 128-131) που δείχνει το δέσιμο των δύο ανδρών και το ψυχικό μεγαλείο του Ευκλείδη. Συνέβη στην πιο μαύρη περίοδο της κατοχής, όταν η πείνα θέριζε τους ανθρώπους και όσοι δεν είχαν κτηματική περιουσία λιμοκτονούσαν.
Ένα βράδυ κάλεσαν τον Ευκλείδη, σε ένα φτωχόσπιτο στον τουρκομαχαλά, ενός συμπατριώτη του από τα Βουρλά για να εξετάσει το παιδί της οικογενείας. Εκεί που εξέταζε έπεσε άθελα το μάτι του σε μια σανίδα όπου ήταν αραδιασμένα καμιά δεκαριά καρβέλια ζυμωτό ψωμί. Το θέαμα του έφερε ζάλη και ταραχή. Είχε τόσο καιρό να δει ολόκληρο καρβέλι. Και τόσα πολλά μαζί ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις αντοχές του.
Η περηφάνια του υπερίσχυσε για μια ακόμα φορά. Και πάνω που τέλειωνε την εξέταση η νοικοκυρά κατέβασε ένα καρβέλι κι ετοιμαζόταν να κόψει φέτες.
– Πόσο κάνει γιατρέ η επίσκεψη; ρώτησε ο ψαράς, ενώ ο γιατρός κοιτούσε σαν υπνωτισμένος τη γυναίκα που έκοβε το ψωμί.
«Τι να σας πω είπε στο τέλος ξεροκαταπίνοντας. Αν θέλετε κόψτε μου δυο φετούλες ψωμί. Δυο ψυχές είμαστε. Μας φτάνει…».
Ο ψαράς όμως ούτε που ν’ ακούσει τόσο ταπεινό αίτημα. Πήρε ένα ολόκληρο καρβέλι και το έδωσε στο γιατρό. Εκείνος ένιωσε βαθιά ταραχή. Για να σιγουρευτεί πως δεν ονειρεύεται πήρε το ψωμί, το σίμωσε στη μύτη του, το μύρισε, το χάιδεψε, το φίλησε.
Στη συνέχεια πέρασε από το φίλο του το Γιάννη Κούνουπα το φαρμακοποιό για να του κάνει τη χαρά. Αμέσως του ζήτησε μαχαίρι γρήγορα πριν μπει πελάτης στο φαρμακείο.
Μοίρασε το ψωμί στα δύο κι έδωσε στο Γιάννη το μισό.
«Πάρε αυτό για τα παιδιά σου» του είπε. Κι έφυγε τρέχοντας να προλάβει το μεγάλο νέο στη γυναίκα του.
Εκείνο το βράδυ στο σπίτι της οικογένειας Κούνουπα είχαν γιορτή με τα παιδιά να απολαμβάνουν ψίχουλο ψίχουλο τη φέτα τους για να παρατείνουν όσο γίνεται την απόλαυση.
«Να επιβιώνεις για τον εαυτό σου και μόνο δεν έχει αξία» έλεγε το άλλο βράδυ στον φίλο του ο γιατρός. Αξία έχει να επιβιώνεις για τους άλλους γιατί η ζωή είναι κάτι ιερό!».
Τιμές για έναν σημαντικό άνθρωπο
Το Ρέθυμνο τίμησε αυτό τον ακέραιο άνθρωπο, εκλέγοντάς τον δημοτικό σύμβουλο. Διετέλεσε και αντιπρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου.
Πέθανε σε απόλυτη φτώχεια το 1950, χωρίς να σταματήσει ούτε λεπτό την περίθαλψη ασθενών, κυρίως απόρων. Η ανιδιοτέλειά του, η ευγένεια και το ήθος του ανταμείφθηκαν από το δήμο, που ανέλαβε τιμής ένεκεν τα έξοδα της κηδείας. Σήμερα υπάρχει και οδός αφιερωμένη στη μνήμη του.
Και δεν γίνεται ακόμα και σήμερα αναφορά στο όνομά του, χωρίς να υποκλίνονται με σεβασμό οι συνειδήσεις σε έναν επιστήμονα που η χαρά του να υπηρετεί τον πάσχοντα συνάνθρωπο, εκμηδένιζε ακόμα και τις ανάγκες για επιβίωση.
Όσο για την κυρία Μαντώ, τη γυναίκα του, έζησε με απόλυτη αξιοπρέπεια κι αυτή μέχρι το 1991 και πέθανε σε ηλικία 87 ετών, εδώ στο Ρέθυμνο που την καλοδέχτηκε όταν κατέφυγε εδώ, προσφυγοπούλα, με μοναδικό βιος τις αξίες που της δίδαξαν οι αλησμόνητες πατρίδες.
Αύριο η συνέχεια…