Ένα πρόσφατο δημοσίευμα του πολύτιμου φίλου και συνεργάτη, κ. Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη, για το 44ο Σ.Π., πληρέστατο σε ιστορικά στοιχεία, μου έφερε στο νου μια σχετική με το θέμα αναφορά, του αξέχαστου Κώστα Μαμαλάκη, από τη σειρά «Μεγάλες ώρες του Ρεθύμνου».
Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον κείμενο, γεμάτο ανθρώπινες στιγμές, που μας μεταφέρει παράλληλα στο Ρέθυμνο μιας άλλης εποχής, με εικόνες όπως αυτές, που έδιναν στα κείμενα του Κώστα Μαμαλάκη αυτό το μοναδικό λογοτεχνικό ύφος. Και κρίνουμε απαραίτητο να το ανασύρουμε από το αρχείο μας, επειδή αποτελεί έναν ακόμα κρίκο, που συνδέει τα ιστορικά στοιχεία ενός τόσο ηρωικού συντάγματος, όπως ήταν το 44ο.
Αντλώντας λοιπόν στοιχεία, από το θαυμάσιο αυτό, όσο και άγνωστο, στους νεότερους, κείμενο του Κώστα Μαμαλάκη, (δημοσιεύτηκε 21 Οκτωβρίου 1966) ας μεταφερθούμε στο χθες, κι ας φανταστούμε την τοπική κοινωνία να ζει τις παρακάτω ιστορικές στιγμές:
Ερχόταν το 44ο Σ.Π.
Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του 1926, που η θέα δυο καραβιών αγκυροβολημένων ανοιχτά του λιμανιού, έδωσε ζωντάνια στη νωθρή, από έλλειψη συγκλονιστικών γεγονότων, πόλη.
Οι αντρικές καρδιές άρχισαν να πάλουν με γρηγορότερο ρυθμό. Ώστε η πληροφορία που είχε διαδοθεί, σαν αστραπή, την προηγουμένη, ήταν αληθινή. Ερχόταν το ένδοξο 44ο Σ.Π.!
Ο κόσμος με έκδηλα συναισθήματα χαράς και συγκίνησης, παράτησε τις δουλειές κι έτρεξε στο λιμάνι, με την απαραίτητη συνοδεία τσούρμου πιτσιρικάδων, που πανηγύριζαν για το γεγονός. Η καημένη η «μαρίδα» της εποχής δεν είχε, άλλωστε, συχνά την ευκαιρία να ζει τόσο σημαντικά γεγονότα.
Ατμόσφαιρα εορταστική
Σε λίγο το λιμάνι είχε πάρει όψη εορταστική, και μάλιστα τόσο λαμπρή, που δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει ούτε ο πλέον χαρισματικός τελετάρχης.
Η κίνηση, στο μεταξύ και στα δύο πλοία, προετοίμαζε το πλήθος για τις πρώτες αφίξεις.
Πρώτος, αποβιβάστηκε, με το επιτελείο του, ο Στυλιανός Στεφανουδάκης, από τα Ρούστικα, διοικητής του Συντάγματος.
Ήταν ψηλός, εύσωμος, με έξοχη δράση πολεμική, με ήθος και σεμνή παλικαριά. Μορφωμένος αξιωματικός, άνθρωπος ακέραιος και πολιτισμένος.
Με κάθε επισημότητα κατευθύνθηκε και εγκαταστάθηκε στο θαλασσί ξύλινο περίπτερο του Λιμεναρχείου, που υπήρχε τότε στην αποβάθρα.
Από εκεί επόπτευε την αποβίβαση των ανδρών του υλικού των μεταγωγικών, που κράτησε ώρα πολλή.
Το πλήθος δεν σταμάτησε να ζητωκραυγάζει.
Όταν τέλειωσε η αποβίβαση, με απόλυτη ακρίβεια κινήσεων, το Σύνταγμα αναπτύχθηκε σε διάταξη παρέλασης .
Μπροστά τέσσερις σαλπιγκτές και δύο τυμπανιστές, αμέσως μετά η γεμάτη παράσημα δόξας σημαία του, και πίσω οι λόχοι, κατά τάγματα, με έφιππους τους ταγματάρχες.
Τότε ο διοικητής Στυλιανός Στεφανουδάκης, με άψογα υπολογισμένες κινήσεις, ανέβηκε στο μεγαλόσωμο ουγγαρέζικο άλογό του, που είχε τα χρώμα της κανέλας, πήρε θέση πίσω από το σημαιοφόρο και υψώνοντας το χέρι έδωσε το σύνθημα της εκκίνησης.
Κι ενώ το πλήθος επευφημούσε, η μεγάλη φάλαγγα ξεκίνησε, πέρασε από την οδό Αρκαδίου, ανέβηκε στο Καμαράκι, έστριψε δεξιά και πήρε κατεύθυνση προς τους μεγάλους στρατώνες της «Σοχώρας».
«Ζήτω το 44»
Απερίγραπτες ήταν οι στιγμές που το ακολουθούσαν. Από όπου περνούσε ο κόσμος φώναζε με ενθουσιασμό «Ζήτω το 44» και από τα παράθυρα οι γυναίκες πετούσαν λουλούδια.
Όσο για τα παιδιά παρακολουθούσαν τώρα εκστατικά το επιβλητικό θέαμα.
Έτσι πανηγύρισε το Ρέθεμνος τον ερχομό του ηρωικού συντάγματος με την ένδοξη ιστορία.
Έδινε λαμπρότητα σε όλες τις τελετές
Και συνεχίζει ο Κώστας Μαμαλάκης:
«Μεγάλη λαμπρότητα έδινε η συμμετοχή του Συντάγματος στις επίσημες τελετές.
Στις δοξολογίες, η στρατιωτική παράταξη «κατ’ αντιζυγίαν» άρχιζεν από το δρόμο της εισόδου του Καθεδρικού Ναού, και κατέληγε στην προκυμαία που θα γινόταν η παρέλαση.
Έφιπποι, πάντα, ήταν οι διοικητές ταγμάτων.
Θυμάμαι τον ταγματάρχη Αλέκο Κουνδουράκη, που σκοτώθηκε ηρωικά, υποστράτηγος στην Αλβανία-μεγαλόπρεπο πάνω στο ψαρί άλογό του στο πλατεάκι πιο κάτω από το βιβλιοπωλείο του Αριστόδημου (Σ. Σ. Χατζηδάκη) και τον ταγματάρχη Τζανουδάκη, ένα νευρώδη, βραχύσωμο, με στριφτό μουστακάκι, Χανιώτη, έξω από την εκκλησία των «Εισοδίων».
Ο θαυμασμός των παιδιών
Σύμφωνα με όσα περιγράφει ο Κώστας Μαμαλάκης, τον ίδιο ενθουσιασμό που προκαλούν σήμερα στον παιδόκοσμο, τα επιτεύγματα της ηλεκτρονικής «υστερίας» δημιουργούσαν τότε τα θεάματα αυτά. Αναστατωμένα όλα τα αγοράκια, είχαν εκστασιαστεί από τις χρυσές επωμίδες στις στρατιωτικές στολές, τα σπαθιά, τους ήχους των «πτερνιστήρων», τ’ άλογα και όλες τις συγκινήσεις που τους προκαλούσαν τα παρελαύνοντα «στρατά», είτε σε παράταξη είτε σε παρέλαση.
Όσο για το σάλπισμα της αποχώρησης είχε δώσει πολύτιμη βοήθεια στις μαμάδες, που προσπαθούσαν, εξαντλώντας όλες τις μεθόδους της παιδαγωγικής, να «συντάξουν» τα βράδια τα ασύντακτα βλαστάρια τους που ξεμυαλισμένα όλη την ημέρα, έπαιρναν τους δρόμους.
Τι γινόταν δηλαδή…
Η «Θοδώρα» στην υπηρεσία των μανάδων
Κάθε βράδυ στις 9:00, δύο σαλπιγκτές γύριζαν τους κεντρικούς δρόμους και «βάραγαν» τη «Θοδώρα». Ήταν το σάλπισμα της αποχώρησης, που έδινε τόνο, στη νυχτερινή ζωή της πόλης.
Αμέσως άδειαζαν οι δρόμοι από τα φανταράκια, που σκόρπιζαν κι έτρεχαν στους στρατώνες για το προσκλητήριο.
Το ποδοβολητό των φαντάρων έκανε ν’ αντηχούν οι δρόμοι του «Πλατάνου» και της «Κυρίας των Αγγέλων» και ν’ αντιλαλούν τα γύρω στενοσόκακα από τους ξηρούς κρότους που άφηναν οι «βιδόπροκες» απ’ τις αρβύλες.
Εύρισκαν τότε αφορμή και οι μαμάδες για να υποχρεώνουν τα παιδιά να πηγαίνουν επιτέλους νωρίς για ύπνο…
Σύνηθες και το γλυκομάλωμα:
«Βρε παλιόπαιδα, έπαιξε η Θοδώρα, οι στρατιώτες πάνε για ύπνο και σεις ακόμα όρθια; Στα κρεβατάκια σας γρήγορα…».
Η επίσημη γιορτή του
Όπως μας πληροφορεί, στη συνέχεια, ο Κώστας Μαμαλάκης, στο ίδιο δημοσίευμα, επίσημη εορτή του Συνάγματος είχε καθιερωθεί η επέτειος της μάχης του Καλέ – Γκρότο μιας μεγάλης, σκληρής και φονικής μάχης.
Ας θυμηθούμε το γεγονός μέσα από τις επίσημες ιστορικές καταγραφές.
«Με τις νικηφόρες επιθετικές επιχειρήσεις του στη Μικρά Ασία (25 Ιουν. – 10 Ιουλ. 1921) ο Ελληνικός Στρατός προέλασε μέχρι το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ καταλαμβάνοντας τους σπουδαίους αυτούς συγκοινωνιακούς κόμβους. Στη συνέχεια αποφάσισε την ανάληψη των επιχειρήσεων με κατεύθυνση προς την Άγκυρα (Εκστρατεία Σαγγαρίου) κατά τους μήνες Ιούλιος – Σεπτέμβριος 1921.
Μέχρι το βράδυ της 12ης Αυγούστου το Β’ Σώμα Στρατού είχε διέλθει το Σαγγάριο ποταμό και είχε προωθηθεί με τη ΧΙΙΙ στο Μανγκάλ Νταγ και την V Μεραρχία στη γραμμή των χωριών Κιουτσούκ Γιαϊτσί – Σαατλί. Για την επομένη μέρα το Β’ Σώμα Στρατού διατάχθηκε από τη Στρατιά Μικράς Ασίας να επιτεθεί προς το ύψωμα Καλέ Γκρότο και να συνεχίσει προς το Κιζίλ Κογιουνλού, υπερκερώντας από τα ανατολικά την τουρκική τοποθεσία άμυνας.
Μετά απ’ αυτό, το Β’ Σώμα Στρατού διέταξε την V Μεραρχία να επιτεθεί από τις 06 00 της 13ης Αυγούστου στην κατεύθυνση Σινανλί – Κουτλουχάν Τζαμί – Γκιουζελτζέ Καλέκιοϊ, ενώ η ΧΙΙΙ Μεραρχία θα ενεργούσε την ίδια ώρα αριστερά της και παράλληλα προς αυτή. Η επίθεση της V Μεραρχίας άρχισε την καθορισμένη ώρα, με το 43ο Σύνταγμα Πεζικού δεξιά και το 44ο αριστερά».
Ύψωμα μεγάλης σημασίας
«Το «Καλέ Γκρότο» συνεχίζει, αυτή τη φορά, ο Μαμαλάκης, ήταν ύψωμα μεγάλης στρατηγικής σημασίας και έπρεπε πάση θυσία να καταληφθεί.
Ήταν όμως δύσκολο να επιτευχθεί ο αντικειμενικός σκοπός. Γιατί ήταν φυσικό οχυρό και καλά ταμπουρωμένοι σ’ αυτό οι Τούρκοι. Για τους γενναίους όμως της Κρήτης τίποτα δεν ήταν ακατόρθωτο!
Όρθιοι οι άφοβοι του Ρεθύμνου, «γιουρουντίξανε» και καταλάβανε το ύψωμα! Πολύνεκρη ήταν η μάχη. Αλλά η νίκη ήταν μεγάλη. Φοβερές οι απώλειες του Συντάγματος. Την πλήρωσαν ακριβά τα παιδιά του Ρεθύμνου!
Τι σημασία όμως είχε αυτό για τους σταυραετούς του Ψηλορείτη; Μπροστά στη νίκη την περίλαμπρη αψήφησαν όπως πάντα το θάνατο.
«Είντα ποθαίνει μωρέ η ψυχή;».
Αξιωματικοί με ιστορία
Ο Κώστας Μαμαλάκης αναφέρεται και σε πολλούς αξιωματούχους. Όπως στον ταγματάρχη Ιωάννη Πισκοπάκη.
Άντρα αισθηματία, λαμπρό πολεμιστή με ιστορία.
Ευθυτενής, γράφει χαρακτηριστικά, κοιτάζοντας κατ’ ευθείαν εμπρός, με το κεφάλι ανασηκωμένο έμοιαζε να οραματίζεται τις μάχες, όταν η δόξα περπατούσε στα πεδία των μαχών, όπου βρυχιόταν κι αυτός μαζί με τα άλλα λεοντάρια του συντάγματος.
Μια ανθρώπινη ιστορία
Για το Συνταγματάρχη Ζερβό αναφέρει κάτι ιδιαίτερο ο Μαμαλάκης και δεν θα πρέπει να το αγνοήσουμε.
Ο Νίκος Ζερβός, από το Μέρωνα, ήταν παλικάρι μέχρι τρέλας. Γεμάτο το κορμί του πολεμικά τραύματα. Είχε χάσει και το ένα του μάτι, από ανδραγάθημα, σε κάποιο από τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες που είχε πάρει μέρος. Είχε υπηρετήσει και στο Γαλλικό στρατό.
Είχε μέτριο ανάστημα, πρόσωπο συμπαθητικό, μελαμψό, ήταν όλος σβελτάδα, τύπος εκδηλωτικός και ενθουσιώδης. Και στο στήθος του, από μια στιγμή και πέρα, δεν χωρούσαν πια τα παράσημα.
Ο Ζερβός είχε φέρει από τη Θράκη ένα πανέμορφο καφετί αλογάκι. Ήταν «γιοργαλίδικο» όλο νεύρο και νοημοσύνη. Ήταν μικρό ακόμα και μόλις μπορούσε κι έφερε τον καβαλάρη του τον Ζερβό.
Ο Νίκος είχε έναν αδελφό τον Τίτο έναν άνδρα με πολύ φιλότιμο.
Άμα μεγάλωσε το αλογάκι του, το έδινε και στον Τίτο που το είχε αγαπήσει γιατί ήταν πραγματικά ένα χαριτωμένο ζώο, πανέξυπνο, «μόνο που δεν μιλούσε».
Σ’ ένα πανηγύρι στ’ Αμάρι συνέβη το κακό. Ο Τίτος είχε δανειστεί το άλογο για να πάει στη ξεφάντωση κι εκεί, πάνω στο κέφι, έκανε ότι κι όλοι οι άλλοι. Άρχισε τις μπαλοτές σκοπεύοντας ψηλά βέβαια, αλλά η κακή ώρα δεν αργεί να αμαυρώσει τη χαρά. Με τον πρώτο πυροβολισμό το αλογάκι, που ήταν εκεί κοντά ξιπάστηκε κι ορθώθηκε στα πισινά του πόδια.
Μια άλλη σφαίρα το βρήκε κατακούτελα και το άφησε στον τόπο.
Που οδηγούσε το φιλότιμο
Και συνεχίζει την θλιβερή, αυτή, αφήγηση ο Μαμαλάκης:
«Ο Τίτος έμεινε προς στιγμήν άναυδος! Αμέσως όμως τον κυρίευσε μαύρη απελπισία και γύρισε το πιστόλι καταπάνω του σκοπεύοντας το κεφάλι του.
Αν δεν τον προλάβαιναν θα είχε αυτοκτονήσει. Τόσο το αγαπούσε, το καφετί αλογάκι…».
Σίγουρα όμως το φιλότιμό του θα τον είχε φέρει σε απόγνωση, γιατί πως θα πήγαινε πίσω χωρίς το άλογο; Τι θα έλεγε στον αδελφό του; Έτσι είχαν μάθει να ζουν οι άνδρες εκείνης της εποχής. Φιλότιμοι σε βαθμό υπερβολής…
Ας είναι μακαρία η μνήμη εκείνου του υπέροχου ανθρώπου, του Κώστα Μαμαλάκη, που κατέφερε να κλείσει τόσες μορφές στα δημοσιεύματά του και να μας δίνει τόσο πολύτιμο υλικό, σε κάθε μας αφιέρωμα, για την ιστορία της πόλης μας και τους υπέροχους ανθρώπους της.