Τον προβληματισμό αλλά και τη δυσαρέσκεια τους για την απόφαση της δικαστικής έδρας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου, την Τετάρτη, να αποβάλλει από τη δίκη Ρίχτερ την πολιτική αγωγή διότι, σύμφωνα με το σκεπτικό, από την έως τώρα ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψε δυνατότητα πρόκλησης μίσους από την πράξη του Γερμανού ιστορικού εις βάρος των πολιτικών εναγόντων ή άλλως δεν προέκυψε άμεση ηθική βλάβη των φυσικών προσώπων και των φορέων που είχαν δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, εξέφρασαν χθες στη διάρκεια συνέντευξης τύπου που παραχώρησαν οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής.
Αυτό που έγινε αντιληπτό ότι τους ενόχλησε ιδιαίτερα είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ανακοινώθηκε από τη δικαστική έδρα η απόφαση για τη μη συμμετοχή τους πλέον στη δίκη. Διότι αφενός έγινε ύστερα από μεγάλο διάστημα από την έναρξη της δίκης και ενώ φτάνει στο τέλος της και αφετέρου η ανακοίνωση συνέπεσε με την ημέρα κατά την οποία οι δικηγόροι πανελλαδικά απείχαν από τα καθήκοντα τους διαμαρτυρόμενοι για το ασφαλιστικό σχέδιο και στους συνηγόρους πολιτικής αγωγής δεν δόθηκε άδεια από τους συλλόγους τους, Ρεθύμνου και Ηρακλείου, να παραστούν στο Δικαστήριο, γεγονός που ανέφεραν στη δικαστική έδρα.
Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής, Νίκος Κοτζαμπασάκης, Γιάννης Νικολιδάκης (δικηγόροι Ρεθύμνου) και Αντώνης Επιτροπάκης (δικηγόρος Ηρακλείου), τόνισαν ότι σέβονται την απόφαση του Δικαστηρίου με δεδομένο μάλιστα ότι αυτό είχε επιφυλαχτεί να εξετάσει το σχετικό αίτημα, το οποίο είχε υποβάλλει η υπεράσπιση, επεσήμαναν όμως πως δεν μπορούν να μην διατυπώσουν τους προβληματισμούς τους σχετικά με τον χρόνο που επέλεξε η δικαστική έδρα για να ανακοινώσει την απόφαση της.
«Μετά από σειρά συνεδριάσεων του δικαστηρίου, κατά την οποία η πολιτική αγωγή που έγινε καταρχήν δεκτή και παραστάθηκε μέχρι και προχθές, σε κανένα σημείο της διαδικασίας δεν την παρακώλυσε, σε κανένα σημείο της διαδικασίας δεν ζήτησε διακοπή ή αναβολή της υπόθεσης, για λόγους που αφορούν τα πρόσωπα των συνηγόρων ή των εντολέων μας, η ανακοίνωση της απόφασης προχθές μάς αιφνιδίασε. Επειδή τελούμε σε πανελλαδική αποχή για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου που αφορά όχι μόνο τον κλάδο μας αλλά και την κοινωνία συνολικά, ζητήσαμε άδεια ως οφείλαμε από τους δικηγορικούς μας συλλόγους. Οι συνήγοροι υπεράσπισης παρέστησαν χωρίς να ζητήσουν άδεια. Οι δικηγορικοί σύλλογοι και Ηρακλείου και Ρεθύμνου δεν μας χορήγησαν αυτή την άδεια. Την ανακοίνωση της απόφασης αυτής, των δικηγορικών μας συλλόγων, ακολούθησε η απόφαση του δικαστηρίου με την απαγγελία συνοπτικού σκεπτικού περί αποβολής της πολιτικής αγωγής από την υπόθεση. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον χρόνο που έγινε αυτό» ανέφερε ο κ. Κοτζαμπασάκης, προσθέτοντας ωστόσο ότι η υπόθεση Ρίχτερ δεν κλείνει για την πολιτική αγωγή. Ο αγώνας, είπε, θα συνεχιστεί εκτός δικαστικών αιθουσών, σε ηθικό επίπεδο.
«Θέλουμε να παρακαλέσουμε από σήμερα και στο εξής η προσπάθεια του συνόλου της κοινωνίας και η αγωνία της κοινωνίας για την ιστορική μνήμη, δηλαδή για την αλήθεια και την ψυχή μας, να γίνει ακόμα εντονότερη. Για εμάς η υπόθεση Ρίχτερ δεν έκλεισε χθες αλλά ξεκίνησε, γιατί το δικαστήριο της υπόθεσης αυτής είναι ένα μόνο κομμάτι, μόνο ένα τμήμα ενός αγώνα ενός περήφανου λαού να μην αμαυρωθεί η ιστορική μνήμη, να αποτυπωθεί η ιστορική πραγματικότητα» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Κοτζαμπασάκης, επί τη ευκαιρία, αναφέρθηκε στην απουσία των θεσμικών φορέων από τη δίκη Ρίχτερ, λέγοντας μεταξύ άλλων:
«Θέλω να ευχαριστήσω εκείνους τους λίγους «επώνυμους» και πολλούς ανώνυμους απλούς ανθρώπους της Κρήτης και όχι μόνο που μέχρι σήμερα συμπαραστάθηκαν στην προσπάθεια μας την αφιλοκερδή, την προσπάθεια μας από καρδιάς για την ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας και την απόδειξη της ιστορικής μνήμης.
Για μας, την πολιτική αγωγή, η υπόθεση αυτή είναι υπόθεση καρδιάς. Πρέπει όμως να επισημάνω όχι σαν παράπονο αλλά για παραδειγματισμό, την απουσία από την υπόθεση της θεσμικής Κρήτης. Δυστυχώς, πλην εξαιρέσεων και συγκεκριμένων περιπτώσεων απουσίασε η θεσμική Κρήτη. Αντίθετα, δεν συνέβη το ίδιο με την πλευρά του κατηγορούμενου, τον οποίο με ένταση υπερασπίστηκαν σειρά δημόσιων προσώπων, δημοσιογράφων, καθηγητών πανεπιστημίου, μαρτύρων που παρέλασαν στο δικαστήριο. Η δημόσια υπεράσπιση του κ. Ρίχτερ διαμόρφωσε ένα κλίμα απέναντι στο οποίο η πλευρά της πολιτικής αγωγής είχε μόνο τα ντοκουμέντα, είχε μόνο την αλήθεια και τους ανθρώπους της Κρήτης με το μέρος της. Δεν ξέρω αν αυτό επηρέασε, επηρεάζει ή θα επηρεάσει τη δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης. Η πραγματικότητα είναι ότι σε μια κοινωνία σύνθετη, στην οποία πολλοί παράγοντες διαμορφώνουν τα πράγματα και τις εξελίξεις δεν θα θέλαμε ποτέ οι αποφάσεις των δικαστηρίων να κρίνονται από αλλότρια μεγέθη και από αλλότριες παρεμβάσεις και επιρροές. Σίγουρο είναι ότι η δική μας πλευρά με καθαρό πρόσωπο με κρυστάλλινα επιχειρήματα, απέδειξε μέχρι χθες την κατηγορία, η οποία ευελπιστώ ότι θα αποδειχτεί και μέχρι τέλους της δικαστικής διαδικασίας».
Ο κ. Κοτζαμπασάκης κατέληξε εκφράζοντας την πικρία του για όσους επικαλούνται την ελευθερία της έκφρασης και υπερασπίζονται την ιστοριογραφία του κ. Ρίχτερ:
«Θεωρώ ότι καθόλου δεν τιμά την ίδια ελευθερία της έκφρασης για την οποία κόπτονται οι δικανικοί και εξωδικαστικοί συνήγοροι του κ. Ρίχτερ, η απουσία του αντίλογου, η απουσία του αντεπιχειρήματος από την υπόθεση αυτή. Θεωρώ ότι η ελευθερία της έκφρασης για την οποία κόπτονται οι υπερασπιστές του Ρίχτερ, καταξιώνεται και αποθεώνεται μόνο με την αντιδικία. Και αυτό θέλησε από την πρώτη στιγμή να αποφύγει η πλευρά Ρίχτερ. Εμφανίζεται έτσι να αντιφάσκει απέναντι στο ζητούμενο, που εδώ είναι μόνο η ουσιαστική αλήθεια, της οποίας η αναζήτηση προϋποθέτει τον αντίλογο, τον δικανικό διάλογο και τον δικαστικό αγώνα με την επισήμανση των επιχειρημάτων».
Ο Γιάννης Νικολιδάκης, ως εκπρόσωπος του δήμου Αγίου Βασιλείου, αφού ευχαρίστησε τον δήμο για την απόφαση του δημοτικού του συμβουλίου να παρασταθεί στη δίκη τιμώντας τους νεκρούς και τα μαρτυρικά χωριά, είπε: «Ως συνήγοροι πολιτικής αγωγής επιτελέσαμε στο ακέραιο τα καθήκοντα μας ως είχαμε ηθικό καθήκον. Επιτελέσαμε όμως στο ακέραιο και τις υποχρεώσεις ως οφείλαμε απέναντι στον Δικηγορικό Σύλλογο του οποίου είμαστε μέλη. Ζητήσαμε άδεια να παραστούμε στη δίκη την ημέρα που ο κλάδος μας απεργούσε για ένα κορυφαίο ζήτημα που αφορά την επιβίωση του. Δεν μας δόθηκε. Ακολούθησε η ανακοίνωση της απόφασης του Δικαστηρίου για αποβολή της πολιτικής αγωγής».
Για την παρουσία της πολιτικής αγωγής στη δίκη το διάστημα που παρίσταντο ανέφερε: «Με τη συμμετοχή μας στη δίκη καταφέραμε να αποδείξουμε τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία οδηγούν στην υπαγωγή των γεγονότων και των δεδομένων που θέτει αυτό το ακραίο βιβλίο στον κανόνα δικαίου, βάσει του οποίου κατηγορείται ο κ. Ρίχτερ. Μακάρι να υπήρχαν τα αντανακλαστικά ώστε ποτέ να μην κουβεντιάζουμε γι’ αυτό το ζήτημα. Θεωρούμε όμως ότι η υπόθεση αυτή είναι μια μεγάλη ευκαιρία για αφύπνιση της κοινωνίας, η οποία εν πάση περιπτώσει πρέπει επιτέλους να βρει τα αντανακλαστικά και να αντιμετωπίζει τα ζητήματα με τον τρόπο που επιστημονικά και θεσμικά επιβάλλεται έτσι ώστε τα ζητήματα που ανακύπτουν κάθε φορά να μην θίγουν την ιστορική μνήμη. Για τον τόπο μας η ιστορική μνήμη έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς ο κρητικός λαός έχασε πολλές φορές τον τόπο του από κατακτητές. Η εμμονή στην ιστορική μνήμη και στη διατήρηση ενός τρόπου ζωής είναι αυτή η οποία κατάφερε να διατηρήσει ότι έχουμε σήμερα».
Αναφερόμενος ο κ. Νικολιδάκης στο ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης την οποία επικαλούνται για τον Χ. Ρίχτερ πολλοί, είπε μεταξύ άλλων:
«Δεν είναι μια δίκη κατά της ελευθερίας της έκφρασης. Εμείς την ελευθερία της έκφρασης την πιστεύομε, θεωρούμε ότι μπορεί να αναπτύσσεται ελεύθερα ως ορίζει το Σύνταγμα, πλην όμως πρέπει με αφορμή αυτή τη δίκη να τεθούν οι κανόνες, βάσει των οποίων πρέπει να λειτουργεί ο κάθε ένας, ειδικά όταν παράγει επιστημονικό έργο και γνώση, να πράττει αυτό μόνο και να μην προσβάλλει το σύνολο των πολιτών και της ολότητας».
Από την πλευρά του ο κ. Αντώνης Επιτροπάκης δήλωσε: «Θέλω να ξεκαθαρίσω προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης ότι τόσο εγώ όσο και ο εντολέας μου, σεβόμαστε απόλυτα τις αποφάσεις της ελληνικής δικαιοσύνης. Το δικαστήριο κυρίαρχα αποφάσισε ως είχε δικαίωμα για τη δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής. Εκφράζω όμως προσωπικά μια πικρία διότι ο χρόνος κατά τον οποίο απεβλήθη η πολιτική αγωγή ήταν τουλάχιστον άκομψος, διότι δεν δόθηκε άδεια από τους δικηγορικούς συλλόγους Ηρακλείου και Ρεθύμνου για να παρασταθούμε στη δίκη και με αφορμή αυτό, εκείνη τη στιγμή, απεβλήθη η πολιτική αγωγή.
Ήταν όντως ένα δυσχερές νομικό ζήτημα αν υπάρχει δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής ή όχι. Εμείς θα θέλαμε να συνεχίσουμε να φτάσουμε τουλάχιστον στο στάδιο προσκόμισης των εγγράφων, είχαμε συγκεντρώσει ένα σωρό έγγραφα για τις θηριωδίες των Γερμανών για τις καταστροφές, βιβλία για τα καμένα χωριά, για τα θύματα. Θα θέλαμε το Δικαστήριο να λάμβανε υπόψιν του όλα αυτά τα έγγραφα».
Ο πρόεδρος του Σωματείου πληγέντων από τους Ναζί 1941-1945, Γιώργος Σταράκης, ανέφερε πως τα μέλη του Σωματείου νιώθουν πλέον φιμωμένα που δεν κατάφεραν να μιλήσουν ενώπιον του Δικαστηρίου. «Είχαμε μαζέψει τόμους στοιχεία και δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να γίνουν αυτά αναγνωστέα, δεν μας δόθηκε η δυνατότητα να μιλήσουμε. Θεωρούμε ότι φιμωθήκαμε. Έχουμε το δικαίωμα να το πούμε σεβόμενοι πάντα το δικαστήριο. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι, να ζητήσουμε από εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να κάνει αναίρεση στην τυχόν αθωωτική απόφαση» ανέφερε.
Ο επίτιμος πρόεδρος του σωματείου, Βασίλης Παπαδόπουλος, επιζών της περιόδου της ναζιστικής επίθεσης, αναφέρθηκε στις μνήμες του από τις θηριωδίες των ναζί στα Μισίρια.
«Είχαμε την τύχη να επιζήσουμε από τρεις εκτελέσεις που έγιναν από τους Ναζί στα Μισίρια. Οι πρώτες στις 23 Μαΐου του 1941. Πρώτα εκτέλεσαν τους άνδρες και τους έριξαν σε ένα πηγάδι και τους σκέπασαν. Πιο πέρα έγινε η δεύτερη εκτέλεση τους. Έβαλαν φωτιά με βενζίνη και τους έκαψαν. Ήρθε η δική μας σειρά, μας πήγανε στη θάλασσα και μας έβαλαν στην ακρογιαλιά με τους Γερμανούς να ετοιμάζουν τα πολυβόλα. Ο πατέρας μου μας άνοιξε έναν λάκκο και μας έβαλε μέσα για να μας προφυλάξει. Δίπλα μας ήταν η μάνα μου, η γιαγιά και η θεία μου και δίπλα η Βαγγελιώ. Εκτέλεσαν τις τρεις γυναίκες και μετά σταμάτησαν. Περιμέναμε όλη νύχτα δίπλα στους γονείς μας, που ξεψυχούσαν ο ένας μετά τον άλλο. Ήταν τόσο κοντά που ακούγαμε να μας ζητάνε βοήθεια, λίγο νερό την ώρα που πέθαιναν. Δεν μπορέσαμε να τους βοηθήσουμε».