Σε μια από τις επισκέψεις μου στην Αρχαία Ελεύθερνα, με τους υπέροχους ανθρώπους, είχα την τύχη να συνοδεύομαι, κάνοντας έναν περίπατο στο χωριό, από τον εκλεκτό φίλο κ. Βασίλη Αποστολάκη, ανώτερο αξιωματικό ΕΛ.ΑΣ. ε.α. Κι όταν φθάσαμε κοντά σ’ ένα επιβλητικό σπίτι που σε υποχρεώνει να σταθείς να το καμαρώσεις, μου είπε με έκδηλη περηφάνια στη φωνή:
– Αυτό είναι το σπίτι του Κωνσταντίνου Γερακάρη. Ξέρετε εκείνου του ήρωα που φέρει το όνομά του, ένας από τους κεντρικότερους δρόμους της πόλης.
Ξαφνιάστηκα και ντράπηκα για την αμάθειά μου. Τόσα χρόνια στο Ρέθυμνο και να μην έχω αναρωτηθεί για τον τιμώμενο που αναφέρεται τόσο συχνά το όνομά του λόγω της οδού.
Ευγενέστατος πάντα ο εκλεκτός συνομιλητής μου φρόντισε να με καλύψει πριν γίνει μεγαλύτερη η αμηχανία μου:
– Ξέρετε ήταν μια από τις ηρωικότερες και ευγενέστερες μορφές των Κρητικών αγώνων του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα. Σας υπόσχομαι να σας στείλω περισσότερα στοιχεία σύντομα.
Εκείνος τήρησε το λόγο του εγώ καθυστέρησα να ασχοληθώ αλλά δεν έχει σημασία. Αρκεί που προσθέτουμε σήμερα στο αφιέρωμά μας για τις μεγάλες μορφές του Ρεθύμνου και τον Κωνσταντίνο Γερακάρη με τα πληρέστατα στοιχεία που μου έδωσε ο κ. Αποστολάκης.
Ποιός ήταν ο ήρωας
Ο Κωνσταντίνος Γερακάρης, απόγονος των Κουφάκηδων, γεννήθηκε στον Πρινέ Μυλοποτάμου στις 5 Μαρτίου 1859 και σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου στις 28 Νοεμβρίου 1912.
Στην προσωπική του ζωή δεν επιδίωξε κάτι το εξαιρετικό, γιατί τον είχε απορροφήσει εντελώς η αγωνία για την τύχη της πατρίδας του, της οποίας το συναξάρι δεν είχε τελειωμό. Η ενεργός συμμετοχή ήταν πάγια επιθυμία του σε κάθε κίνηση αντίστασης και σ’ αυτή την προσπάθεια ανάλωσε βίο και ευφυία που τον διέκρινε.
Η φύση εκτός από γενναιότητα τον είχε προικίσει και με μια επιβλητική εμφάνιση. Ήταν ψηλός, λεβεντόκορμος, με βλέμμα γεμάτο ειλικρίνεια και θεληματικότητα που κάποτε έπαιρνε μια χροιά αυστηρότητας όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν. Ντυνόταν απλά, αλλά με ευπρέπεια, πάντα και ήταν όλα αυτά μαζί με τους λεπτούς του τρόπους, που τον επέβαλαν όπου κι αν βρισκόταν. Κέρδιζε τους ανθρώπους με την πρώτη ματιά.
Για την εποχή του ήταν ξεχωριστός για τη διάνοια και την τεχνική του μόρφωση που ήταν εξαιρετικά καλλιεργημένη σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε και τους όρους διαβίωσης. Ήταν οι χρόνοι που προείχε η επιβίωση και ο τρόπος που θα ερχόταν ψωμί στο τραπέζι. Η μεγάλη του θέληση ήταν αυτή που τον βοήθησε και να προσφέρει αλλά και να μορφώνεται. Ήταν αυτοδίδακτος.
Ο πατέρας του είχε καταφέρει να τον στείλει μόνο ένα χρόνο στο σχολείο που βρισκόταν στις Μαργαρίτες, μια ώρα δρόμο από τον Πρινέ. Όταν πια μη έχοντας πόρους υποχρεώθηκε να τον σταματήσει από το σχολείο, ο Κωνσταντίνος συνέχισε μόνος του να μελετά. Η έμφυτη ευθυκρισία του τον οδηγούσε σε σωστές επιλογές κι έτσι μπόρεσε να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες με συνεχή μελέτη, ακόμα κι όταν η ζωή του άρχισε να γίνεται περισσότερο σκληρή και περιπετειώδης.
Έφθασε μάλιστα σ’ ένα σημείο να εκφράζεται όσο λίγοι στην εποχή του και με την έμφυτη ευφράδεια που διέθετε κατακτούσε τον ακροατή του κι έπειθε για τις απόψεις του. Στο γράψιμο μάλιστα είχε αποκτήσει ένα δικό του στυλ, επηρεασμένος από τον Αδαμάντιο Κοραή, του οποίου τα άπαντα δεν αποχωριζόταν ποτέ.
Η δίψα του για μάθηση τον έφερε κοντά σε μεγάλες προσωπικότητες του καιρού του όπως ο Εμμ. Ροΐδης, από τον οποίο δανειζόταν και τα βιβλία που ήθελε.
Οι πρώτες ασχολίες
Όταν έφθασε σε ηλικία να αναζητήσει τα προς το ζην, όποτε βέβαια οι επαναστάσεις το επέτρεπαν, γιατί δεν έμεινε ποτέ αμέτοχος, στράφηκε στο εμπόριο και στις μεταφορές με ιστιοφόρα πλοία.
Συνεργαζόμενος με άλλους έκανε εμπόριο προϊόντων (πορτοκάλια, κάστανα) σε λιμάνια της παλιάς Ελλάδας και της Τουρκίας νοικιάζοντας πλοίο. Αργότερα απέκτησε μερίδιο σε ιστιοφόρο. Είχε όμως μεγάλη επίδοση στη ναυτοσύνη και στο εμπόριο κι αργότερα κατάφερε να αποκτήσει επίσημο δίπλωμα πλοιάρχου.
Στο πλαίσιο αυτών των συνεταιρισμών γνωρίστηκε στα 20 χρόνια του με την οικογένεια του Αντώνη Κουντουράκη από την Κίσσαμο. Ήταν τόση η εκτίμηση που ένοιωσε η οικογένεια αυτή για τον νεαρό συνεταίρό της που έγινε γαμπρός τους. Παντρεύτηκε τη μικρότερη θυγατέρα του Κουντουράκη τη Μαρία με την οποία απέκτησε έντεκα παιδιά. Να σημειωθεί ότι στο γάμο παρέστησαν όλοι οι παράγοντες και προύχοντες της Κεντρικής και Δυτικής Κρήτης. Δείγμα της κοινωνικής καταξίωσης και των δυο πλευρών.
Μέχρι που ήρθε η επανάσταση του 1878. Αμέσως μετά ο Γερακάρης εξορίστηκε από τους Τούρκους κι αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αθήνα, όπου άνοιξε ένα μικρό εμπορικό κατάστημα για να εξασφαλίζει τον επιούσιο. Δυο χρόνια αργότερα η ανώμαλη κατάσταση τον υποχρέωσε να επιστρέψει στην Κρήτη, αλλά και πάλι δεν έμεινε πολύ. Αυτή τη φορά τον υποχρέωσε να ξενιτευτεί η νοοτροπία της κακώς εννοούμενης «καπετανιάς» που για μερικούς αποτελούσε «επάγγελμα». Ο Γερακάρης που απεχθανόταν τους αργόσχολους, για να μη γίνει περισσότερο δυσάρεστος, πήρε ξανά των ομματιών του και στην Αθήνα, όπου κατέφυγε και πάλι, άνοιξε στην οδό Σταδίου ένα καπνοπωλείο, για να εξασφαλίζει το ψωμί της οικογενείας του. Αυτό το μαγαζάκι όμως έγινε σύντομα ένα από τα σπουδαιότερα πατριωτικά κέντρα των Κρητών αλλά και των φίλων της Κρήτης.
Πατριώτης μέχρι αυτοθυσίας
Εκεί εύρισκαν καταφύγιο όλοι οι εξόριστοι και κυνηγημένοι Κρητικοί ή νέοι που ήρθαν στην Αθήνα να σπουδάσουν. Ο Γερακάρης βοηθούσε με κάθε τρόπο. Μοίραζε τη δική του «μπουκιά» στη μέση για να μην μένει αβοήθητος εκείνος που είχε την ανάγκη του. Κυρίως οι νέοι σπουδαστές είχαν κάθε ηθική και υλική βοήθεια από τον γενναιόδωρο συμπατριώτη τους.
Αποκορύφωμα του πατριωτισμού που διέκρινε τον Γερακάρη ήταν η πώληση του μικρού μαγαζιού του που ήταν η μόνη πηγή επιβίωσής του για να διατεθούν τα χρήματα στην επανάσταση του 1897 που μόλις είχε ξεσπάσει.
Και στην απόφασή του αυτή δεν έφερε καμιά αντίρρηση η σύζυγός του κι ας ήταν το καπνοπωλείο ένα μικρό υπόλειμμα από την μεγάλη της προίκα.
Η Μαρία Γερακάρη δεν υστερούσε σε πατριωτισμό και γενναιότητα. Κι ήταν πολλοί εκείνοι που την έφερναν παράδειγμα Ελληνίδας συζύγου, μητέρας, και μέλους της κοινωνίας.
Επέβαλε παντού την τάξη
Η γενναιότητα του Γερακάρη στις μάχες τον είχε καταξιώσει στην εκτίμηση των άλλων οπλαρχηγών. Θαύμαζαν κυρίως τον τρόπο του να επιβάλλεται στους άνδρες του έτσι που να δίνουν την εντύπωση τακτικού και οργανωμένου στρατού.
Στην πολύνεκρη μάχη της 5ης Μαρτίου 1897 στον Πλατανιά Ρεθύμνου, ο Γερακάρης συνέτριψε το τουρκικό στράτευμα αν και κινδύνευσε να κυκλωθεί. Κι έτσι συνέχισε τους αγώνες του, μέχρι που ήρθε η ώρα της δικαίωσης για την Κρήτη.
Μετά την αυτονόμηση η πρώτη Κρητική Κυβέρνηση εμπιστεύθηκε στον Κωνσταντίνο Γερακάρη την διεύθυνση εκ περιτροπής των υποκαταστημάτων του Κοινωφελούς Ταμείου Κρήτης, στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο και στο Βάμο για μια δεκαετία.
Άξιος στην ειρήνη και στον πόλεμο
Όσο άξιος ήταν στον πόλεμο ο Κωνσταντίνος Γερακάρης άλλο τόσο πολύτιμος ήταν και σε καιρούς ειρήνης.
Ο γενικός θαυμασμός και η εκτίμηση στο πρόσωπό του τον έκριναν άξιο και το 1911 να εκλεγεί για δεύτερη φορά πληρεξούσιος της επαναστατικής συνέλευσης, ο δε δήμος Ρεθύμνου τον εξέλεξε πρώτο πάρεδρο και δημαρχεύοντα.
Η έκρηξη του πολέμου το 1912 δεν μπορούσε να τον αφήσει αμέτοχο. Σπεύδει να στείλει εθελοντές δύο από τα παιδιά του που μπορούσαν να κρατήσουν όπλα και σύντομα ακολουθεί και ο ίδιος αφού συνεννοήθηκε με το Ρώμα με τον οποίο τον συνέδεε θερμή φιλία.
Κατατάσσεται λοιπόν στο Σώμα των Ελλήνων Ερυθροχιτώνων ως ανθυπολοχαγός (αργότερα προήχθη στο πεδίο της μάχης σε υπολοχαγό) και ξεκινά να «παίξει ακόμα μερικές τουφεκιές κατά των Τούρκων» όπως έλεγε ο ίδιος.
Μετά από κόπους αβάσταχτους, και πολεμικές περιπέτειες απερίγραπτες με άτακτους Τούρκους και τακτικό στρατό καταλαμβάνεται με αποφασιστική έφοδο ο Δρίσκος.
Το ηρωικό του τέλος
Ο παλαίμαχος αγωνιστής μόλις αντίκρισε τα Ιωάννινα είπε την ιστορική φράση: «Τι θαύμα είναι τα Γιάννενα. Αξίζει να σκοτωθεί κανείς για να τα πάρει».
Στις 28 Νοεμβρίου 1912, η στρατιά του Τζαβήτ Πασά ενισχυόμενη από τα πυροβολεία της Καστοριάς και του Μπιζανίου επιχειρεί γενική επίθεση κατά του Δρίσκου. Κι εκεί που σαν λιοντάρι μαχόταν ο ατρόμητος Πρινιανός αγωνιστής δέχτηκε μια εχθρική σφαίρα στο μέτωπο κι έπεσε νεκρός.
Έτσι δικαίωσε αυτό που είχε γράψει σε ένα λεύκωμα Κρητών το 1900 «Η ελευθερία είναι υπερτέρα της ζωής κατά την αξίαν».
Αν και ασχολήθηκαν με τη ζωή του και τη δράση του Κωνσταντίνου Γερακάρη, τόσοι λόγιοι όπως Χατζόπουλος, Καρβούνης, Κονδυλάκης, κι ενώ Ιωάννινα και Ρέθυμνο τίμησαν τον ήρωα με την ονοματοθεσία κεντρικών δρόμων οι νεότεροι στον τόπο του, αγνοούν τον παραδειγματικό βίο ενός τόσο σημαντικού ανθρώπου.
Ευτυχώς που οι ομοχώριοί του, που έχουν επανειλημμένα αποδείξει την έμπρακτη ευγνωμοσύνη στους ήρωες προγόνους τους, έχουν προγραμματίσει να τοποθετήσουν προτομή του Κωνσταντίνου Γερακάρη στο χωριό απέναντι από το σπίτι του. Μια πρωτοβουλία αξιέπαινη που θα πρέπει να τύχει γενικής υποστήριξης και συνεισφοράς.