Για το Αρκάδι έχουν γραφτεί αμέτρητα κείμενα ιστορικού και λογοτεχνικού περιεχομένου.
Είναι το θέμα που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο.
Για χάρη των αναγνωστών σταχυολογήσαμε από διάφορες πηγές, κάνοντας την συνηθισμένη ιστορική μας αναζήτηση, ενδιαφέροντα κείμενα και λογοτεχνήματα, άγνωστα στους περισσοτέρους και τα παραθέτουμε όσο ο χώρος μας επιτρέπει.
Ένα άγνωστο ποίημα
Από τα «Τραγούδια του Κρυφού Σχολειού» του Κώστα Απανωμεριτάκη, είχαμε ξεχωρίσει την ακροστιχίδα «Αρκάδι» από τα πιο εμπνευσμένα ποιήματα του μεγάλου δημιουργού.
Κι όμως ο αξέχαστος και τόσο αδικημένος ποιητής μας είχε γράψει με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από το ιστορικό ολοκαύτωμα και μια ωδή, όπως είχε κάνει αργότερα για το δράμα της Λαμπινής και το ολοκαύτωμα των χωριών του Κέντρους.
Αυτό το ποίημα παρουσιάστηκε για πρώτη και τελευταία φορά, λίγο πριν από την παράσταση με το έργο του Νίκου Ορφανού «Καλά Ξέτελα» στο Ωδείο Ρεθύμνου, το Νοέμβριο του 1966, για να συνδυαστεί μάλλον η εκδήλωση με την μεγάλη επέτειο. Και στη συνέχεια το δημοσίευσε σε συνέχειες, λόγω έκτασης, η εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» και μάλιστα σε περίοπτη θέση με θερμό σχόλιο του Γιάννη Χαλκιαδάκη.
Αποσπάσματα από το ποίημα που σύντομα θα αναρτηθεί ολόκληρο στο politistiko-rethymno.org στην ενότητα «Αρκάδι», παραθέτουμε τους παρακάτω αντιπροσωπευτικούς στίχους:
Ο Θάνατος εγίνη Αθανασία
Στη Μπαρουταποθήκη είναι κλεισμένοι
Ούλα τα γυναικόπαιδα κι οι γέροι,
κι αλλοι πεντέξε άντρες λαβωμένοι,
κι ο Γιαμπουδής με το δαυλό στο χέρι.
Κι ως άκουσε το θλιβερό μαντάτο:
πως τ’ Αρκαδιού ο Γούμενος σκοτώθη
κι είδε των Τούρκων τ’ άγριο φουσάτο
του Τσεπχανέ την ξώπορτα ν’ αμπώθη.
Την απροσκύνητη κουμπούρα βγάζει,
κάνει τον τύπο του σταυρού με δαύτη:
«Ελευτερία γη Θάνατος» φωνάζει,
κι απάνω στα μπαρούτι την ανάφτει!
Συθέμελα το Μοναστήρι εσείστη,
πύρινη γλώσσα ετύλιξεν τ’ Αρκάδι,
κι ο Καστρινός του τοίχος εγκρεμίστη,
κι έθαψεν Τούρκους και Ρωμηούς ομάδι…
Ο Γέρο – Ψηλορείτης εβρουχήθη,
κι ακούστη αλαλητό στην Οικουμένη:
-Κι αν έπεσε τ’ Αρκάδι, δε νικήθη,
κι αν κάηκε, η λάμψη του απομένει.
Γιατί η φλόγα π’ άναψε στ’ Αρκάδι,
με των παλληκαριών του τη θυσία,
εφώτισε τη σκοτεινιά του Άδη,
κι ο Θάνατος εγίνη Αθανασία!
Ένας αιώνας πέρασε, κι εδιάβη,
και δε μολεύει οχτρός τα χώματά μας,
κι ακόμα η φλόγα τ’ Αρκαδιού θ’ αναβη:
λάμψη στο νου και λάβρα στην καρδιά μας.
Δεν άφτει σα Μνημόσυνου λαμπάδα,
γιατί απομένει ζωντανό τ’ Αρκάδι,
μ’ αστράφτει σαν της Λευτεριάς τη δάδα,
που της σκλαβιάς σκορπίζει το σκοτάδι.
Μαρτυρίες Κώστα Ξεξάκη
Ο αξέχαστος Γυμνασιάρχης και αγωνιστής Κώστας Ξεξάκης είχε ιδιαίτερη «αδυναμία» στα θέματα γύρω από το Αρκάδι, λόγω των στενών συγγενών του, που ήταν καλόγεροι στο ιστορικό μοναστήρι.
Επιλέξαμε για το αφιέρωμά μας αρκετά αποσπάσματα από τις αναφορές του αυτές και ξεκινάμε από μια συνεργασία του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» τον Ιούλιο 1997 με τίτλο «Ο Μικρόσωμος Αδάμης».
«Ο έμπιστος του Γαβριήλ»
«Ο Πίκρης είναι ένα χωριό στο βάθος τ’ Αρκαδιώτικου φαραγγιού, σε μικρή απόσταση από το Αρκάδι. Τα άφθονα -τότε νερά του ποταμού άγγιζαν τα κάτω σπίτια του χωριού. Στον ποταμό υπήρχαν πλήθη Αχέλια (χέλια) και καβροί και στο δασωμένο φαράγγι πουλιά. Οι Πικριανοί είχαν τακτικό έδεσμα τα χέλια και τους καβρούς και πουλιά που έπιαναν με «πλάκες» και βεργιά. Οι ξένοι επισκέπτες των υπολόγιζαν πάντα ότι θα δοκίμαζαν και αυτοί απ’ αυτούς του εκλεκτούς μεζέδες που με ευχαρίστηση και απλοχεριά πρόσφεραν οι φιλόξενοι Πικριανοί. Στα γύρω χωριά ήταν πασίγνωστη αυτή η φιλοξενία των Πικριανών. Στο Αρκάδι ήταν τακτικοί επισκέπτες πολλοί κάτοικοι του Πίκρη. Αναζητούσαν εκεί κάποιο μεροκάματο, είτε είχαν τακτική απασχόληση.
Ήταν και ο Αδάμ Γεωργίου Παπαδάκης, ιδιαίτερα έμπιστος του Ηγουμένου Γαβριήλ Μαρινάκη. Τον έλεγαν το «Αδαμάκι» ή «Αδαμακάκι», γιατί ήταν πολύ μικρόσωμος. Δεν τον γνώρισα όσο ζούσε. Πέθανε το 1905. Γνώρισα, όμως, τα παιδιά του. Το Γιώργη, που ήταν κι αυτός μικρόσωμος, και τις θυγατέρες του, τη Μαριγώ και το Παρασκιώ. Το Αδαμακάκι είχε σύζυγο -μετά το 1866- τη Φωτεινή Σχιζάρη.
Ο Γιώργης τ’ Αδαμακιού, «έστεσε» ένα καμίνι ξύλα, για να τα ψήσει και να πουλήσει τα κάρβουνα. Το καμίνι ήταν σε απόσταση πενήντα μέτρων από το πατρικό μου σπίτι, στα Καψαλιανά, και ο Γιώργης ερχόταν εκείνες τις μέρες σπίτι μας και πολλές ώρες τα έλεγαν με τον πατέρα μου. Η Μαριγώ και το Παρασκιώ ήταν τακτικές μαζώχτρες, κάθε βεντέμα, στις ελιές μας περί το 1925. Ήμουν μαθητής γυμνασίου τότε και τις ρωτούσα και μου έλεγαν για τον πατέρα τους. Απ’ αυτά λίγα θυμάμαι. Περισσότερα έμαθα για το Αρκάδι, στα 1866 και το Αδαμάκι όταν το 1976 πήγα επίτηδες στου Πίκρη. Σ’ ένα σπίτι ήρθαν η θυγατέρα της Μαριγώς, η Ελένη, σύζυγος Αλεξάκη και η σύζυγος του Γιώργη Αδάμ Παπαδάκη, Ελένη Πηγουνάκη και αυτή γέννημα και θρέμμα Πίκρη. Στη πολύωρη συζήτηση που είχαμε έμαθα και εξεκαθάρισα πολλά: Γράφει ο Τ. Βενέρης στο βιβλίο του για το Αρκάδι, σελ. 245, αναφερόμενος στους ταχυδρόμους Αδάμ Παπαδάκη και παπά-Κρανιώτη, που βγήκαν από το Αρκάδι μεταφέροντες επιστολές προς Κορωναίο κ.λπ. «Τους αγγελιοφόρους τούτους κατεβίβασαν δια σχοινίου εκ του μεγάλου παραθύρου του ευρισκομένου υπεράνω του εν τη Νοτία πλευρά της Μονής «Πορτάλι».
Σ’ αυτά τα γραφόμενα υπάρχει μια ανακρίβεια και σημαντική παράλειψη. Ο Αδάμ Παπαδάκης δεν κατέβηκε με σκοινί από το παράθυρο. Από μια υπόγεια τρύπα εμπαινόβγαινε.
Μια τρύπα, ένας υπόνομος για τα νερά της βροχής, αρχίζει μέσα από την αυλή της Μονής, δίπλα από τη βάση της σκάλας που ανεβαίνει στο μουσείο, περνά κάτω από τις οικοδομές, βγαίνει έξω σ’ ένα σόχωρο, το διαπερνά υπόγεια και εκβάλλει στην άκρη του, σ’ ένα δετάρι μικρό γκρεμνό, ύψους ενάμισι μέτρο.
Ο Γιώργης Σχιζάρης μου είπε κάποτε: «Πάμε στο Αρκάδι να σου δείξω την τρύπα που εμπαινόβγαινε το Αδαμακάκι».
Πήγαμε και είδαμε την είσοδό της και την έξοδο στο δετάρι. Η έξοδος είναι κρυμμένη από χόρτα και πυκνούς θάμνους. Τους παραμερίσαμε και την είδαμε.
Λίγη ώρα πριν την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης, κάλεσε ο Γούμενος τον Αδαμάκη στο κελί του και του είπε: «Εμείς όλοι θα πεθάνουμε εδώ μέσα. Μόνο εσύ Αδαμάκη μπορείς να γλυτώσεις. Φύγε, και να θυμάσαι να δηγάσαι ότι γίνηκε εδώ μέσα».
Μόλις είχε απομακρυνθεί από το κελί λίγα μέτρα, ο Αδαμάκης άκουσε ένα πυροβολισμό στο κελί. Επέστρεψε και είδε τον Γούμενο νεκρό. Πήρε από τη μέση του το μαχαίρι του, με το ασημωτό θηκάρι και έφυγε. Ήταν ο πρώτος που είδε το Γούμενο νεκρό και όχι ο Μ. Καλλιγιάννης, που γράφει ο Τ. Βενέρης, σελ. 335.
Και έλεγε η θυγατέρα του Αδαμακιού, η Μαριγώ, (μου τα είπε η θυγατέρα της κ. Ελένη Αλεξάκη): «Ώστεν απού ‘ζενε ο μακαρίτης ο πατέρας μου το ‘λεγε με παράπονο: Γιάντα ‘γω να πάρω το μαχαίρι και να μην πάρω την κεφαλή του, μόνο την άφηκα των Τουρκώ και τηνε κάμανε μπαϊράκι. Και το ‘λεγε και το ξανάλεγε και δεν είχε ο πόνος του παρηγορημό».
Το ασημωτό θηκάρι το έκαμε δύο κομμάτια ο Γ. Σχιζάρης, όπως μου είπε ο ίδιος, και πήρε το ένα η Ελένη Αλεξάκη και το άλλο η Πηγουνάκη.
Παρακάλεσα την Ελένη να μου δώσει ένα κομμάτι για το Μουσείο, και μου το έδωσε. Το κατέθεσα στο Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου.
Η αποκατάσταση της Μονής
Τον Απρίλιο εξάλλου του 1994 ο Κώστας Ξεξάκης δημοσιεύει στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα», ενδιαφέροντα περιστατικά από τη ζωή της Ιεράς Μονής Αρκαδίου το 1900.
Από τις αναφορές αυτές παραθέτουμε τα παρακάτω αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα:
«Για τον Ακάκιο Δαουνδάκη, από το χωριό Μονή Σελίνου, παραθέτω τα παρακάτω αξιοσημείωτα.
Ο Ακάκιος, εκτός από την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, που έκτισε στην περίοπτη θέση Κορές, είχε και σπουδαιότατη συμβολή στην αποκατάσταση του Αρκαδίου με τη μεγάλη βοήθεια που έφερε από την Ομόδοξη Ρωσία. Μαζί με τον ηγούμενο Γαβριήλ Μαναρή, ο Ακάκιος επήγε στη Ρωσία περί το 1900, για να εκλιπαρήσουν κάθε βοήθεια για το κατεστραμμένο από το ’66 Αρκάδι.
Ο Γέρο Μαναρής, όπως ήτο γνωστός, κατήγετο από το χωριό Καβούσι Ρεθύμνου και η οικογένειά του ήταν πολύ εύπορη. Γνωστό είναι ακόμη στο Καβούσι «του Μαναρή το δάσος». Ήταν ο μόνος διπλωματούχος Θεολόγος Ηγούμενος Αρκαδίου, όπως μου έλεγε ο φίλος μου, ανιψιός του Γεώργιος Μαναρής, καθηγητής Γαλλικών και μου εξέφραζε το παράπονό του ότι αυτός ο μεγάλος Ηγούμενος δεν τον εβοήθησε οικονομικά, όταν εσπούδαζε στη Γαλλία. Ένα αδελφό του Γιώργη Μαναρή, τον Αντώνη, είχε βαφτίσει η γιαγιά μου Κατερίνη και γι’ αυτό ο Γέρο Γαβριήλ Μαναρής την έλεγε συντέκνισσα.
Η εκκλησία των Καψαλιανών είναι Αρκαδιώτικη και γι’ αυτό ελειτουργούσαν σ’ αυτήν συχνά αδελφοί τ’ Αρκαδιού. Τακτικός ήτο ο Ακάκιος. Το εσπέρας ετελούσε τον εσπερινό, διανυκτέρευε στο σπίτι του φίλου του Ανδρέα Ξεξάκη και το πρωί λειτουργία. Με τον πατέρα του Α. Ξεξάκη είχε διπλή σχέση. Και οι δύο ήσαν καλλίφωνοι ψάλτες και επίσης καλοί χορευτές. Ο πατέρας μου στον καστρινό και ο Ακάκιος στον Αποκορωνιώτικο συρτό, έλεγαν πως, όταν χορεύει ο Ακάκιος συρτό, γράφει με τα πόδια του.
Ο Γέρο Γαβριήλ Μαναρής και ο Ακάκιος επήγεν στη Ρωσία, πιθανότατα πριν το 1900 και άρχισαν τις περιοδείες στην απέραντη χώρα Οδησσό, Μόσχα, Πετρούπολη. Παρέμειναν εκεί περί τα δύο χρόνια. Γι’ αυτήν την περιοδεία εδιηγείτο συχνά στη γιαγιά μου και στον πατέρα μου ο Ακάκιος. Παρεπονείτο για τον Γούμενο ότι: «Όταν εγώ εγύριζα στις γειτονιές και στα Μοναστήρια και έκανα αγιασμούς κι εμάζευα ρούβλια και τασίματα, εκείνος έκανε παρέα με τους Μεγάλους».
Από τη Ρουσία, έφεραν ένα πολύ μεγάλο πλούτο. Εκτός από τα ρούβλια, έφεραν και διάφορα αντικείμενα. Φορτία ολόκληρα από ιερά σκεύη, εικόνες, ευαγγέλια, καντήλια, θυμιατήρια και τα περισσότερο χρυσοποίκιλτα και διαμαντοστολισμένα. Βαρύτιμα άμφια και ράσα για όλους τους καλογήρους και οικιακά σκεύη άφθονα για όλα τα κελιά. Η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου ήταν κυριολεκτικά κατάφορτη από λαμπερά χρυσοποίκιλτα και αδαμαντοκόλλητα αφιερώματα. Εντυπωσιακά ήσαν προπάντων τα μεγάλα καντήλια, σαν μικροί πολυέλαιοι. Τον ίδιο πλούτο είχε και ο ναός στον Κορέ.
Ήμουν τακτικότατος επισκέπτης του Αρκαδίου επί πολλές δεκαετίες και κάθε φορά μπαίνοντας στο Μοναστήρι από τη Χανιώπορτα έπρεπε, πριν απ’ όλα, κατά το έθιμο για όλους τους επισκέπτες, να μπω πρώτα στην εκκλησία να προσκυνήσω και μετά κάθε άλλη επίσκεψη. Πάντοτε εστεκόμουν πολλή ώρα στην εκκλησία και αποθαύμαζα τον πλούτο των ιερών σκευών που την έκαναν να λάμπει ολόκληρη. Εκαμάρωνα και το μεγάλο Ρολόι-Εκκρεμές, που ήταν στημένο δεξιά, καθώς έμπαινα από την αριστερή κυρία είσοδο της πρόσοψης, και είχε ύψος περίπου 1,5 μέτρο. Αυτό το ρολόι το είχε αφιερώσει στην εκκλησία η μητέρα του πατέρα μου, Γαρυφαλιά, το γένος Νικολουδάκη, το 1898 όταν ο γιος της Ανδρέας προσήλθε στο Αρκάδι για να καλογερέψει και εκάρει Αναγνώστης. Αργότερα άλλαξε γνώμη…
Όλος αυτός ο πλούτος των ιερών σκευών της εκκλησίας τ’ Αρκαδιού, του Ηγουμενείου και των κελιών των καλογήρων, άρχισε από το 1941 και μετά να λιγοστεύει, όπως και οι μοναχοί… Τα περισσότερα έχουν αποτεθεί στο Μουσείο της Μονής κι άλλα, μου είπαν, είναι στην αποθήκη. Ελπίζω να φυλάσσονται και να διατηρούνται καλά εκεί.
Από το πλήθος των ιερών σκευών και αντικειμένων που έφεραν από τη Ρωσία ο Γαβριήλ και ο Ακάκιος, άμα εκαλύφθησαν οι ανάγκες τ’ Αρκαδίου, εκκλησίες, κελιά και μοναχοί, έμειναν και περισσεύματα. Απ’ αυτά εδόθησαν και σε «φίλους» τ’ Αρκαδιού.
Ο παππούς μου Αντώνιος Γ. Σταματάκης, που ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρακλας, είχε αναλάβει κατά παραγγελίαν του Ηγουμένου Γαβριήλ Μαρινάκη, να διασώσει τα αροτριόντα βόδια τ’ Αρκαδιού- περί τα πενήντα- για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων κατά την πολιορκία της Μονής, το Νοέμβριο του 1866. Και αυτός πράγματι τα διέσωσε, αποκρύβοντάς τα στο μεγάλο και πυκνότατο δάσος, που ήταν στο βάθος ενός φαραγγιού, δυτικά του μιτάτου «Κυπαρίσσι». Επήγα ο ίδιος εκεί επίτηδες και εθαύμασα αυτόν τον κρυψώνα κατά το 1935, όταν εσώζετο ακόμη το δάσος. Επίσης, ο παππούς μου, όταν αξιώθηκε να αγοράσει από έναν Τούρκο στη θέση «Σκουραχλάδα» ένα μεγάλο κτήμα, εδώρησε, σύμφωνα με το τάξιμο που είχε κάνει, στον Άγιο Κωνσταντίνο, τ’ Αρκαδιού, τρία πεζούλια με ελιές, χαρουπιές και βελανιδιές. Γι’ αυτό ο Γαβριήλ Μαναρής κι ο Ακάκιος Δαουνδάκης του εδώρησαν από τα Ρούσικα είδη αρκετά πιάτα πορσελάνης με ωραιότατες παραστάσεις και αρκετά μπρίκια εμαγιέ για τσάι και για καφέ. Από αυτά τα πιάτα έχω και φυλάσσω δύο.
Ο αδελφός του παππού μου, ο Παναγιώτης Γ. Σταματάκης, επειδή την καμπάνα της Αρκαδιώτικης εκκλησίας των Καψαλιανών την είχαν πάρει οι Τούρκοι, παράγγειλε και του έφεραν από το Τριέστι μια αρκετά μεγάλη καμπάνα και την τοποθέτησε, την κρέμασε, στο περίτεχνο καμπαναριό της εκκλησίας του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στα Καψαλιανά. Είναι η πιο γλυκόλαλη καμπάνα των γύρω χωριών.
Η σύζυγος του Παναγιώτη Σταματάκη, Ζαχαρένια, το γένος Ξεξάκη, έκαμε δώρο στην ίδια εκκλησία ένα πλήρες σύνολο ιερών αμφίων για τον εκάστοτε λειτουργό ιερέα της εκκλησίας. Επειδή η εκκλησία δεν είχε κατάλληλη ντουλάπα, για να φυλάσσονται τα άμφια, αυτά εφυλάσσοντο, μετά από κάθε ιεροτελεστία, στην κασέλα της στο σπίτι της. Αργότερα, έγινε κατάλληλη θήκη και εφυλάσσοντο μόνιμα στην εκκλησία. Ελπίζω να διατηρούνται ακόμη. Η ολοπλούμιστη κασέλα, πάντως, βρίσκεται εκτεθειμένη στο Λαογραφικό Μουσείο της πόλης μας.
Γι’ αυτό και η θεία μου Ζαχαρένια Σταματάκη-Ξεξάκη, έλαβε και εκείνη δώρο πιατικά και μπρίκια και ο άνδρας της μια εικόνα της Παναγίας. Αυτή η εικόνα είναι έκτυπη σε λεπτό φύλλο χρυσού και φαίνεται η Παναγία, ο Χριστός, άγγελοι και ο Παντοκράτορας. Βρίσκεται στο εικονοστάσι του σπιτιού μου.
Οι ευσεβείς δωρητές Αντώνης Γ. Σταματάκης και η σύζυγός του Κατερίνα, το γένος Γαλιού, ο Παναγιώτης Γ. Σταματάκης και η σύζυγός του Ζαχαρένια, το γένος Ξεξάκη, κατέβαλαν στο ταμείο της Μονής Αρκαδίου μερικά χρυσά Ναπολεόνια και «ενεγράφησαν εν τω βραβείω» της εκκλησίας και ετάφησαν εις τον κοιμητήριον της Μονής».
Με την ιστορική αναδρομή που κάναμε τιμώντας τη μεγάλη επέτειο μνημονεύσαμε παράλληλα και κορυφαίες μορφές του τόπου μας που θα πρέπει πάντα να είναι στο προσκήνιο και να αναδεικνύουμε με κάθε ευκαιρία τη μεγάλη πνευματική κληρονομιά που μας άφησαν.