Ο γνωστός δημοσιογράφος Μανόλης Παντινάκης στο δωδέκατο βιβλίο του έβαλε τον παραπάνω τίτλο, ο οποίος ήδη από το εξώφυλλο παραπέμπει αμέσως στην ουσία τους θέματος, επειδή ο τίτλος είναι συνυφασμένος με τις λέξεις ΜΑUTHAUZEN, MELK και ΝΤΑΧΑU της Γερμανίας.
Στα στρατόπεδα αυτά οδηγήθηκαν χιλιάδες πολίτες από πολλές χώρες της κατεχόμενης από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής για «εργασία». Η «εργασία» όμως αυτή και οι συνθήκες διαβίωσης – διατροφής ήταν άθλιες, ώστε χιλιάδες να αφήσουν εξαθλιωμένοι αυτόν τον κόσμο και να οδηγηθούν στα κρεματόρια (φούρνους) για τα περαιτέρω, δηλαδή σαπούνι και λίπασμα, αντί για ταφή, πράγμα που δικαιούται κάθε άνθρωπος, έστω και μετά την καύση του σώματός του.
Ελάχιστοι επέζησαν από αυτά τα κολαστήρια και έγιναν οι ζωντανοί μάρτυρες για τα όσα προκάλεσαν στον κόσμο οι θηριωδίες του γερμανικού ναζισμού και η επιδίωξή του να καθιερώσει «νέα τάξη πραγμάτων» στον κόσμο, σε συνεργασία με τον ιταλικό φασισμό και τον ιαπωνικό συνεταίρο τους.
Αρκετοί Κρητικοί μεταφέρθηκαν βίαια και έζησαν, οι περισσότεροι μαρτύρησαν στα παραπάνω και άλλα ακόμη στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας του ανθρώπινου (γερμανικός ήταν τότε) παραλογισμού. Ελάχιστοι γύρισαν ως σκιάχτρα ανθρώπινα στον γενέθλιο τόπο. Μετρημένοι στα δάχτυλα ενός χεριού επιζούν ακόμη και είναι ζωντανοί μάρτυρες της τρέλας του πολέμου, με όποια πρόφαση αυτός γίνεται. Στους ελάχιστους αυτούς μάρτυρες της φρίκης προσέτρεξε ο Μανόλης Παντινάκης και πρόλαβε, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή να καταγράψει τις μνήμες τους. Μνήμες χρήσιμες για το παρόν και το μέλλον, όχι για καλλιέργεια μίσους, αλλά γνώσης.
Αποτέλεσμα είναι αυτό το βιβλίο, στις 160 σελίδες, του οποίου ο συγγραφέας απαθανάτισε τις μαρτυρίες τους με πολύ κόπο, λόγω και της ηλικίας των πληροφορητών.
Στο βιβλίο ο αναγνώστης θα διαβάσει φράσεις απίστευτες: «να με σκοτώσει ο Γερμανός ήτανε εύκολο και ευχάριστο», «Σαν τις σαρδέλες στο κουτί ήτανε τα πτώματα», «Πολλοί πέφτανε στο δρόμο από λιγοθυμία, επειδή ήμαστε όλοι του αποθαμού». «Με μια κουβέρτα σκεπαζόμαστε 4 άτομα».
Καταπληκτική είναι η μαρτυρία του Κωστή Βουράκη από τα Μεσκλά, που δούλεψε ο ίδιος αγγαρεία στα κολαστήρια της χιτλερικής Γερμανίας και είναι αψευδής μάρτυρας ότι εκεί οι Γερμανοί έκαιγαν τα πτώματα των αιχμάλωτων και από αυτά έβγαζαν λάδι για σαπούνι που «ήτανε μαύρο σαν το σπιρτοκούτι και καθάριζε πολύ».
«Όταν μας ελευθερώσανε οι Αμερικανοί, θα ήμουνα γύρω στα τριάντα κιλά. Δεν είχαμε παρά μόνο τα κόκαλα».
«Από τα Μεσκλά πήγαμε στα στρατόπεδα 36 και γυρίσαμε οι 9». «Από τον καιρό που πήγαμε στο Μαουτχάουζεν ως την ημέρα που ελευθερωθήκαμε, παπούτσια δεν εβάλαμε».
Των άλλων πληροφορητών του συγγραφέα για τη συγγραφή του βιβλίου οι μαρτυρίες είναι ανάλογα αποκαλυπτικές της φρίκης, της πείνας, της εξοντωτικής διάθεσης των ναζί σε βάρος των «εργατών». Τα ποιήματα ενός Γάλλου, φίλου των κρητικών του στρατοπέδου είναι άριστα μεταφρασμένα και αποδίδουν με ρεαλισμό τη ζωή των έγκλειστων.
Η έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις «Καλαϊτζάκης» είναι πολύ φροντισμένη και εναρμονισμένη με το περιεχόμενο.
* Ο Θεόδωρος Πελαντάκης είναι φιλόλογος