«Ω Παναγιά μου Ανωγειανή πού ‘σουν αυτή την ώρα
όταν εβάναν τη φωτιά στα ξακουσμένα Ανώγεια…»
Έγερνε στη δύση της η 12η Αυγούστου 1944, όταν οι Γερμανοί πλησίασαν στ’ Ανώγεια. Μέχρι το ξημέρωμα είχαν ζώσει το χωριό. Άρχισαν τις συλλήψεις που θα έστελναν στον θάνατο 32 αθώους πατριώτες. Σύμφωνα με μαρτυρίες αυτοί ήταν από διάφορες περιοχές. Ο Μύρος ο Πασπαράκης, για παράδειγμα, ήταν από το Πενταμόδι.
Εκείνη τη μοιραία μέρα, πήγαινε με ένα φίλο του να επισκεφθεί την αρραβωνιαστικιά του στα Λιβάδια. Εκεί στου Ζωνού το Μύλο, έπεσαν πάνω σε Γερμανούς. Αμέσως τους έπιασαν και τους έφεραν πίσω στ’ Ανώγεια, εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι και οι άλλοι. Επίσης δυο συλληφθέντες ήταν από τον Αείμονα, τέσσερις από του Δαμαβόλου, ένας από τον Καμαριώτη, δέκα πέντε από του Σάρχου και επτά Ανωγειανοί.
Αυτούς τους είχανε να κουβαλούνε τα πράγματα και να λεηλατούν τα σπίτια που επρόκειτο να κάψουνε. Πρώτα το αδειάζανε και μετά του δίνανε φωτιά. Το βράδυ όλοι αυτοί οι όμηροι, έμεναν στην εκκλησία φρουρούμενοι.
Έτσι πέρασε ο Αύγουστος και στις αρχές Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί τους εκτελέσανε, αφού δεν τους χρειάζονταν πια για την αγγαρεία στο πλιάτσικο.
Αυτά διηγείται ο Μανόλης Μαυρόκωστας, αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων, στην εκδήλωση που είχε γίνει για να τιμηθεί το Ολοκαύτωμα του χωριού. Η ενδιαφέρουσα αυτή μαρτυρία, μαζί με άλλες δημοσιεύεται στην εφημερίδα ΑΝΩΓΗ του Αυγούστου 2014.
Στην ίδια εκδήλωση ένας ακόμα βετεράνος ο Τηλέμαχος Κουβίδης, είχε πει για την τύχη των συλληφθέντων:
«Δεν ξέραμε ότι είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν. Πιθανόν να τους έβαλαν να το κάνουν οι Έλληνες γκεσταπίτες αυτό, επειδή προφανώς είχαν αναγνωρίσει τους προδότες. Τη θυμάμαι την εκτέλεση, αλλά δε βλέπαμε στο ρέμα ποιοι επυροβολούσανε, αλλά μάλλον οι προδότες φταίνε αλλιώς μπορεί οι Γερμανοί να τους αφήνανε ελεύθερους».
Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες
Ανατριχιαστικές οι λεπτομέρειες από την εκτέλεση, όπως τις δίνουν με τη μαρτυρία τους οι κ.κ. Μαυρόκωστας και Κουβίδης, οι δυο Ανωγειανοί αυτόπτες μάρτυρες του ματωμένου χρονικού:
«Εμείς βλέπαμε από τα παραθύρια των σπιτιών μας, καταθέτουν Έναν έναν τους βγάνανε έξω από την εκκλησία και στην πόρτα ένας έστεκε και του ζητούσε ταυτότητα. Μετά τον έπαιρνε ένας άλλος και τον πήγαινε στο ρέμα. Εκεί τους σκοτώνανε έναν έναν, αλλά δεν μπορούσαμε εμείς από τα σπίτια μας, να δούμε ποιοι πυροβολούσαν».
Βαρύ το τίμημα
Βαρύ το τίμημα που πλήρωσαν τ’ Ανώγεια. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν κάτω από τη μπότα του κατακτητή οργάνωσαν την αντίστασή τους. Οι αντάρτικες ομάδες των Ανωγείων ήταν από τις πλέον αξιόμαχες. Εκτός από τις γνωστές οργανωμένες ομάδες, ακόμα και μεμονωμένα έκανε καθένας τη δική του αντίσταση.
Από τις πρώτες μέριμνες η φυγάδευση των Άγγλων που είχαν μείνει πίσω, η τόνωση του ηθικού των ανθρώπων και η αλληλεγγύη σε όσους είχαν ανάγκη.
Οι διαταγές των Γερμανών να στείλουν οι Ανωγειανοί 500 άτομα σε αγγαρείες δεν εκτελέστηκαν ποτέ. Οι Ναζί υποχρεώθηκαν να τους μειώσουν σε 250 αλλά και πάλι δεν πειθάρχησε κανένας. Αποφεύγουμε την αναφορά σε γνωστά γεγονότα που αναφέρουν εκατοντάδες πηγές, επειδή μας ενδιαφέρουν οι μικρές πινελιές του φοβερού δράματος. Ανθρώπινες ιστορίες που κόβουν την ανάσα.
Τη νύχτα της 12ης προς 13η Αυγούστου 1944 ισχυρά γερμανικά στρατεύματα ανεβαίνουν προς τ’ Ανώγεια. Οι σκοποί τους αντιλήφθηκαν και με το σύνθημα «οι τράγοι στ’ αμπέλια» ειδοποιήθηκε το χωριό κι ανέβηκαν οι άνδρες στο βουνό.
Την επομένη αποφράδα ημέρα της μεγάλης καταστροφής μάζεψαν τους κατοίκους στη μεγάλη πλατεία στο Αρμί και τους διάβασαν την απόφαση του Μίλλερ, για ισοπέδωση.
Μετά την ανάγνωση της διαταγής οι Γερμανοί διέταξαν τα 2.500 περίπου γυναικόπαιδα, που είχαν συγκεντρωθεί, να σχηματίσουν φάλαγγα και με ισχυρή συνοδεία τους οδήγησαν στο Γενί Γκαβέ και στο Πέραμα. Εκεί τους εγκατέλειψαν.
Συγκινητική είναι η αλληλεγγύη που έδειξαν οι κάτοικοι του κάτω Μυλοπόταμου, κυρίως στους ξεριζωμένους.
Ήταν Ανωγειανή
Το τραγικό γεγονός του ξεριζωμού, έγινε αφορμή να αποστομωθούν κάποιοι κακόβουλοι, που είχαν «στο μάτι» τη Βαγγέλα Κλάδου.
Ήταν μέσα στις αφηγήσεις που κατέγραψα σε μια πρόσφατη επίσκεψή μου στον Πρινέ Μυλοποτάμου (Αρχαία Ελεύθερνα).
Όπως είναι γνωστό η Ανωγειανή δασκάλα Ευαγγελία Κλάδου, είχε αναπτύξει σημαντική αντιστασιακή δράση. Άπειρες φορές με τον Γιώργη Αγγελιδάκη τον κορυφαίο της Αντίστασης, συμμετείχαν σε επικίνδυνες αποστολές.
Κάποιοι φανατικοί της συντηρητικής πλευράς, που έβλεπαν με «μισό» μάτι τη δράση των κομμουνιστών (τηρώ την υπόσχεση που έδωσα στο φίλο Μανόλη Μαθιουδάκη όταν θα αναφέρομαι στους αριστερούς) είχαν στο στόχαστρο τη Βαγγέλα και «Βουλγάρα» την ανέβαζαν, «Βουλγάρα» την κατέβαζαν.
Η κοπέλα δοσμένη στον αγώνα δεν έδινε σημασία, όπως και οι άλλοι συναγωνιστές της. Η αποστολή της μετρούσε και τίποτα άλλο.
Μια μέρα ενώ βρισκόταν στον Πρινέ, προετοιμάζοντας τη δράση που είχε αναλάβει, μαθαίνει πως έγινε καταστροφή στ’ Ανώγεια κι ήρθαν πρόσφυγες σε διπλανό χωριό.
Αμέσως η κοπέλα, τα παράτησε όλα και βρέθηκε κοντά στους συγχωριανούς της. Με γοερά κλάματα και μοιρολόγια την υποδέχτηκαν οι συγχωριανές της.
Και τότε από στόμα σε στόμα διαδόθηκε, προς μεγάλη απογοήτευση των απερίσκεπτων τιμητών του αντιστασιακού αγώνα:
«Τα μάθατε; Ανωγειανή είναι η δασκάλα. Την αναγνώρισαν πρόσφυγες και της διηγούνται τα πάθη τους…».
Απερίγραπτο το πλιάτσικο
Στο έρημο χωριό οι Ναζί επιδόθηκαν σε απερίγραπτο πλιάτσικο, αφού προηγουμένως απαλλάχτηκαν από την παρουσία ηλικιωμένων και αρρώστων που δεν ήθελαν να φύγουν από το χωριό τους. Άλλους σκότωσαν, άλλους έκαψαν κι άλλοι καταπλακώθηκαν μέσα στα χαλάσματα των σπιτιών τους. Ήταν περισσότεροι από 15 Ανωγειανοί.
Ο εξαίρετος ερευνητής Γιώργος Καλογεράκης, που μας έχει δώσει εξαιρετικές ιστορικές μελέτες, έδωσε προ διετίας στη δημοσιότητα και πάλι στην εφημερίδα ΑΝΩΓΗ ένα νέο ντοκουμέντο που ήρθε στα χέρια του από την οικογένεια Ξυλούρη, η οποία το κατείχε μαζί με άλλα στο αρχείο που της είχε παραδοθεί, από τον Καπετάν Χριστομιχάλη Ξυλούρη στις 30 Ιανουαρίου 1972.
Πρόκειται για μια επιστολή του Μανόλη Φρουδά, ο οποίος αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η τελευταία τακτική των Ναζί ήταν να συλλαμβάνουν γυναίκες από τις οικογένειες Σκουλάδων, Ξυλούρηδων και Σταυρακάκηδων.
Αυτό δείχνει ποιες οικογένειες ήταν στο στόχαστρο και παρακάτω ο Φρουδάς παραθέτει μαρτυρίες γυναικών που μέσα από την περιπέτειά τους, είδαν πρόσωπα που είχαν άμεση σχέση με τους Ναζί. Άνθρωποι που για να σώσουν τον εαυτό τους είχαν γίνει όργανα των κατακτητών.
Είναι γεγονός ότι ο κ. Καλογεράκης, από το Ηράκλειο, με τη συνεχή του μελέτη του σοβαρού αρχειακού υλικού που του έχουν εμπιστευθεί θα μας φωτίσει πολλές ακόμα άγνωστες σελίδες από την κατοχή και αντίσταση στ’ Ανώγεια.
Μια υπόθεση θρύλος
Για ένα άλλο σημαντικό γεγονός που αναφέρεται στην ηρωική ορεινή κωμόπολη του Νομού μας με τους περήφανους απροσκύνητους κατοίκους, μας πληροφορεί ο εκλεκτός συνάδελφος και συγγραφέας κ. Νίκος Ψιλάκης στην εφημερίδα ΑΝΩΓΗ τον Αύγουστο του 2013.
Πρόκειται για την εκδίκηση που πήρε ένας Ανωγειανός, ο Γεώργιος Βρέντζος, ο επονομαζόμενος «Τηγανίτης», σκοτώνοντας μέσα στο δικαστήριο τον προδότη που κάρφωσε τον αδελφό του Βρεντζομιχάλη στους Ναζί, ότι είχε δώσει ψωμί και νερό στους ΕΛΑΣιτες (προφανώς πρόκειται για τα τμήματα των καπετάνιων Σμπώκου και Ποδιά). Ο Βρεντζομιχάλης πλήρωσε για την πράξη του αυτή με την εκτέλεσή του, στο οροπέδιο της Νίδας στον Ψηλορείτη από τους Σουμπερίτες.
Στα μέσα του Απρίλη 1947 ξεκίνησε η δίκη του Μαγιάση στο δικαστήριο των δοσίλογων Ηρακλείου και στις 30 του ίδιου μήνα, ενώ κατέθετε ως μάρτυρας κατηγορίας ο «Τηγανίτης» γυρίζει ξαφνικά, ορμά στο εδώλιο και μαχαιρώνει δυο φορές στην κοιλιακή χώρα τον προδότη.
Αναλυτικό ρεπορτάζ δημοσιεύεται στην «Ελεύθερη Γνώμη» της Πρωτομαγιάς 1947.
Αργότερα και συγκεκριμένα το φθινόπωρο του 1982, ο εκδικητής του αδελφού του είχε δώσει μια εκ βαθέων συνέντευξη στον Νίκο Ψιλάκη για το περιοδικό «Κρητικές Εικόνες». Πρόκειται για μια συγκλονιστική συνέντευξη με βαθιές ανθρώπινες αποχρώσεις από αυτές που μας έχει συνηθίσει ο εκλεκτός συνάδελφος. Και μέσα από στιγμές μεγάλης αμηχανίας, ξεδιπλώθηκαν όλες οι πτυχές του ανθρώπινου αυτού δράματος.
Δόθηκε λάθος όνομα
Βοσκοί στα βουνά ήταν εκείνα τα χρόνια της κατοχής ο Μιχάλης και ο Γιώργης Βρέντζος. Ένα γερμανικό απόσπασμα συνέλαβε ξαφνικά το Γιώργη. Τον κρατούν και τον ανακρίνουν. Κάποια στιγμή, από τύχη, κατέφερε να δραπετεύσει γιατί το σχέδιο της απόδρασης είχε αρχίσει να τον απασχολεί από την πρώτη στιγμή που τον συνέλαβαν. Σαν έφτασε στο πατρικό του διαπιστώνει ότι ο αδελφός του, ο Μιχάλης δεν ήταν εκεί. Άρχισε να κακοβάνει. Τον έψαξε παντού. Συνέχισε την αναζήτηση στον Ψηλορείτη. Άκαρπες και αυτές οι έρευνες. Στο Ηράκλειο ήταν ένας γκεσταπίτης ο Καψάλης που γνώριζε καλά ο «Τηγανίτης». Αποφάσισε να πάει να τον συναντήσει επειδή είχε την υποψία ότι μάλλον οι Γερμανοί είχαν συλλάβει το Μιχάλη και τον κρατούσαν στο Ηράκλειο. Το αδιαχώρητο επικρατούσε στο σπίτι του δοσίλογου. Κόσμος δυστυχισμένος είχε καταφύγει ζητώντας βοήθεια για να σώσει το δικό του πρόσωπο που κρατούσαν οι Γερμανοί.
Ο δοσίλογος έδειξε να χαίρεται που έβλεπε το Γιώργη τον οποίο όπως του είπε νόμιζε σκοτωμένο. Κουβέντα στην κουβέντα πληροφορήθηκε ο «Τηγανίτης» πως ένα βοσκάκι, που άκουσε πυροβολισμούς, έδωσε την είδηση της εκτέλεσης απλά μπέρδεψε τα πρόσωπα.
Ο Γιώργης δεν είχε πια καμιά αμφιβολία για την τύχη του αδελφού του. Στοιχεία μόνο του έλειπαν.
Κατάφερε να γίνει αναζήτηση του πτώματος για την ταφή και την επομένη άρχισε η έρευνα με τη βοήθεια ενός αποσπάσματος από το Γενί Γκαβέ. Μαζί και ο « Σήφης» ο Γερμανός φρούραρχος.
Κάποια στιγμή ανακαλύφθηκε το πτώμα αλλά ο «Σήφης» έδειχνε μια περίεργη οργή, όσο περιεργαζόταν το άψυχο κορμί.
Στο τέλος δήλωσε κατηγορηματικά ότι αποκλείεται να είχε σκοτώσει τον Μιχάλη κάποιος Γερμανός.
Λίγο αργότερα όταν ο Γιώργης κατάφερε να βρει το βοσκάκι που είχε παρακολουθήσει τα γεγονότα πήρε απάντηση σε όλες τις απορίες του και έμαθε κυρίως τον απαίσιο ρόλο που είχε διαδραματίσει ο Μαγιάσης έχοντας και την ευθύνη της ανάκρισης. Μάλιστα αποκαλύφθηκε και ένα φοβερό μαρτύριο στο οποίο υπέβαλε το άτυχο παλικάρι ο προδότης. Τον έβαλε να ανεβοκατεβαίνει ένα ύψωμα στην κορυφή του οποίου έστεκε με το όπλο του ένας Γερμανός.
«Όταν σου λέω πίσσα θα ανεβαίνεις στην κορφή. Όταν σου φωνάζω παράδεισος θα έρχεσαι σε μένα», διέταξε τον Βρέντζο. Κι άρχισε το μαρτύριο. Κάποια στιγμή ο άτυχος νέος δεν άντεξε και διαμαρτυρήθηκε, τραβά τότε το πιστόλι ο Μαγιάσης και τον πυροβολεί στο αυτί. Τον ρίχνει κάτω, του δίνει και τη χαριστική βολή. Για να μη μαρτυρήσει το βοσκάκι που έβλεπε να ξετυλίγεται το δράμα μπροστά του, ετοιμαζόταν ο προδότης να το σκοτώσει. Μπήκαν όμως στη μέση οι Γερμανοί κι έτσι γλίτωσε το παιδί. Όταν όμως πήγε σπίτι του και διηγήθηκε στους δικούς του την περιπέτειά του, μπέρδεψε τα ονόματα κι αντί για τον Μιχάλη ανέφερε ότι σκοτώθηκε ο Γιώργης.
Ένας φοβερός προδότης
Τριακόσια εξήντα δύο ήταν τελικά τα θύματα του Μαγιάση στην Κρήτη.
Με την απελευθέρωση μαθαίνει ο Γιώργης ότι ο δοσίλογος είχε συλληφθεί στην Αθήνα και τον είχαν στείλει στην Κρήτη να δικαστεί. Άρχισε να τον ψάχνει. Κατεβαίνει στο Ηράκλειο, βρίσκει τρόπο να προμηθευτεί ρούχα ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής, τα φορά και παίρνει τους δρόμους. Μάταια έψαξε στα κρατητήρια, παντού όπου του επέτρεπε η στολή που φορούσε. Δυστυχώς γι’ αυτόν όμως δεν μπορούσε να μιμηθεί και το ύφος του χωροφύλακα.
Τελικά ο προδότης συνελήφθη και οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη. Την ημέρα που ήταν να καταθέσει ο Γιώργης φρόντισε να προμηθευτεί ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι, το οποίο με έξυπνο τρόπο κατάφερε να κρύψει.
Σε κάποιο διάλειμμα της δίκης βρήκε την ευκαιρία ανενόχλητος να το πάρει, αλλά με το που ξεκίνησε η κατάθεσή του έδειχνε πως δεν βρισκόταν εκεί.
«Μα δεν έχετε εδώ το μυαλό σας κύριε μάρτυς;» ρωτά απορημένος ο πρόεδρος.
Εκείνος αντί να απαντήσει κάνει ένα βήμα πίσω, ενώ όλα τα βλέμματα είναι καρφωμένα πάνω του, τραβά σαν αστραπή το μαχαίρι και το καρφώνει στην κοιλιά του κατηγορούμενου.
Ένας χωροφύλακας τον χτυπά στο κεφάλι με τον υποκόπανο του όπλου και νιώθει ένα περίεργο βουητό, ένας άλλος τον χτυπά στο χέρι το δεξί και του το «μαραίνει». Αλλά το πείσμα του είναι μεγαλύτερο από τον πόνο και τη φυσική αδυναμία που τον καταλαμβάνει. Με το αριστερό δίνει μια ακόμα μαχαιριά στο Μαγιάση που διπλώνεται. Ακολουθεί πανδαιμόνιο καθώς οι δικαστές αποχωρούν.
Οι χωροφύλακες δείχνουν άγριες διαθέσεις. Κανένας δεν ήξερε πως θα αντιδρούσαν, καθώς κυριαρχούσε τόση ένταση στην αίθουσα. Τότε κάποιος χωροφύλακας φώναξε να μην τον πειράξουν γιατί Ανωγειανοί στο μεταξύ είχαν ζώσει το δικαστήριο. Ήταν ψέμα αλλά ικανό να επαναφέρει την τάξη «Θέλω τον εισαγγελέα», φώναξε ο Βρέντζος. Σαν είδε να εμφανίζεται ο δημόσιος κατήγορος, τον πλησίασε και του παρέδωσε το ματωμένο μαχαίρι δηλώνοντας ότι δεν θέλει να κάνει κακό σε κανένα άλλο. Ήταν ήρεμος πια. Ο προδότης, που μετά την κατοχή παρίστανε τον …ΕΛΑΣίτη, είχε πληρώσει για το αίμα τόσων αθώων.
Η δίκη του Γιώργη έγινε στα Χανιά. Εκείνος την παρακολουθούσε εντελώς αδιάφορος ακόμα κι όταν ο εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή και τη θανατική του καταδίκη. Κι ενώ φαινόταν πως δεν θα γλιτώσει το απόσπασμα, έρχεται στο δικαστήριο ο καπετάν Γύπαρης, προσκομίζοντας ένα χαρτί, που παρέδωσε αμέσως στον πρόεδρο. Ήταν μια απόφαση του συμμαχικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής που καλούσε τους Κρητικούς να σκοτώσουν το Μαγιάση και τους άλλους Γκεσταπίτες. Επομένως δεν είχε διαπραχθεί φονικό αλλά εκτελέστηκε αποστολή. Ο Βρέντζος αθωώθηκε. Γύρισε στο χωριό του όπου του έγινε υποδοχή ήρωα.
Λίγα χρόνια μετά τη συνέντευξη στον Νίκο Ψιλάκη, τέλος της δεκαετίας του ’80, ο Γιώργης Βρέντζος πήγε να συναντήσει τον αδελφό του και τους άλλους πατριώτες. Εκείνος έφυγε αλλά ακόμα και σήμερα μπορεί ν’ ακούσετε στ’ Ανώγεια τη μαντινάδα:
«Ένας αητός των Βρέντζηδων σκότωσε το Μαγιάση
κι όλοι μαζί φωνάξαμε η χέρα του ν’ αγιάσει…»