Οι Ρεθεμνιώτες είχαν ένα μοναδικό τρόπο να «κλέβουν» μια του χάρου. Σκάρωναν φάρσες η μια παρέα στην άλλη χωρίς να περιμένουν την Πρωταπριλιά που ήταν η μεγάλη γιορτή της φάρσας.
Μερικές φορές οι φάρσες αυτές ήταν πολύ χοντροκομμένες. Κι όμως τέλειωναν με γέλιο και με κανένα καστοστάρι αν το σήκωνε η τσέπη τους. Από τις παρέες που φημίζονταν για τις φάρσες τους ήταν αυτή του άρχοντα Θεμιστοκλή Βαλαρή.
Και τι δεν κατέβαζε ο νους τους προκειμένου να γελάσουν. Πάντα όμως με καλή διάθεση και χωρίς καμιά πρόθεση να γελάσουν.
Ένα χαριτωμένο περιστατικό έχουμε από την εποχή που λειτουργούσε και κινηματογράφος στο θέατρο «Ιδαίον Άντρο». Μια καινοτομία πραγματικά του περίφημου επιχειρηματία, Χαράλαμπου Σπανδάγου, που μόλις είχαν ανακαλύψει οι αδελφοί Lumiere τον κινηματογράφο, αγόρασε μια από τις πρώτες κινηματογραφικές μηχανές και την εγκατέστησε στο μέχρι τότε θέατρο. Ήταν ο πρώτος κινηματογράφος στην Ελλάδα. Μετά από χρόνια ακολούθησε το «Αττικόν» στην Αθήνα.
Ο Σπανδάγος όμως εκτός από δαιμόνιος επιχειρηματίας ήταν και χαριτωμένος φαρσέρ. Και η «πλάκα» που έκανε ένα καταχείμωνο στην παρέα του έμεινε στη μνήμη των παλιών Ρεθεμνιωτών για καιρό.
Είχε λέει πλακώσει βαρυχειμωνιά, που τους είχε αποκλείσει όλους από ξηράς και από θαλάσσης. Τι να κάνουν; Σκότωναν τις ώρες άπρακτοι περιμένοντας να καταλαγιάσει το κύμα και να επικοινωνήσουν ξανά με τον κόσμο. Ένα βράδυ εκείνου του χειμώνα η παρέα του Θεμιστοκλή Βαλαρή καθόταν σ’ ένα ταβερνάκι και έπινε το κρασάκι της με ραπανάκι για μεζέ.
Κι εκεί που τα έπιναν ακούνε τον Πεντεφούντη να ειδοποιεί ότι στις 7 θα έπαιζε ο κινηματογράφος καινούργιο έργο. Χαράς Ευαγγέλια για τη νεολαία που είχε βαρεθεί την απομόνωση.
Επειδή όμως τους φαινόταν και παράξενο πως μέσα σε τόση βαρυχειμωνιά ο κινηματογράφος έπαιζε και μάλιστα καινούργιο έργο, έστειλαν ένα θαρραλέο από την παρέα για να βεβαιωθεί.
Εκείνος κουκουλώθηκε καλά καλά κι έσπευσε να «ανακρίνει» τον Πεντεφούντη που συμπλήρωσε τις πληροφορίες με τον τίτλο του έργου Λεγόταν «Παγίδα».
Η παρέα δεν έχασε καιρό. Αψηφώντας το κρύο πήγε στον κινηματογράφο και περίμενε την έναρξη της προβολής.
Η απουσία κόσμου δεν προβλημάτισε την συντροφιά. Ποιος άλλος θα άφηνε τη ζεστασιά του σπιτιού του και να τρέχει στον κινηματογράφο εκτός από τους ίδιους που διψούσαν για ζωή και κίνηση;
Επειδή καθυστερούσε η έναρξη βάλανε και τις φωνές του Σπανδάγου, υποχρεώνοντάς τον να αρχίσει. Όπως κι έγινε.
Μα τι ήταν αυτό που βλέπανε; Ούτε αρχή είχε, ούτε μέση, ούτε και τέλος. Ένα συνονθύλευμα εικόνων που δεν είχαν καμιά λογική συνοχή. Αγανακτισμένοι οι νεαροί βάλανε τις φωνές και σηκωθήκανε να φύγουνε. Στην πόρτα είδαν το Σπανδάγο… σκασμένο στο γέλια.
«Τι ήταν αυτό βρε Χαραλάμπη; Μας κοροϊδεύεις;».
«Παγίδα» φίλοι μου. Αυτός δεν ήταν ο τίτλος του έργου; Εκεί που καθόμουν λοιπόν άπρακτος σκέφτηκα να ενώσω μερικά ρετάλια από ταινίες και να σας «παγιδέψω». Ελάτε τώρα να σας δώσω πίσω τα χρήματα. Κι έκανε να βάλει το χέρι στην τσέπη γελώντας ακόμα με τη φάρσα του.
Η παρέα όμως, χωρίς να θυμώσει, είχε καλύτερη ιδέα για την αποζημίωσή της. Πήρε τον Σπανδάγο και κατέληξαν στο ταβερνάκι για να συνεχίσουν τη βραδιά. Όσο για το λογαριασμό φυσικά τον πλήρωσε ο Χαραλάμπης και μάλιστα με την καρδιά του.
Ο περίφημος «Κόκκινος»
Για να σκαρώσεις μια φάρσα πρέπει να διαθέτεις φαντασία. Γιατί και το ψέμα θέλει τον τρόπο του. Αρκετά μαθήματα έδωσε ως τώρα ο βίος και η πολιτεία του βαρόνου Κάρολου Φρειδερίκου Ιερώνυμου φον Μινχάουζεν, αλλά το Ρέθυμνο δεν τα χρειάστηκε ποτέ, γιατί μπροστά στον «Κόκκινο» ο βαρόνος κατέβαινε κατηγορία ασυζητητί. Διαφορετικά γιατί να τον αναφέρουν οι πιο γνωστοί από τους παλιούς χρονογράφους του τόπου και μάλιστα να τον έχει απαθανατίσει στους νοσταλγικούς στίχους του και ο Γιώργης Καλομενόπουλος:
Λίγο κουτσός, κοκκινωπός,
μουστακαλής κι αρρενωπός,
με πετεινού παράστημα
Γλυκού νερού ψευτονταής
στο Ρέθεμνος «καπανταής»
λίγο κοντός στ’ ανάστημα.
Χρόνια και χρόνια καφετζής
ή στου Ζαμπράκο μπουφετζής
«Καφέ Αμάν», «Περβόλα».
Να λέει τσούκους φοβερούς
να κάνει όρκους τρομερούς
πως είν’ αλήθεια όλα.
Όπως επιβεβαιώνει και ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις», ο Μανόλης Χαμαράκης, με το παρανόμι «Κόκκινος» γιατί ήταν κοκκινοτρίχης, δεν ήταν συνηθισμένος καφετζής. Γενικά ήταν ένας έξυπνος, ετοιμόλογος άνθρωπος και στη συζήτησή του σοβαρός και μετρημένος. Αδυναμία του να παριστάνει τον καπετάνιο κι ας του έλειπε το μπόι κι ας κούτσαινε. Σερμαγιά για το μαγαζί του που διέθετε και… μπιλιάρδο, ήταν οι φαντασιώσεις του. Αρκεί να του έδινε αφορμή πελάτης του και αράδιαζε στη στιγμή τερατολογίες που «έστελναν» την παρέα…
Ένας ήρωας με φαντασία
Ακροατής του περιστασιακά και ο Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις, που αναφέρει για τον Κόκκινο, ότι καταγόταν από την Πηγή. Γνωστή και ιστορική η οικογένειά του ήταν από τις πρώτες του τόπου. Ο Μανόλης στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου ήταν οκτώ χρόνων. Κι ευτυχώς δηλαδή γιατί αν ήταν μεγαλύτερος, σύμφωνα με δηλώσεις του, αργότερα στο καφενείο, όποτε το έφερνε η κουβέντα, ήξερε τον τρόπο να… σφάξει τον Μουσταφά Πασά και να ελευθερώσει τον τόπο. (Προμηθεύς ο Πυρφορος τ.37).
Σαν πρώτο του κατόρθωμα αναφέρεται η τιμωρία Τούρκου που επιχείρησε να τον προσβάλει. Αν και ήταν σωματώδης και χεροδύναμος, ο Γκαρδιακός όπως τον έλεγαν, ο Χαμαράκης τον ακινητοποίησε, τον ευνούχισε και παρουσιάστηκε μετά στην πλατεία της Πηγής, νικητής με τρόπαιο το μαχαίρι του που έσταζε αίμα. Όσο για τη χαμένη αντροσύνη του Τούρκου λέγεται ότι απετέλεσε λίαν ευπρόσδεκτο «μεζέ» σκύλου, που περνούσε τυχαία από την περιοχή του ηρωικού συμβάντος.
Κι ενώ ο φουκαράς ο Κόκκινος καμάρωνε για το κατόρθωμά του, κάποιοι φαρμακόγλωσσοι βιάστηκαν να διαδώσουν ότι ένας ψόφιος… γάιδαρος ήταν το θύμα. Ισχυρίζονταν μάλιστα ότι είχαν δει τη μαχαιριά στο επίμαχο σημείο.
Κι ήρθε στο Ρέθυμνο
Κάποια στιγμή ο Μανόλης κατάλαβε ότι δεν χωρούσε πια στο χωριό και πήρε το δρόμο για την πόλη. Εκεί θα μπορούσε άνετα να αφήσει την φαντασία του να καλπάσει. Και να δεις που στάθηκε τυχερός γιατί η πρώτη του απόπειρα έπεσε σε… «στοιχειωμένο» καράβι.
Μετά το εντυπωσιακό αυτό ντεμπούτο, άρχισε να συγκεντρώνει γύρω του τα πρώτα «πειραχτήρια» του τόπου που είχαν «μυριστεί» λαυράκι.
Είχε κι ένα τρόπο ο αφιλότιμος να κρατά το ακροατήριό του. Και ποιος θα άφηνε στη μέση μια αφήγηση όπου ο Κόκκινος παραξενεμένος για το καράβι που τις νύχτες γινόταν άφαντο, αποφάσισε να μπει με τα όπλα του και να λύσει το μυστήριο.
Κι όταν έπεσε βαθειά νύχτα τρεις άντρες και μια γυναίκα φάνηκαν. Και μόλις πήδηξαν μέσα, το πλοίο άρχισε να… πετά. Προορισμός ήταν το Μισσίρι. Εκεί οι παράξενοι ταξιδιώτες προμηθεύτηκαν… κουκιά και πρωί πρωί το καράβι ήταν και πάλι στη θέση του. Είχε και ο Μανόλης κάνει τις προμήθειές του, γιατί βρέθηκε σε ένα σπαρμένο με κριθάρι χωράφι που αν και ήταν Γενάρης μήνας έδειχνε έτοιμο για θερισμό.
Περίεργη εξαφάνιση
Στις Κρητικές επαναστάσεις 1895 – 1898 ο Μανόλης χάθηκε. Φάνηκε ξανά το 1898. Κι όταν ρωτήθηκε γιατί χάθηκε και δεν τον είδαν σε καμιά μάχη, εκείνος τους κοίταξε με οίκτο. Με άφατη περιφρόνηση τους είπε ότι τον είχαν καλέσει στον Άγιο Μύρο για βοήθεια κι εκείνος δεν μπορούσε να τους αρνηθεί. Κατάφερε μάλιστα να μπει στο τούρκικο στρατόπεδο χωρίς να γίνει αντιληπτός και να… σφάζει Τούρκους ανενόχλητος. Κάποια στιγμή λαβώθηκε βαριά και ο γιατρός που τον εξέτασε διέταξε να τον μεταφέρουν επειγόντως στο νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας. Εκεί έγινε καλά αλλά σκέφτηκε να εξαφανιστεί μήπως και τον αναγνωρίσει κάποιος Τούρκος και πάρει εκδίκηση για τους σκοτωμένους. Έμεινε ωστόσο εγκλωβισμένος στην Αίγυπτο και δεν μπόρεσε να έρθει να βοηθήσει τον τόπο του. Μάζεψε λεφτά και να τον. Μόνο ακόμα κούτσαινε από το λαβωμένο πόδι του.
Και άλλα κατορθώματα
Άλλα κατορθώματα της φαντασίας του Κόκκινου μας μεταφέρει ο Καλομενόπουλος στη σειρά των ποιημάτων του για το παλιό Ρέθυμνο.
Μας είπε πάλι μια βολά
δίχως καθόλου να γελά
κάποια ψευτιά μια γιάρδα
πως είδε παίχτη δυνατό
με καραμπόλες εκατό
σε δυο μαζί μπιλιάρδα.
Μιλούσε για αερικά
(κάποτε έβλεπε μερκά)
μιλούσε για δαιμόνια.
Και πως τον παίρνανε συχνά
-αυτό κανείς δεν το ξεχνά-
έλεγε… τα τελώνια.
Και μάλιστα κάποια βολά
εις της Σκαλέτας τα νερά
με άγρια σοροκάδα
μια νύχτα μαύρη σκοτεινή
με μια βαρκούλα με πανί
του έκαμαν… βαρκάδα.
Και τι δεν κατέβαζε το κεφάλι του ευφάνταστου Μανόλη. Για γυμνασμένους ψύλλους, για ομιλούντες σκύλους, μέχρι και για ένα κροκόδειλο τους μίλησε που είχε δει στην Αίγυπτο και θα ήταν ίσαμε… δέκα μέτρα. Μια άλλη φορά είδε στο βάθος του ορίζοντα, πέρα από τη θάλασσα, ένα βοσκό να περπατά στα κύματα. Σε λίγο όμως συνειδητοποίησε έντρομος πως ήταν το κεφάλι ενός τεράστιου ψαριού, που χρειάστηκε μια μέρα να περάσει το σώμα του και κατά το βράδυ πέρασε και η… ουρά του.
Το αδύναμο σημείο του Κόκκινου ήταν να καθυστερεί ο πελάτης να δώσει παραγγελία. Λεπτομέρεια που την ήξεραν οι παρέες των φαρσέρ πελατών του και την αξιοποιούσαν δεόντως μέχρι να τον νιώσουν ότι βράζει από κρυμμένο θυμό. Κι όταν έδιναν πια την πολυπόθητη παραγγελία, εκείνος φρόντιζε να τους σερβίρει μια ιστορία ανάλογη με την περίπτωση. Αν τώρα ο υπερβάλλων ζήλος τον έφερνε πέρα από τα εσκαμμένα κι η παρέα τον «έκραζε», εκείνος φρόντιζε να αποκαταστήσει το γόητρό του στη γλώσσα του λιμανιού.
Μια ιστορία για τον Καφφάτο
Εκείνα που ήταν θαυμάσια ήταν τα παραμύθια του. Ήταν γεμάτα περιπέτεια και απρόβλεπτες καταστάσεις. Από τους τακτικότερους πελάτες του καφενείου του ήταν ο εκδότης της εφημερίδας «Βήμα» Λυκούργος Καφφάτος. Μια μέρα, που ήταν ο μοναδικός πελάτης ζήτησε από τον Κόκκινο μια ιστορία για τον Κήπο. Φυσικά δεν εννοούσε τον σημερινό, που τότε ήταν νεκροταφείο των Τούρκων, αλλά εκείνον που βρισκόταν σε λόφο, ο οποίος ισοπεδώθηκε και στη θέση του κτίστηκε το σημερινό Τελωνείο. Ο λόφος αυτός μέχρι και το 1889 ήταν οχυρωμένος και χρησίμευε για την προστασία του λιμανιού. Εκεί με την επιστροφή του από την Αλεξάνδρεια ο Κόκκινος λειτουργούσε το καφενείο του.
Τι να πει λοιπόν στον εκδότη για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του; Σκέφτηκε λίγο και μετά αφού πήρε ξανά τη διαβεβαίωση ότι δεν επρόκειτο να δημοσιευθεί η ιστορία του, μίλησε για μια τρύπα που είχε ανοίξει ο ίδιος κι όταν αποφάσισε να διαπιστώσει τι μπορούσε να κρύβει βρέθηκε σε ένα περιβάλλον αχανές γεμάτο δαιμόνια… Έκανε το σταυρό του και συνέχισε να προχωρεί μέχρι που είδε φως ημέρας και άκουσε φωνές γυναικών (ήταν χανούμισσες). Αμέσως κατάλαβε ότι έφτασε σε πηγάδι. Περίμενε να φύγουν οι γυναίκες και μετά πατώντας από πέτρα σε πέτρα βγήκε στην επιφάνεια. Και τι να δει; Είχε φτάσει στη Φορτέτζα!
Δεν άντεξε ο Καφφάτος.
– Μα η Φορτέτζα απέχει 100 μέτρα του παρατήρησε. Κι εσύ έκανες μια νύχτα;
Ο Κόκκινος κούνησε καταφατικά το κεφάλι με μεγάλη σοβαρότητα. Κι όταν ο εκδότης του ζήτησε να τον πάει στην πέτρα για να δει κι εκείνος το αξιοπερίεργο, που άκουσε λίγο πριν, ο Κόκκινος του είπε απλά να ψάξει να τη βρει μόνος του. Και γύρισε ατάραχος στον πάγκο του.
Τελικά ποτέ δεν είπε μιαν αλήθεια ο άνθρωπος αυτός; θα αναρωτηθείτε. Βεβαίως Και ιδού πως και πότε, σύμφωνα με τον Καλομενόπουλο αυτή τη φορά.
Ήρθαν γεράματα βαθιά
σβησμένη ολότελα η ματιά
πάψαν τα παραμύθια
«Ψεύτης ο κόσμος βρε παιδιά
έλεγε με βαριά καρδιά
η μόνη που πε… αλήθεια.
Έραψαν τις φούστες για να γελάσουν
Μια από τις μεγάλες πλάκες που σκάρωνε η «ψιλή φωτιά» των αρχών του περασμένου αιώνας μας περιγράφει στα ποιήματά του ο μεγάλος μας βάρδος του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη και η εκκλησία των Εισοδίων ήταν γεμάτη. Ανάμεσά τους και κυρίες μεγάλων οικογενειών του Ρεθύμνου που φορώντας τα κρινολίνα τους έδιναν μια πινελιά αρχοντιάς και μεγαλοπρέπειας στον ιερό χώρο.
Η παρέα του Γιώργη Καλομενόπουλου «διαβολάκια» με όλη τη σημασία της λέξης, για να περάσουν την ώρα τους και να γελάσουν πήραν κλωστή και βελόνα και ένωσαν τις φούστες κυριών που έχοντας κουραστεί από την πολύωρη ακολουθία έπαιρναν έναν υπνάκο εκεί στα όρθια. Αδύνατον να περιγραφεί τι έγινε όταν με το «Δι ευχών» έκαναν να φύγουν. Πώς να προχωρήσουν όμως που η μια τραβούσε την άλλη. Οι μόνο που έβαλαν φτερά στα πόδια τους ήταν οι μικροί διάβολοι χωρίς να κρατούν και τα γέλια τους για το κατόρθωμα τους που αναστάτωσε ολόκληρο εκκλησίασμα.
Ο Γιαμπουδάκης στο …τηλέφωνο
Από τις φάρσες που ακόμα αναφέρουν μερικοί υπερήλικες σήμερα Ρεθεμνιώτες ήταν αυτή με πρωταγωνιστή έναν υπέροχο καλοσυνάτο συμπολίτη, έναν άνθρωπο «όξω καρδιά» που διατηρούσε κατάστημα στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων.
Ένα πρωί χτυπάει το τηλέφωνο και κάποιος του ζητά να φωνάξει το …Γιαμπουδάκη στο τηλέφωνο. Αφηρημένος ο ήρωάς μας βγαίνει στην πόρτα και βάζει φωνή…
«Γιαμπουδάκηηηης Τηλέφωνο».
Όλη η πλατεία σπάραξε από τα γέλια. Κι όταν κατάλαβε ο φίλος μας ότι κάποιος αθεόφοβος ζητούσε το άγαλμα του ήρωα στο …τηλέφωνο γέλασε κι αυτός με τη σειρά του «κατεβάζοντας, όμως, και μερικά καντήλια» πάντα με καλή καρδιά…
Πηγές:
Γιώργη Καλομενόπουλου «Ποιήματα»
Θεμιστοκλή Βαλαρή: «Μια πόλη αναμνήσεις»
Εύας Λαδιά: Ιδαίον Άντρον: Το μοναδικό θέατρο στην Κρήτη -Ο πρώτος κινηματογράφος στην Ελλάδα
Εύας Λαδιά: Ανώτερος από τον βαρόνο Μινχάουζεν ο περίφημος «Κόκκινος».