Ο Θεός έχει τον ωραιότερο τίτλο που υπάρχει στον κόσμο, το Έλεος, και ο Ιωάννης εβίωσε και εταντίσθη με το Έλεος αυτό! Έζησε για να ελεεί!
Ήτο Κύπριος την καταγωγή και έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου, ενυμφεύθη κόρη σεμνή και προικισμένη με όλα τα χαρίσματα, απέκτησαν δε και παιδιά, που εμόρφωσαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».
Αλλά, άγνωστες είναι οι βουλές του Θεού: Πρώτα έφυγεν εκ του κόσμου τούτου η σύζυγος, έπειτα δε έφυγαν και τα τέκνα αυτού!
Τα γεγονότα αυτά ήσαν αρκετά δια να συντρίψουν τον Ιωάννην.
Έκλαψε, βέβαια, επόνεσε βαθύτατα, πληγώθηκε η ευγενική του καρδιά, αλλά η ευσέβειά του απεδείχθη ανώτερη της μεγάλης οδύνης και δοκιμασίας του. Έλειψαν από πλησίον του προσφιλής σύζυγος και τέκνα φίλτατα, αλλ’ είδε τον κόσμο γεμάτο από οικείους προς αυτόν τους άλλους, που θεωρούσε αδελφούς!!
Κάτοχος μεγάλης πατρικής περιουσίας, αύξανε τιμίως τα πλούτη του από έτος σε έτος, αλλά για τους άλλους, για τον εαυτόν του δε δεν ήθελε ούτε το ελάχιστο. Οι θάνατοι των δικών μου, έλεγε, αύξησαν την οικογένειά μου… Έχω τώρα τόσα στόματα που πεινούν και τόσα σώματα που γυμνητεύουν. Γι’ αυτούς πρέπει να εργάζομαι και να φροντίζω, αφού όλοι είμεθα μέλη αλλήλων(!)
Η λάμψη του αυτή ήτο επόμενο να γίνει ορατή και πέρα από τα βουνά και τις ακτές της Κύπρου. Ο ίδιος επιθυμούσε να μη γίνεται κανείς γι’ αυτόν λόγος, μα ο Χριστός είπε: μπορεί να κρυφθεί πόλη που είναι κτισμένη πάνω σ’ ένα όρος;
Εάν υπάρχουν οι φθονεροί άνθρωποι, όμως υπάρχουν και οι ευγνώμονες. Έτσι, τις αρετές του Ιωάννη, εδιαλάλησαν μύρια στόματα…
Γι’ αυτό, όταν εχήρευσε ο πατριαρχικός θρόνος της Αλεξάνδρειας, από παντού υπεδείχθη θερμώς να ανέλθει σ’ αυτόν ο Ιωάννης. Σ’ αυτό ήτο απολύτως σύμφωνος και ο βασιλιάς Ηράκλειος και ο λαός ολόκληρος.
Ο Ιωάννης όμως, όπως όλες οι άγιες και ταπεινές ψυχές, εδοκίμασε έκπληξη και έλεγε: Δεν ξέρω πως οι άλλοι διέκριναν στο πρόσωπό μου έναν άξιον· εγώ που είμαι σε θέση να κρίνω καλύτερα τις ικανότητές μου, απορώ πως έπλασαν αυτήν την εικόνα για μένα (!) Όμως οι πιέσεις ήσαν πολλές και ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος, επί τέλους υπέκυψε και ανέλαβε το έργο του καλού ποιμένα.
Εν πρώτοις, το πρώτο αξιοσημείωτο: Μόλις ανέλαβε καθήκοντα, στην Αλεξάνδρεια υπήρχαν μόνον επτά ναοί για τους Ορθοδόξους, ενώ όλοι οι άλλοι στους αιρετικούς. Άρχισε λοιπόν να κτίζει νέες εκκλησιές, μετά είπε στους περί αυτόν τούτο το υπέροχο! Αντί, παιδιά μου, να κτίζομε δεν είναι προτιμότερο να κατακτήσομε; Δεν αγαπώ τις κατακτήσεις, βέβαια, των πολέμων, που διανοίγουν δρόμους θανάτου. Όμως, γιατί να μη κατακτήσομε τους αιρετικούς που είναι πρώην (αλλά και νυν) αδελφοί μας; Δεν έρχονται αυτοί προς εμάς; Ας πάμε εμείς προς αυτούς (!) Έτσι έγινε η διά της Αγάπης κατάκτηση.
Στη συνέχεια φρόντισε να ανασυντάξει τον κλήρο. Μιλούσε στους κληρικούς του σαν Πατέρας κι αυτοί συνήθισαν να υπακούουν σ’ αυτόν σαν παιδιά του εκλεκτά.
Μιλούσε και φρόντιζε τον πάσχοντα λαό, που είδε στο σεπτό του πρόσωπο όχι απλώς τον Πατριάρχη, μα τον παραστάτη, συμπαραστάτη, πατέρα, φίλο και αδελφό!
Έτσι ήλθε μέσα στο καταχείμωνο μια μυρωμένη άνοιξη. Ο Πατριάρχης το παν για το λαό του, ο λαός του Θεού ευλογημένη απέραντη οικογένεια του Ποιμένα.
Άρχισε να κτίζει όχι πια Ναούς, μα ξενοδοχεία, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία κ.α., που παρέδωσεν αμέσως ως καλός Σαμαρείτης, σε κοινή χρήση, ανεξάρτητα από διαφορετικές αποχρώσεις θρησκευτικές, γλωσσικές, φυλετικές! Ένα μόνο, έλεγε στους ανθρώπους του: Μη ρωτάτε ποτέ ποιος είναι ο προσερχόμενος. Πάσχει; Φροντίσετέ τον ως αμφιθαλή αδελφό σας (!)
Έλεγε δε συχνά: Η αφθονία και η τρυφή, τέκνα μου, ανήκουν στον κόσμο του περιττού, αλλά και η φτώχεια και περισσή στέρηση, είναι καημός και πόνος. Ας απορρίψομε το πρώτο, ας αφανίσομε το δεύτερο, με μοναδικό εργαλείο την έμπρακτη Αγάπη.
Όταν δε είχεν ενσκύψει η Περσική θύελλα, μέχρι και αυτά τα Ιεροσόλυμα, ο ελεήμων Ιωάννης συγκλονίστηκε. Ας ευρίσκοντο οι κατεστραμμένοι μακριά. Οι πραγματικοί άνθρωποι νοιώθουν συμπολίτες, ακόμη και με αυτούς τους αντίποδες αυτών! Φρόντισε λοιπόν, σαν πρώτη δόση, να συναχθούν περίπου 1.000 σάκκοι σίτου, 1.000 σάκκοι οσπρίων, 1.000 δοχεία παστών ψαριών και 1.000 κτίστες, με προορισμό τους κατακαμένους τόπους.
Και το μήνυμά του το ευγενικό προς τους ανθρώπους στο χώρο της καταστροφής: Συγχωρήσετέ με, ήθελα να έλθω πλησίον σας, όμως είμαι πλέον γέρων.
Αλλά τι πρώτο και τι ύστερο να αναφέρει κανείς που είναι ανήμπορη και πλέον ευφάνταστη φαντασία και η ικανότερη γλώσσα, αλλά και η μεστότερη γραφίδα να περιγράψει τα πέρατα των ωκεανών της αγάπης του Αγίου Ιωάννου.
Από τον βιογράφο του Αγίου μας (Μ. Γαλανό), αναφέρομε ένα μόνο χαρακτηριστικό περιστατικό της απύθμενης ευσπλαγχνίας του Πατριάρχη:
Ένας πλούσιος, ιδών εκ τύχης τη λιτή κλίνη του, του δώρισε ένα βαρύτιμο πάπλωμα. Το βράδυ όμως ο Ιωάννης, σκεπασθείς με αυτό, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί…
Το εφάπλωμα εκείνο είχεν επάνω του βάρος, περισσότερο από ένα όρος…
Αμέσως την επομένη, «πωλήσας αυτό, ενέδυσε αρκετά ορφανά»!
Τελειώνοντας, αναφέρομε το έμμετρο του ευσεβή μας ποιητή, που αναφέρει σχετικά!
Το χέρι, που απλώνεται να πάρει,
χάνει τόση ομορφιά και χάρη τόση,
όση ομορφιά κερδίζει κι όση χάρη,
το χέρι που απλώνεται να δώσει…