Ο Παντελής Σαββάκης που έζησε πραγματικά μια μυθιστορηματική ζωή, δεν υπήρξε μόνο ένας ατρόμητος αγωνιστής αλλά κι ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος. Κι αυτό δείχνει η γραφή του σε λογοτεχνικό ύφος και μεστή περιγραφή προσώπων και γεγονότων.
Ήταν μεγάλη τιμή πραγματικά να έρθουν στα χέρια μας σημειώσεις του από διάφορα κεφάλαια της ταραχώδους ζωής του. Δώρο πολύτιμο από το γιο του Γιώργο, Ναυπηγό – Μηχανολόγο Μηχανικό και τη νύφη του Μαρία Σφακιανάκη – Σαββάκη φιλόλογο στο Μαράσλειο Λύκειο – Ιστορικό, εκλεκτούς επιστήμονες που τιμούν πάντα τη μνήμη του πατέρα τους διαφυλάττοντας την πνευματική του κληρονομιά με θρησκευτική ευλάβεια.
Από τη μεγάλη αυτή συλλογή αντλούμε σήμερα κάποια περιστατικά που εύστοχα ο Παντελής Σαββάκης στο ημερολόγιό του τιτλοφορεί «Απίστευτα και ανεξήγητα γεγονότα».
Ένας νέος με όραμα
Αξίζει όμως να θυμηθούμε πρώτα ποιος ήταν ο ήρωας.
Γεννήθηκε στο Σπήλι το 1919. Ο πατέρας του Γεώργιος, στρατιωτικός επίσης, είχε καταφέρει να τον γαλουχήσει με το νάμα του αγνού πατριωτισμού. Κι ο Παντελής θαύμαζε τον πατέρα του για τα κατορθώματά του και τον ακολούθησε βήμα βήμα στην στρατιωτική καριέρα του. Η ζωή του σχολή Ευελπίδων κυλούσε όπως ορίζουν οι αυστηροί κανόνες της σχολής. Η κήρυξη του πολέμου τον βρήκε σπουδαστή να ζει την ανεμελιά της ηλικίας του. Κι όμως με την ωριμότητα βετεράνου απαιτούσε και αυτός με τους συσπουδαστές του να βρεθεί στο μέτωπο να πολεμήσει. Έτσι κι έγινε. Ήταν μόλις 20 χρόνων κι όμως του ανατέθηκε ευθύνη στρατιωτών. Ο Παντελής τίμησε την αποστολή του. Πολλές φορές έβαζε ασπίδα τον εαυτό του για να προστατεύσει τους άνδρες που του είχαν εμπιστευθεί. Και δεν έκανε εξαίρεση ούτε για τους νέους με αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις που τους θεωρούσαν «μαύρα πρόβατα».
Μια απροσδόκητη συνάντηση
Πολλές φορές η ζωή του επιφύλαξε εκπλήξεις. Από τις ευχάριστες ήταν να συναντηθεί με τον πατέρα του, εντελώς ξαφνικά, στο μέτωπο, όπου ο συνταγματάρχης Γεώργιος Σαββάκης προερχόμενος από την εφεδρεία των παλαιών αξιωματικών, είχε τοποθετηθεί ένα μήνα περίπου μετά την έναρξη του πολέμου, ως φρούραρχος της μόλις απελευθερωθείσης Κορυτσάς. Η συνάντηση πέρα από ένα θερμό χαιρετισμό δεν μπορούσε να έχει συνέχεια. Ο πόλεμος δεν επέτρεπε άλλες συναισθηματικές εξάρσεις. Και το γεγονός ότι είχε υποδιοικητή τον πατέρα του δεν σήμαινε για τον 20χρονο Παντελή, τίποτα περισσότερο από μια τυχαία σύμπτωση.
Οδυνηρές εμπειρίες
Άλλες πάλι ήταν εξαιρετικά οδυνηρές. Ο νεαρός αξιωματικός έβλεπε το χάρο με τα μάτια του αλλά κατά περίεργη εύνοια της τύχης ξέφευγε πάντα. Νόμιζε πολλές φορές ότι πρωταγωνιστούσε σε μια περιπέτεια δίχως τέλος που σκηνοθετούσε η ζωή. Αυτές τις συγκλονιστικές εμπειρίες περιλαμβάνει στο βιβλίο του «Νίκησε δυο φορές το θάνατο» ο Μανόλης Κούνουπας, στον οποίο ο Παντελής Σαββάκης εμπιστεύθηκε αποσπάσματα από το ημερολόγιό του.
Ο Ανθυπολοχαγός Παντελής Σαββάκης νεκρός
Και ξαφνικά μια συνταρακτική είδηση έφτασε στο Ρέθυμνο: «Ο Ανθυπολοχαγός Παντελής Σαββάκης ήταν νεκρός. Σκοτώθηκε στην Ιταλία όπου βρισκόταν αιχμάλωτος» και η είδηση ερχόταν από τον Ερυθρό Σταυρό. Ήταν η δεύτερη φορά που έφτανε τέτοια είδηση. Κι ενώ η πρώτη είχε διαψευστεί από τον ίδιο τον Σαββάκη μόλις είχε καταφέρει να γράψει στους δικούς του και να τους καθησυχάσει, τώρα επρόκειτο για επίσημο έγγραφο.
Το θλιβερό μαντάτο έφθασε και στο Σπήλι που μαυροφορέθηκε. Το άκουσε και η γιαγιά από τη μητέρα του που τον είχε μεγαλώσει. Γιατί ο Παντελής είχε μείνει ορφανός από μητέρα στα πέντε του χρόνια. Η γιαγιά όμως με την υπέρμετρη αγάπη της προσπαθούσε να καλύψει στον εγγονό της το μεγάλο κενό. Έτσι δέθηκαν με ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς για να ζήσει η γερόντισσα το δικό της Γολγοθά, όταν έμαθε τον ηρωικό θάνατο του Παντελή της.
Ξεκίνησαν και τα μνημόσυνα για να τηρηθούν οι παραδόσεις. Παραμονές του ενός από αυτά η γιαγιά είδε στον ύπνο της ότι είχε χαθεί σε ένα βαθύ σκοτάδι, που ξαφνικά το κατέλυσε ένα εκτυφλωτικά λευκό φως στο κατώφλι του δωματίου. Όταν μπόρεσε να συνηθίσει σ’ αυτό η γερόντισσα είδε τη νεκρή κόρη της να της λέει πως ο Παντελής είναι ζωντανός και βρίσκεται στην Αμερική. Και αφού τη διαβεβαίωσε ότι δεν θα πεθάνει αν δεν δει τον λατρεμένο της εγγονό να επιστρέφει χάθηκε.
Έξαλλη από χαρά η γιαγιά πετάχτηκε κι έτρεξε στο σπίτι του γιου της Γιώργου Κουμεντάκη για να του μεταφέρει όσα της είπε στο όνειρο η κόρη της. Ανήσυχος εκείνος για την ψυχική υγεία της μητέρα του προσπάθησε να την καθησυχάσει και της συνέστησε να πάει να ξεκουραστεί.
Όταν η γερόντισσα κατάλαβε ότι ο γιος της μάλλον πίστεψε πως της είχε σαλέψει κι αφού δεν κατάφερε να τον πείσει, πήγε αυτή τη φορά στο γαμπρό της. Κι εκείνος όμως θεώρησε πως η δύστυχη γιαγιά είχε παραφρονήσει από τον αβάσταχτο καημό της για το θάνατο του εγγονού. Προχώρησε μάλιστα και στο μνημόσυνο που είχε προγραμματίσει παρά τις ικεσίες της πεθεράς του να το ματαιώσει γιατί ο γιος του κι εγγονός της ζει.
Εκείνη όμως δεν το έβαλε κάτω. Ήταν τόσο σίγουρη ώστε δεν πήγε στο μνημόσυνο και συνέχιζε να επιμένει ότι ο Παντελής ήταν ζωντανός.
Ίσως αν η γιαγιά δεν επέμενε ότι ο εγγονός της είναι στη Αμερική κάπως να τους κλόνιζαν. Τι δουλειά όμως είχε η Νάπολη της Ιταλίας που είχε μεταφερθεί αιχμάλωτος ο Παντελής με την νέα ήπειρο;
Κι εδώ ήταν το περίεργο που αγγίζει τις σφαίρες του μεταφυσικού. Όταν η γιαγιά είδε το όνειρο οι Αμερικανοί είχαν καταλάβει τη Νάπολη, οπότε ο Παντελής ήταν σε Αμερικανικό έδαφος!!!
Επίσης είχε πει η μητέρα του στη γιαγιά πως όταν της λένε πως ο Παντελής είναι νεκρός εκείνη να κάνει το σταυρό της. Αργότερα το σημείο αυτό ερμηνεύτηκε από πατέρα και γιο πως όταν ο Παντελής πήδησε από τρένο για να αποδράσει χωρίς να πάθει κακό κάνοντας απλά το σταυρό του έτυχε να είναι 14 Σεπτεμβρίου ημέρα του Τιμίου Σταυρού!!!
Τελικά επέστρεψε σώος και υγιής ο Παντελής στο Σπήλι κι όπως ήταν φυσικό έσπευσε να αγκαλιάσει τη γιαγιά του. Τότε έμαθε και τα αξιοπερίεργα που περιγράψαμε παραπάνω.
Η γιαγιά παρά την ηλικία της παρακάλεσε τον εγγονό της να την ακολουθήσει. Εκείνος φυσικά δεν της χάλασε χατίρι. Τον οδήγησε στο σπίτι της άλλης γιαγιάς για να χορέψουν οι τρεις όπως το είχε βάλει στοίχημα τότε που δεν την πίστευε κανένας και όλοι τη θεωρούσαν τρελή. Πάνω στη μεγάλη χαρά και στο χορό τους πέτυχε ο θείος του Μανόλης Σαββάκης για να τον γλυκομαλώσει. Μα όλο το χωριό περίμενε να τον υποδεχτεί κι αυτός είχε ξεχαστεί με τις γιαγιάδες;
Γελώντας τον ακολούθησε ο Παντελής, ενώ η γιαγιά δεν σταμάτησε να τον φιλά και να τον αγκαλιάζει.
«Αύριο θα ξανάρθω γιαγιά πρωί πρωί» της φώναξε από το δρόμο «Να με περιμένεις».
Στην πλατεία γινόταν μεγάλο πανηγύρι για την υποδοχή του ήρωα. Και το γλέντι κράτησε μέχρι την επομένη. Λίγο πριν ξημερώσει το νεκρικό χτύπημα τη καμπάνας πάγωσε τη γενική χαρά και ευθυμία. Κάποιος έφευγε για το αιώνιο ταξίδι. Κι αυτή ήταν η γιαγιά. Όπως το είχε πει η κόρη της, δεν θα πέθαινε αν πρώτα δεν θα αγκάλιαζε το γιο της ολοζώντανο.
Ανεξήγητο φαινόμενο η επιμονή 5χρονου εξαδέλφου
Ακόμα ένα περίεργο περιστατικό συνδέεται με το γεγονός που κι αυτό αγγίζει τις μεταφυσικές σφαίρες.
Ο Παντελής είχε ένα ξαδελφάκι το Στέλιο Σαββάκη, γιο του Στέφανου και της Στέλλας Ελένης.
Όταν γινόταν το μνημόσυνο του Παντελή, που η γιαγιά δεν ήθελε να γίνει, ο μικρός ήταν 4-5 χρόνων.
Η μητέρα του επιστρέφοντας σπίτι τον φώναξε, του έδωσε κόλλυβα και του είπε να φάει και πει «Ο Θεός να τον συγχωρέσει».
-Ποιον; ρώτησε ο μικρός.
-Τον ξάδελφό σου τον Παντελή απάντησε η μητέρα του.
-Μα ο Παντελής ο εύελπις ζει δεν πέθανε.
– Ποιος σου το είπε παιδάκι μου; ρώτησε τρομαγμένη η μητέρα του.
-Κανείς μαμά. Ο Παντελής ζει!
Ξαφνιασμένη από το γεγονός η γυναίκα πήρε το παιδί και το πήγε στον βαρυπενθούντα πατέρα. Και του εξήγησε τι είχε συμβεί
– Γιατί Στελάκη δεν τρως τα κόλλυβα τον ρώτησε και ο πατέρας του Παντελή.
– Δεν τα τρώγω γιατί ο Παντελής μας ζει απάντησε με σιγουριά ο μικρός.
Τότε ο πατέρας σήκωσε δακρυσμένος το παιδάκι ψηλά και του είπε:
– Αν είναι αλήθεια αυτό που λες θα σε κάνω χρυσό.
Ο πατέρας του μικρού όμως όταν έμαθε το γεγονός έσπευσε να απομονώσει το γιο του και να του ζητήσει με τρυφερό τρόπο να μην ξαναπεί πως ο Παντελής είναι ζωντανός για να μη νομίζει ο κόσμος ότι κάτι είχε πάθει και τον κοροϊδέψει.
Κι όμως επιβεβαιώθηκε και ο Στελάκης χωρίς ποτέ ο Παντελής Σαββάκης να καταλάβει μέχρι τα βαθειά του γεράματα από πού ορμώμενος ο μικρός μιλούσε με τόση σιγουριά για τον εξάδελφό του αρνούμενος να δεχτεί ότι είναι νεκρός.
Ακόμα ένα ανεξήγητο φαινόμενο
Κι ένα ακόμα περιστατικό θα μπορούσε να καταχωρηθεί στα ανεξήγητα.
Ένας αγαπημένος εξάδελφος του Παντελή ήταν ο Γιάννης Κουμεντάκης. Ο πατέρας του Γιώργος και η μητέρα του εύελπι ήταν αδέλφια. Από μικρά τα παιδιά έπαιζαν πάντα αγαπημένα στην αυλή της γιαγιάς.
Όταν θα γινόταν το μνημόσυνο ο Γιάννης θέλησε να εκφωνήσει έναν επικήδειο για τον αγαπημένο του ξάδελφο. Χαρτί όμως εκείνη την εποχή που να βρει για να γράψει την ομιλία; Πήγε στο μπακάλικο και βρήκε λίγο χαρτί που ήταν το λευκό μέρος από ένα έγγραφο του αγρονομείου.
Κάθισε και άρχισε να γράφει. Σκέφτηκε ν’ αρχίσει με ένα δίστιχο. Το έγραψε με μοναδική ευκολία αν και ποτέ άλλοτε δεν είχε καταφέρει να συνθέσει δυο λέξεις. Όπως ο ίδιος θα ομολογούσε μετά σαν κάποιος να κρατούσε το χέρι του και το οδηγούσε να γράψει. Πίστεψε πως ήταν η νεκρή θεία του η μητέρα του Παντελή.
Τέλειωσε το ποίημα και ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα. Όσοι το άκουσαν την επομένη στο μνημόσυνο έκλαψαν με αναφιλητά. Μόλις τέλειωσε το μνημόσυνο όλοι έσπευσαν να τον συγχαρούν και να ισχυριστούν ότι έχει ποιητική φλέβα και θα γίνει σίγουρα ένας μεγάλος ποιητής.
Πέρασε καιρός χωρίς ποτέ άλλοτε ο ξάδελφος να μπορέσει να γράψει ένα δίστιχο. Πεθαίνει ο πατέρας του ήρωας κι αυτός και μάλιστα ανάπηρος, αλλά ο Γιάννης δεν καταφέρνει ούτε μια γραμμή να χαράξει. Το ίδιο κι όταν έχασε τη μητέρα του που υπεραγαπούσε. Ακόμα κι όταν ήταν εξόριστος στην Μακρόνησο, αν και το ήθελε δεν μπόρεσε ποτέ να γράψει ένα ποίημα. Το πρώτο και τελευταίο ποίημα στη ζωή του ήταν ο επικήδειος στον ξάδελφο που είχε την αίσθηση ότι ένα αόρατο χέρι τον οδηγούσε. Από τα απίστευτα κι αυτό όμως απόλυτα αληθινό.
Όπως και με τη γιαγιά
Πέρασαν τα χρόνια, ο Παντελής Σαββάκης απολάμβανε πια τη στοργή του Γιώργη και της Μαρίας του, που ποτέ δεν θεώρησε νύφη του αλλά πάντα κόρη του, την ανέφερε και την ένοιωθε παιδί του. Η λατρεία του βέβαια ήταν ο εγγονός του Παντελής.
Στο πρόσωπό του έβλεπε τον εαυτό του νέο. Ήταν τότε που λαχταρούσε να πάει στο Πολυτεχνείο και να σπουδάσει αλλά ο πατέρας του, πρακτικός νους, τον απέτρεψε και τον έστρεψε στο στρατό. Μάλιστα του είχε πει, μετά τις επίμονες παρακλήσεις του ότι θα δεχόταν να τον στείλει στο Πολυτεχνείο αρκεί να έκανε μια δυο χρονιές στη Σχολή Ευελπίδων για να καλύψει έτσι μέρος και της στρατιωτικής του θητείας.
Ίσως και να το εννοούσε αλλά τους πρόλαβε ο πόλεμος και τα γεγονότα που ακολούθησαν, οι περιπέτειες του Παντελή και τα χρόνια που έχασε αιχμάλωτος και φυλακισμένος. Ήταν και η καριέρα στο στράτευμα που του επέτρεψε να εξαντλήσει την ιεραρχία και μάλιστα με πολλές διακρίσεις.
Περίμενε λοιπόν να δει τον Παντελή του φοιτητή του Πολυτεχνείου. Το βάρος των χρόνων όμως τον πίεζε και το άγχος του είχε μεταφερθεί στο νεαρό σε σημείο που να μην έχει καμιά διάθεση να μελετήσει, αφού ο παππούς δήλωνε πως εγκατέλειπε από μέρα σε μέρα τον μάταιο αυτό κόσμο. Όταν η Μαρία του, η «κόρη» του με το γνωστό της γλυκύτατο ύφος προσπάθησε να του εξηγήσει πόσο επηρέαζε αρνητικά τον μικρό με το άγχος του θανάτου που ξαφνικά τον είχε καταλάβει, κόντευε πια να πατήσει έναν αιώνα ζωής, εκείνος άλλαξε αμέσως συμπεριφορά. Εμψύχωσε τον εγγονό και συνέχεια ρωτούσε τον Γιώργη του και τη Μαρία πόσος καιρός έμενε μέχρι τις εξετάσεις.
Κι ήρθε η πολυπόθητη μέρα που θα έβγαιναν τα αποτελέσματα. Η μεγαλύτερη χαρά της ζωής του περίμενε τον ατρόμητο στρατηγό εκείνη τη μέρα. Πανηγύρισε η ψυχή του την επιτυχία του εγγονού στο Πολυτεχνείο κι έπειτα πέταξε ψηλά.
Πολλά έχουμε ακόμα να αναφέρουμε για τον Παντελή Σαββάκη που αντίκρισε πολλές φορές το θάνατο, αλλά κατάφερε να τον ξεγελάσει και μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμενε ένας λεβέντης που ενέπνεε το θαυμασμό κι αποτελούσε μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες των Κρητών του λεκανοπεδίου.
ΠΗΓΕΣ: Ιδιόγραφες σημειώσεις του Παντελή Σαββάκη από το αρχείο της οικογενείας του Κεφάλαιο Η’ «Απίστευτα και ανεξήγητα γεγονότα».