Της Εύας Λαδιά
Η Απόκρια, ιδιαίτερα στους καιρούς μας, επιτρέπει ακρότητες που κάποτε ήταν κόλαφος για τον καθωσπρεπισμό.
Πάντα όμως, υπήρχαν… πρωτοπόροι που άφηναν το στίγμα τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι με τις όποιες τους «παλαβομάρες». Ένας από αυτούς ήταν και ο περίφημος Πεντεφούντης που κυριολεκτικά «ξεσάλωνε» στη διάρκεια της Αποκριάς, αδιαφορώντας παντελώς για την προσβολή της δημοσίας αιδούς.
Πεντεφούντης-παρατσούκλι, το βαφτιστικό Μιχάλης
μπέκρακας από τους λίγους και μπελάς απ’ τους μπελάδες
πουλητής εφημερίδων και διάσημος τελάλης
αναστάτωνε σοκάκια, δρόμους, κέντρα, μαχαλάδες.
Άρασε εις τις ταβέρνες σαν το βόδι στο γρασίδι
κι από το πρωί ως το βράδυ ήταν τύφλα στο μεθύσι.
Κάθε Απόκριες γδυνόταν και γινότανε τσιτσίδι
τον Αδάμ του Παραδείσου θέλοντας να παραστήσει.
(Γ. Καλομενόπουλος).
Ένας γραφικός τελάλης
Για τον πρωτοπόρο αυτό πλακατζή των άκρων μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες ο Κώστας Μαμαλάκης στη σειρά των αφηγημάτων του «Η πόλη που δεν σβήνει».
Το όνομα ήταν Μιχάλης Ψιλλάκης, αλλά τον εύρισκες με το παρατσούκλι «Παντεφούντης».
Ανήκε στη συμπαθή κατηγορία των τελάληδων όπως μας πληροφορεί επίσης ο βάρδος του Ρεθύμνου Γ. Καλομενόπουλος.
«Καπαιδώνη, Πεντεφούντη και το Γιάννη την «Κοιλιά»
Ραδιόφωνο τους είχε το εμπόριο παλιά».
Ο Πεντεφούντης όμως εκτός από τις ειδήσεις των εφημερίδων που με πολλά φραστικά ευρήματα βροντοφώναζε, αποτελούσε και το βαρόμετρο της πολιτικής κατάστασης. Ο χρωματισμός και η ένταση της φωνής του καθόριζαν τη σοβαρότητα του θέματος. Για παράδειγμα στο κραχ της λίρας με μια φράση έδωσε το γεγονός «Μπουμ η λίρα».
Και αθέμιτο ανταγωνισμό
Φαίνεται όμως ότι του άρεσε πολύ η φράση γιατί μετά του «κόλλησε» και τη χρησιμοποιούσε σαν επωδό στην κουβέντα του ακόμα και σε άσχετα θέματα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Πεντεφούντης δεν δίσταζε ακόμα να εφαρμόσει και… αθέμιτο ανταγωνισμό, αρκεί να έφερνε αποτέλεσμα στον πελάτη του. Είχε και το χάρισμα να εφευρίσκει ιδέες για πιο εντυπωσιακό τελάλισμα.
Μας αναφέρει σχετικά ο Καλομενόπουλος:
Διαλαλούσε ο τελάλης και με τρόπο πειστικό
έλεγε στους Ρεθεμνιώτες το μεγάλο ξαφνικό
«ΤουΤζών θα ‘ρθει το παπόρι το βραδάκι στις εφτά
και του συναγωνισμού τα δώρα πλούσια θα σας τα φέρει.
Για να κάνετε ταξίδι δεν χρειάζονται λεφτά
γιατί όλους τ’ επιβάτες…δωρεάν θα μεταφέρει»
Ξαποπίσω ο Πεντεφούντης κραύγαζε πιο δυνατά
Και τα λόγια του αντηχούσαν σαν καμπάνα που χτυπά.
«Ας τ’ ακούσει κάθε γέρος, κάθε νιος, κάθε παιδί
Και ο κάθε Ρεθεμνιώτης -που αλήθεια πάντα τούπα.
Το βραδάκι καταφθάνει το παπόρι του Γουδή
Όλοι οι επιβάτες… τζάμπα κι από πάνω και μια… σούπα!»
Φανατικός Βενιζελικός
Στη διαφήμιση των πλοίων κυριολεκτικά δεν πιανότανε. Έβαζε τα δυνατά του και αλώνιζε επανειλημμένα και ευσυνείδητα τους κεντρικούς δρόμους.
«Το ταχύπλουν και ηλεκτροφώτιστον θαλαμηγόν ατμόπλοιον «Κανάρης», αναχωρεί».
Όταν διαλαλούσε εκείνο το «Παραααααάρτημα» με την αγριοφωνάρα του κοψοχόλιαζε επί το πλείστον τους Ρεθεμνιώτες που περίμεναν με αγωνία τη βόμβα της είδησης που θα μπορούσε να περικλείει.
Όταν ήταν νηφάλιος, γιατί εθεωρείτο από τα πολύ γερά ποτήρια του Ρεθύμνου, ήταν Βενιζελικός για τους Βενιζελικούς και ουδέτερος για τους αντιβενιζελικούς.
Αλά όταν τα ‘χε κοπανήσει γερά-Βενιζελικός το φρόνημα άρχιζε να τραγουδά με φωνάρα βραχνή και στεντόρεια «Βενιζέλε μας πατέρα της πατρίδας…».
Σαν να μην έφτανε αυτό πήγαινε να κάνει κόντρα με τους αντιβενιζελικούς, τραγουδώντας και πετώντας στο τέλος το απαραίτητο «Μπουμ η λίρα».
Πέντε φούντια μυαλό
Έτσι πορευόταν και έθρεφε οικογένεια ο Πεντεφούντης.
Πως του κόλλησαν αυτό το παρατσούκλι;
Ο Μαμαλάκης υποθέτει από τη λέξη «φούντι» που αποτελεί υποδιαίρεση ρώσικης μονάδας μετρήσεως. Εκείνη την εποχή οι Ρώσοι που ζούσαν στο Ρέθυμνο χρησιμοποιούσαν αυτή τη μονάδα μέτρησης. Και το παρατσούκλι του Ψιλλάκη υποδήλωνε την ποσότητα του μυαλού του κατά τους συμπολίτες του που του αναγνώριζαν μόνο πέντε φούντια μυαλό.
Κάποια φορά που άλλαξε η μόδα, οι γυναίκες έκοψαν τα μαλλιά τους, οι άντρες ψαλίδισαν άγρια το μουστάκι κι ο Πεντεφούντης δεν μπορούσε να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός:
«Ήρθε η μόδα Φαραώ
και ‘κόψαν τις πλεξούδες
κι οι άντρες τα μουστάκια τους
και γίνανε μαϊμούδες -μπουμ η λίρα.
Πολλές φορές τους κολλούσε στον τοίχο με τις ατάκες του
«Την υγειά μου να ‘χω ‘γω κι από νου πορεύομαι».
Ένας άκακος άνθρωπος
Ήμερος σαν αρνί και καλοκάγαθος δεν θύμωνε, δεν αγρίευε είχε υποταχθεί στη μοίρα του, παρά τη σφαλιάρα που έπεφτε σύννεφο συχνά από τους ρηχούς, που ήθελαν να διασκεδάσουν.
Ντυμένος με μια φθαρμένη χακί φορεσιά και με γοβάκια που έπλεαν μέσα τα γυμνά του πόδια, βάδιζε γέρνοντας λίγο εμπρός, το μικρό κορμί του με μεγάλες δρασκελιές, ενώ πίσω στο ένα του αυτί είχε στηρίξει ένα κλαδί βασιλικό ή ένα καντιφέ και στο άλλο τσιγάρο. Κρατούσε κάτω από την αριστερή μασχάλη του το δέμα με τις εφημερίδες, ενώ το άλλο χέρι το είχε τεταμένο κουνώντας το ρυθμικά.
Μα αυτό τον τρόπο μπορούσε να χαιρετά βγάζοντας την τραγιάσκα του, όταν συναντούσε αξιοσέβαστα πρόσωπα, ή να την πετά στον αέρα όταν ζητωκραύγαζε.
Δάκρυα για το Αρκάδι
Σε μια θεατρική παράσταση για το Αρκάδι που δινόταν στον πέργιαυλο της Νεραζτές, έδωσε το «παρών» πληρώνοντας με αξιοπρέπεια και το εισιτήριό του.
Κάθισε αλλά δεν κράτησε για πολύ η σοβαρότητά του. Εκεί στα καλά καθούμενα πέταξε ψηλά την τραγιάσκα του φωνάζοντας «Ζήτω τ’ Αρκάδι» και φυσικά «μπουμ η λίρα» κι έπειτα πάλι ηρέμησε.
Άλλωστε ξεκίνησε η παράσταση. Ο Πεντεφούντη δεν έβγαλε άχνα. Μόνο τον είδαν δυο τρεις φορές να σκουπίζει τα μάτια του που είχαν πλημμυρίσει δάκρυα.
Ένας σοβαρός οικογενειάρχης
Είχε κι άλλη περίεργη πλευρά ο Πεντεφούντης.
Μια φορά το χρόνο ανήμερα του Πάσχα έβαζε το μοναδικό του τριμμένο κοστούμι, έπαιρνε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά και σοβαρός σοβαρός ακουμπούσε όλα τα φιλοδωρήματα που είχε μαζέψει τις άγιες μέρες στον αμαξά που είχε την καλύτερη άμαξα για μια βόλτα μέχρι τον Πλατανιά.
Και τι περίεργο… Κανένας δεν τολμούσε τότε να τον κοροϊδέψει. Για μια φορά το χρόνο ήταν ένας αξιοσέβαστος οικογενειάρχης… Κι όμως έφτασε και στο έσχατο σημείο εξευτελισμού για ένα τσουβάλι αλεύρι που θα έδινε για καιρό ψωμί στην οικογένεια…
Μια απάνθρωπη πλάκα
Κάθε τελευταία Απόκρια ο Πεντεφούντης αποτελούσε μια έξαλλη νότα ευθυμίας και εξωφρενισμών.
Κυκλοφορούσε το πρωί ντυμένος στο χακί με μια μάσκα στο πρόσωπο και στο κεφάλι εκείνο το μαύρο, σκληρό, γυαλιστερό με κάτι σαν μικρό θόλο καπέλο. Του το είχαν χαρίσει και το φορούσε χρονιάρες μέρες και στα μεγάλα του κέφια.
Άρχιζε να πίνει -κερασμένο το κρασί λόγω της μέρας- και μέχρι το βράδυ γινόταν σταφίδα.
Κατά το απόγευμα άρχιζε τις μεταμφιέσεις.
Γινόταν αράπης βάφοντας το μούτρο του με μαύρο βερνίκι.
Μια φορά τις τελευταίες απόκριες ένα βραδάκι του υποσχεθήκαν ένα ολόκληρο τσουβάλι αλεύρι χάσικο αν έβγαινε στο δρόμο -εν αδαμιαία περιβολή.
Σε ζαχαροπλαστείο της οδού Αρκαδίου έγιναν οι διαπραγματεύσεις. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, γιατί εκείνη την εποχή ο κόσμος κυριολεκτικά έλεγε το ψωμί ψωμάκι. Αλλά και να γδυθεί; Ντροπή….
Για πρώτη φορά αγρίεψε στη ζωή του.
-Ίντα εντεψίδικα πράματα είναι αυτά; Μα πιωμένοι είστε πατριώτες; Κι ύστερα το χάψι αποκριάτικα δεν το σκέφτεστε; Τσιτσίδι μωρέ στον κόσμο;
Μυρίστηκαν την πλάκα και οι άλλοι από γύρα κι άρχισαν να ενισχύουν την πρόταση, αγγίζοντας το φουκαρά στις πιο ευαίσθητες χορδές του. Έφεραν μπροστά του και το τσουβάλι για να το βλέπει.
-Μιχάλη έλα στα συγκαλά σου. Φαρίνα μωρέ είναι το βραβείο. Κατέεις πόσους παράδες πιάνει;
Θα στένεις τσικάλι ένα μήνα και θα πέψεις και τα δυο σου κοπέλια στο σχολείο.
Εκεί πια ο Πεντεφούντης λύγισε.
Να μπορέσει λέει να στείλει τα κοπέλια του στο σχολείο. Το να ήταν εφτά και το άλλο δέκα. Να τον ε πάρει βιβλία να γενούνε ανθρώποι. Χριστέ μου να μη φτάξουνε τα δικά του χάλια τα βασανισμένα.
Έβγαλε συλλογισμένος το καπέλο και ‘ξυσε τη φαλάκρα του.
-Εντάξει μωρέ. Αλλά με μια συμφωνία. Να μου βρείτε φούμο να μαυρίσω το κορμί μου και δεν θα βγω από τη μεγάλη αγορά που δεν πέφτει βελόνα χάμαι από τον κόσμο αλλά από τη μεριά τση προκυμαίας που ‘ναι ο κόσμος λίγος.
Έγιναν δεκτοί οι όροι και εκείνος παρουσιάστηκε σε λίγο ολόγυμνος και μαυρισμένος με φούμο, κοίταξε τουρτουρίζοντας από το κρύο και ντροπιασμένος, δεξά ζερβά κι ύστερα αλαφιασμένος πήρε φόρα βγήκε την προκυμαία και σαν δρομέας έκανε διαδρομή 100 μέτρων και γύρισε στην αφετηρία.
Αφού ντύθηκε ήρθε η ψυχή του στη θέση της.
-Το τσουβάλι μωρέ που είναι; ρώτησε με λαχτάρα.
-Νάτο Μιχάλη δικό σου είναι.
Αγκάλιασε σαν τρελός από χαρά το τσουβάλι και πήρε δρόμο βροντοφωνάζοντας «μπουμ η λίρα».
Κάθε Αποκριά γδυνόταν
Ο Κώστας Μαμαλάκης αναφέρει ότι αυτό το ξεγύμνωμα στην καρδιά της αποκριάς έγινε για το τσουβάλι με το αλεύρι μια και μόνο φορά.
Ο Καλομενόπουλος πάλι το αναφέρει σαν ετήσια συνήθεια.
«Κάθε Απόκριες εγδυνόταν και γινότανε τσιτσίδι»
Ποιος ξέρει; Σημασία έχει ότι ο γραφικός αυτός τύπος πέθανε μεθυσμένος. Και πολύ χαριτωμένα κλείνει το κεφάλαιο αναφοράς του ο Κώστας Μαμαλάκης.
Όσοι τον καταφρόνεψαν, τον χλεύασαν, τον καρπάζωσαν στη γη, άμα τον συναντήσουν έκπληκτοι λαμπρά αποκατεστημένο στα ουράνια δώματα, θα διαπιστώσουν ότι ανεξίκακος πάντα ο Πεντεφούντης δεν τους κρατά κακία.
Ο Μιχάλης- είχε αποκατασταθεί και στο πραγματικό του όνομα- σκασμένος στα γέλια θα περιοριστεί μόνο να τους πειράξει άκακα πετώντας τους κατάμουτρα ένα «Μπουμ βρε η λίρα…».