Εμείς δεν φταίγαμε. Του το είχαμε εξηγήσει το παιχνίδι με κάθε λεπτομέρεια. One-one, two-one, two-two, four-four, you lose. Ok? Three-three, five-five, six-five, six-six, you win. Do you understand? Αυτός είχε κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του κι είχε πιεί δυο γουλιές ούζο απ’ το μπουκάλι. Οι υπόλοιποι κοιταχτήκαμε με νόημα και ρίξαμε τα ζάρια στο παλιό μωσαϊκό. Πριν καταλάβει τι έγινε, του τσιμπήσαμε το πρώτο πενηντάρικο.
Δεν ήμασταν χαρτοπαίχτες, φοιτητές ήμασταν που είχαμε κατέβει στην γενέτειρα για τις γιορτές. Και κείνα τα χρόνια, φοιτητής που σεβόταν τον εαυτό του σήμαινε απένταρος, ταβερνόβιος, συνδικαλιστής, ταβλαδόρος και ολίγον ποκαδόρος. Αυτός πάλι, ήταν τουρίστας που ξέπεσε στην παρέα μας την παραμονή του νέου χρόνου. Δυστυχώς δεν είχε εμφανιστεί ακόμα ο Αβραμόπουλος που -κατά δήλωσή του- με το ψηλότερο δέντρο της Ευρώπης ξεκόλλησε τους Έλληνες από την πρωτοχρονιάτικη τσόχα, οπότε αργά το βράδυ καταλήξαμε σ’ ένα σπίτι στο λιμάνι των Χανίων και αρχίσαμε τα ζάρια. Ο τουρίστας δεν ήξερε ότι την πρωτοχρονιά στην Ελλάδα το ρίχναμε στο κουμάρι, αλλά το βρήκε πολύ traditional.
Δε θυμάμαι το όνομά του. Ήταν ένας κάτασπρος ισχνός νεαρούλης σαν μακρυμάλλικο αερικό που περιόδευε μόνος του στον κόσμο, τρέχα γύρευε γιατί. Κουβαλούσε έναν σάκο στην πλάτη και κοιμόταν σε sleeping bag μέσα στο καταχείμωνο. Όλο χαμογελούσε θυμάμαι κι είχε δυο μπροστινά δόντια σαν κουνελάκι. Αμερικανός ήταν κι εμείς δεν τους πολυγουστάραμε τους φονιάδες των λαών, όμως ετούτος έφερνε ελαφρά προς Janis Joplin στο πιο αντρικό, αλλά όχι τελείως. Γι’ αυτό τον αφήσαμε να κολλήσει στην παρέα. Όπως προείπα, δεν ήμασταν επαγγελματίες χαρτοπαίχτες, απλώς αυτός ήταν πολύ μεθυσμένος. Κάθε τόσο σήκωνε το μπουκάλι με το ούζο και κατέβαζε μεγάλες γουλιές. Γονατίσαμε στο πάτωμα, σωριάσαμε τα λεφτά μπροστά στα πόδια μας κι αρχίσαμε το παιχνίδι. Ο Αμερικανός ήταν ενθουσιασμένος. Λίαν συντόμως αντιληφθήκαμε ότι στο θολωμένο του μυαλό, τα ντόρτια, τα one-one, τα ασσόδυα και τα six-five είχαν γίνει ένας αλκοολούχος χυλός. Δεν καταλάβαινε τίποτα, συνέχιζε όμως να γελά δυνατά, να πίνει και να σπρώχνει λεφτά στο κέντρο του κύκλου.
Ο γιορτινός χαβαλές και το ελαφρύ μεθύσι μας, είχαν γίνει το προπέτασμα για να κατακλέψουμε τον ανθρωπάκο. Ήταν κι αυτή βεβαιότητα πως το φτωχότερο Αμερικάνικο φρικιό ήταν πλουσιότερο από τον πιο εύπορο Έλληνα φοιτητή, πάντως τον γδύσαμε. Μέσα σε δυο ώρες, του είχαμε τσιμπήσει ίσα με οκτώ χιλιάρικα σε δραχμές και δολάρια, σε μια εποχή που ένας φοιτητής περνούσε τον μήνα με τρεις χιλιάδες. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, φώναξε γελώντας «you can be poor very soon with this game», άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε έξω τρεκλίζοντας. Νομίσαμε ότι βγήκε για να ξεράσει τα ούζα και συνεχίσαμε να παίζουμε, αλλά μετά από λίγο επέστρεψε με παρέα. Ακούσαμε χτύπους στην πόρτα, την ανοίξαμε και βρεθήκαμε μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη, που λέει και το ανέκδοτο με τον Τοτό και τις δυο αγελάδες. Στο κατώφλι στέκονταν δυο μουστακαλήδες χωροφύλακες. «Ποιος από σας έκλεψε τούτον εδώ;» ακούσαμε τη βροντερή φωνή του επικεφαλής, ενός χοντρού γαλονά με τριχωτά αυτιά και δυο χέρια σαν φτυάρια. Ο δεύτερος ήταν νεότερος και πιο λεπτός, αλλά με σατανικά Σερλοκχομικό βλέμμα. Μπουκάρανε μέσα στο σπίτι δίχως να επιδείξουν ένταλμα εισαγγελέως όπως επιβάλλουν οι Αμερικάνικες ταινίες, σέρνοντας πίσω τους το Αμερικανάκι που είχαμε ξαφρίσει. Το κακόμοιρο ήταν μούσκεμα από την κορυφή ως τα νύχια κι έτρεμε από το κρύο σαν κουρεμένος σκύλος του Κολωνακίου που εγκαταλείφθηκε στα χωράφια. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα.
Μόλις ο χοντρός μας είδε μακρυμάλληδες, μουσάτους και γονατιστούς πάνω από λεφτά και ζάρια, μάνιασε και όρμησε εναντίον μας σαν μπουλντόζα. Άρπαξε τον διπλανό μου -όχι εμένα ευτυχώς- από τον λαιμό (ή απ’ το πέτο, δε θυμάμαι), τον σήκωσε στον αέρα κι άρχισε να τον ταρακουνά σαν σφάχτης που κρατούσε κουνέλι απ’ τον σβέρκο. «Εσείς κλέψατε αυτόν τον βλάκα, ρε κωλόπαιδα;» ούρλιαξε. Ήταν φανερό ότι δεν συμπαθούσε διόλου ούτε τους ληστές ούτε τον ληστευθέντα. Εμείς κυριολεκτικά παγώσαμε από τον φόβο μας. Παρά την αγωνιστική μας διαπαιδαγώγηση, αποδειχτήκαμε ανίκανοι ν’ αρθρώσουμε λέξη μπροστά στη μπατσαρία. Κοιτάζαμε μια τους χωροφύλακες και μια τον Αμερικανούλη. Ήταν τόσο βρεγμένος, που το πάτωμα είχε γεμίσει νερά στο σημείο που στεκόταν. Σούρωνε.
Όπως μάθαμε αργότερα, βγήκε απ’ το σπίτι κι έφθασε τρεκλίζοντας ως το μπαρ. Εκεί, είτε επειδή παραπάτησε είτε επειδή αποφάσισε ξαφνικά ν’ αυτοκτονήσει, έκανε ένα μετέωρο βήμα στο κενό και βρέθηκε στη θάλασσα. Πετάχτηκαν οι θαμώνες και τον τράβηξαν πάνω στον μόλο με τα χίλια ζόρια. Κάποιος τηλεφώνησε στη χωροφυλακή, που κατέφθασε βλαστημώντας που την ξεσήκωσαν χρονιάρα νύχτα. Όμως το παγωμένο νερό συνέφερε τον νεαρό, ο οποίος συνειδητοποίησε τι είχε πάθει κι άρχισε να κλαίει. Οδυρόταν πως του κλέψανε όλα του τα λεφτά και είχε βρεθεί μονάχος και απένταρος σε ξένο τόπο. Αν και ο χοντρός ενωμοτάρχης κατάλαβε ότι επρόκειτο για ανάξιο λόγου «αλητοτουρίστα», θεώρησε προσωπική προσβολή την εμφάνιση λωποδυτών στην επικράτεια του, οπότε αποφάσισε να διαλευκάνει πάραυτα την υπόθεση.
Το σπίτι ήταν δυο βήματα και ο θαλασσοδαρμένος τον οδήγησε εύκολα στον τόπο του εγκλήματος. «Θέλετε ρε να σας πάω μέσα για κλοπή;» μας φώναζε ενώ τίναζε με τις χερούκλες του τον διπλανό μου. «Ή να σας στείλω στο αυτόφωρο με το νόμο περί τυχερών παιγνίων; Θέλετε να περάσετε πρωτοχρονιά στο κρατητήριο; Να φωνάξω και τους πατεράδες σας, να δείτε πόσο θα χαρούνε για τους λεβέντες τους;» Εμείς το μόνο που καταφέραμε να ψελλίσουμε ήταν «δεν τον κλέψαμε κύριε, αυτός έχασε». Ο ενομοτάρχης συνέχισε να παριστάνει τον σκληρό, όμως με την πρώτη ματιά είχε αντιληφθεί ότι δεν ήμασταν καμιά συμμορία, αλλά φτενά παιδάκια που παριστάναμε τους άντρες. «Έχετε χάρη ρε, που δεν έχω διάθεση να σας μαυρίσω το ποινικό μητρώο πρωτοχρονιάτικα» μας είπε. «Πάρτε δρόμο και μην σας ξαναπετύχω με ζάρια στα χέρια, γιατί θα σας τα κόψω απ’ τους αγκώνες. Συνεννοηθήκαμε;» Έσκυψε, μάζεψε όλα τα λεφτά που υπήρχαν στο πάτωμα, τα «κανε ένα μασούρι και τα ‘βαλε στη βρεγμένη τσέπη του Αμερικανού: «Go, go… ας το διάολο κι εσύ, λεχρίτη» του είπε και τον έσπρωξε έξω.
Εκείνο το ξημέρωμα πρωτοχρονιάς, ο μουσκεμένος Αμερικανούλης όχι μόνο ξαναπήρε πίσω τα λεφτά του, αλλά κέρδισε κι όλα τα δικά μας. Έτσι είναι το ζάρι, κύριοι. Άτιμο.
* Ο Δημήτρης Καμπουράκης είναι δημοσιογράφος
protagon.gr