Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης θα εξετάσουν το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, του χρηματοδοτικού κενού και της εκταμίευσης των επόμενων δόσεων του δανείου προς την Ελλάδα.
Για την επαναφορά του χρέους σε βιώσιμο επίπεδο, τέσσερις λύσεις εξετάζονται:
1. Μειώσεις επιτοκίων στα διακρατικά δάνεια
2. Επαναγορά ελληνικών ομολόγων ύψους 10 δισ. Στο σημείο αυτό νεότερες πληροφορίες αναφέρουν ότι η ιδέα αυτή, δηλαδή η επαναγορά ελληνικού χρέους από ιδιώτες επενδυτές σε έκπτωση, τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση, εξαιτίας της πρόσφατης αύξησης στις τιμές των ομολόγων: «Εάν οι τιμές είναι πολύ υψηλές, τότε δεν μπορεί να γίνει», δήλωσε αξιωματούχος στο Reuters.
3. Επιστροφή στην Ελλάδα του 75% των κερδών κερδών που αναμένουν να λάβουν από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
4. Πάγωμα της πληρωμής τόκων στο EFSF.
Για θετικά μηνύματα σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα μίλησε ο πρωθυπουργός, στη συνέντευξη Τύπου, μετά το τέλος της συνόδου κορυφής, στις Βρυξέλλες, δίνοντας παράλληλα έναν τόνο αισιοδοξίας, τόσο για το θέμα της εκταμίευσης της δόσης, όσο και το αμέσως επόμενο, κρίσιμο ζήτημα, της συμμετοχής της χώρας μας στα κονδύλια συνοχής.
Η συζήτηση για τον Προϋπολογισμό 2014-2020 της ΕΕ δεν κατέληξε σε συμφωνία, υπήρξε μια προσέγγιση και η συζήτηση θα συνεχιστεί σε νέα Σύνοδο στις αρχές του 2013. Με αυτή τη φράση αποτύπωσε ο Αντώνης Σαμαράς, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις Βρυξέλλες, τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής.
Για τα κονδύλια Συνοχής για την Ελλάδα που προβλέπονταν να ανέλθουν στα 11,2 δισ. ευρώ, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι δώσαμε μάχη για να υπάρξει μια ειδική ρύθμιση για την Ελλάδα και στο πλαίσιο αυτό ανακοίνωσε ότι υπάρχει πρόταση του προέδρου της ΕΕ, Χέρμαν βαν Ρομπάι, να αυξηθεί το ποσό αυτό κατά 20%.
Η μάχη συνεχίζεται και επιδιώκουμε να πάρουμε περισσότερα ποσά, συμπλήρωσε και πρόσθεσε ότι βρίσκεται σε συνεργασία με άλλες χώρες με κοινά συμφέροντα για τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Όσον αφορά την εκταμίευση της δόσης, ο κ. Σαμαράς σημείωσε ότι είχε μια σειρά συζητήσεων με ομολόγους του και αξιωματούχους της ΕΕ, τονίζοντας ότι οι συνομιλίες θα συνεχιστούν μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι τη συνεδρίαση του Γιουρογκρούπ της ερχόμενης Δευτέρας.
Επίσης, ο πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι έχει σταματήσει να ακούγεται ότι για όλα φταίει η Ελλάδα και επισήμανε ότι η Ελλάδα έχει θερμούς υποστηρικτές.
Την ελπίδα ότι οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης θα καταλήξουν τη Δευτέρα σε συμφωνία για την Ελλάδα εξέφρασε η Γερμανίδα καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, σε δηλώσεις της μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ.
«Τρέφω μεγάλες ελπίδες ότι τη Δευτέρα θα μπορέσουμε να επιλύσουμε το ζήτημα της οικονομικής δόσης προς την Ελλάδα», δήλωσε απόψε η καγκελάριος κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στις Βρυξέλλες. «Είπα πως θα θέλαμε να το επιλύσουμε τη Δευτέρα, δεν έχω ακόμη τη λύση», διευκρίνισε η Μέρκελ.
«Όλοι ανεξαιρέτως μέσα στο Eurogroup έχουν κατανοήσει την επείγουσα ανάγκη» να δοθεί βοήθεια στην Ελλάδα, δήλωσε επίσης, υπογραμμίζοντας την άμεση ανάγκη που έχει η ελληνική οικονομία για πιστώσεις το συντομότερο, για ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα, ή για την αποπληρωμή των κρατικών οφειλών, όπως και για «επιδοτήσεις που θα βοηθήσουν την ανάπτυξη».
Ωστόσο, η Μέρκελ στη συνέντευξή της απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο για διαγραφή του τμήματος του ελληνικού χρέους που διακρατείται από τους δημόσιους πιστωτές, κατά τα πρότυπα που ακολουθήθηκαν για τις τράπεζες στις αρχές του 2012.
«Είναι κατά οποιασδήποτε διαγραφής του χρέους και θέλω να βρεθεί μία άλλη λύση», υπογράμμισε η Μέρκελ.
Νωρίτερα, ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος της Γερμανίας Γκέοργκ Στράιτερ είχε δηλώσει ότι «μπορεί κανείς να είναι σχετικά αισιόδοξος κοιτάζοντας προς τη Δευτέρα», διευκρινίζοντας πως «δεν έχουμε, πλέον, να κάνουμε με προβλήματα σχετικά με το περιεχόμενο, αλλά κυρίως με τεχνικά προβλήματα».
Την αισιοδοξία του εξέφρασε και ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών Μάρτιν Κότχαους, ο οποίος σημείωσε ότι «η βούληση όλων να βρουν λύση είναι μεγάλη», συμπληρώνοντας, ωστόσο, ότι «υπάρχει ακόμη λίγη δουλειά να γίνει ως τη Δεύτερα».
Ο κ. Κότχαους είπε ακόμα ότι «βρισκόμασταν σίγουρα πολύ κοντά ο ένας στον άλλον κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας. Διαπιστώνω σε όλες τις πλευρές, σε όλους τους συμμετέχοντες, μια πολύ μεγάλη βούληση για συνεργασία».