Τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε καθημερινά ακραίες φωνές να αποτελούν μέρος του λόγου των δυο κυρίαρχων σήμερα, πολιτικών σχηματισμών. Σαν να διαγκωνίζονται οι δύο «μεγάλοι» ποιος θα εκφράσει τα δύο άκρα δυνατότερα.
Τούτο έχει εξήγηση και συμβαίνει γιατί και οι δυο «μεγάλοι» προσπαθούν από τη μια μεν να απλωθούν προς το κοινωνικό και πολιτικό κέντρο για να αυξήσουν το κοινό τους αλλά ταυτόχρονα δε να διατηρήσουν και την επαφή τους με τα άκρα τους, τα οποία τους τροφοδοτούν με κρίσιμες – για αυτούς τους δυο – κοινωνικές μάζες. Ειδικότερα, όσο ο ένας χρησιμοποιεί όλο και περισσότερες εκφράσεις και απόψεις του ενός άκρου τόσο σύρει και τον άλλο να αποταθεί ακόμα περισσότερο στο δικό του άκρο.
Μέσα από την ακραία αυτή ρητορική, τείνει να γίνει «κανονικότητα» το να μπαίνουν στη δημόσια συζήτηση αυτές οι ακραίες απόψεις. Τείνουν να θεωρηθούν απόψεις της μεγάλης μάζας καθώς εκφέρονται από τα μεγάλα πολιτικά κόμματα.
Το τελευταίο θεωρώ είναι και το πλέον επικίνδυνο για τη «κανονική κανονικότητα». Γιατί δεν μπορούν να αποτελούν κανονικότητα οι ακραίες φωνές. Η κοινωνία δεν μπορεί να συζητάει με όρους των άκρων αν θέλει να προχωράει.
Η «μαζικοποίηση» σε πρώτη φάση και η «κανονικοποίηση» σε δεύτερη φάση αυτών των ακραίων απόψεων συμβαίνει για έναν πολύ απλό λόγο.
Γιατί εκλείπει από το πολιτικό σύστημα ο πολιτικός εκείνος χώρος που θα κάνει απολύτως διαυγές και διαρκώς ξεκάθαρο πως ακραίες απόψεις δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε αυτόν ούτε από τα δεξιά ούτε από τα αριστερά του.
Λείπει εκείνος ο «πολιτικός εξισορροπιστής» θα έλεγα σχηματικά που θα επέτρεπε τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στη κοινωνία κυρίαρχα να ισορροπήσει πέρα από τις ακραίες απόψεις. Ο χώρος εκείνος που θα επέτρεπε στους πολίτες να μείνουν πέρα από σχηματισμούς που εγκολπώνουν ακραίες σκέψεις ή πράξεις. Απουσιάζει εκείνος ο πολιτικός χώρος που θα λειτουργεί κεντροβαρικά ως προς τα δύο άκρα που προσπαθούν να εντάξουν τη δική τους άποψη στη καθημερινή πολιτική ατζέντα.
Τούτο έχει εξήγηση και συμβαίνει γιατί και οι δυο «μεγάλοι» προσπαθούν από τη μια μεν να απλωθούν προς το κοινωνικό και πολιτικό κέντρο για να αυξήσουν το κοινό τους αλλά ταυτόχρονα δε να διατηρήσουν και την επαφή τους με τα άκρα τους, τα οποία τους τροφοδοτούν με κρίσιμες – για αυτούς τους δυο – κοινωνικές μάζες. Ειδικότερα, όσο ο ένας χρησιμοποιεί όλο και περισσότερες εκφράσεις και απόψεις του ενός άκρου τόσο σύρει και τον άλλο να αποταθεί ακόμα περισσότερο στο δικό του άκρο.
Μέσα από την ακραία αυτή ρητορική, τείνει να γίνει «κανονικότητα» το να μπαίνουν στη δημόσια συζήτηση αυτές οι ακραίες απόψεις. Τείνουν να θεωρηθούν απόψεις της μεγάλης μάζας καθώς εκφέρονται από τα μεγάλα πολιτικά κόμματα.
Το τελευταίο θεωρώ είναι και το πλέον επικίνδυνο για τη «κανονική κανονικότητα». Γιατί δεν μπορούν να αποτελούν κανονικότητα οι ακραίες φωνές. Η κοινωνία δεν μπορεί να συζητάει με όρους των άκρων αν θέλει να προχωράει.
Η «μαζικοποίηση» σε πρώτη φάση και η «κανονικοποίηση» σε δεύτερη φάση αυτών των ακραίων απόψεων συμβαίνει για έναν πολύ απλό λόγο.
Γιατί εκλείπει από το πολιτικό σύστημα ο πολιτικός εκείνος χώρος που θα κάνει απολύτως διαυγές και διαρκώς ξεκάθαρο πως ακραίες απόψεις δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε αυτόν ούτε από τα δεξιά ούτε από τα αριστερά του.
Λείπει εκείνος ο «πολιτικός εξισορροπιστής» θα έλεγα σχηματικά που θα επέτρεπε τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στη κοινωνία κυρίαρχα να ισορροπήσει πέρα από τις ακραίες απόψεις. Ο χώρος εκείνος που θα επέτρεπε στους πολίτες να μείνουν πέρα από σχηματισμούς που εγκολπώνουν ακραίες σκέψεις ή πράξεις. Απουσιάζει εκείνος ο πολιτικός χώρος που θα λειτουργεί κεντροβαρικά ως προς τα δύο άκρα που προσπαθούν να εντάξουν τη δική τους άποψη στη καθημερινή πολιτική ατζέντα.
Τη «δουλειά» αυτή στο παρελθόν την έκανε το ΠΑΣΟΚ. Έχοντας ξεκαθαρίσει τις αποστάσεις του από τις ακραίες θέσεις, ειδικά μετά το 1977, όριζε τον χώρο στον οποίο κινούνταν οι κύριες απόψεις που έμπαιναν στη δημόσια συζήτηση. Και αυτό είχε σαν συνέπεια και η ΝΔ να υποχρεώνεται κατά κάποιο τρόπο να σύρεται σε αυτή την οριοθέτηση των συζητήσεων. Ακραίες απόψεις δεν επιτρέπονταν από τη ΝΔ προκειμένου να μην απομακρύνεται από το λεγόμενο «κοινωνικό κέντρο» στο οποίο απευθύνονταν το ΠΑΣΟΚ μέσα από τον ήπιο και χωρίς ακραίες εκφάνσεις πολιτικό του λόγο.
Και σήμερα, είναι εκείνος ακριβώς ο πολιτικός χώρος που εδώ και χρόνια λέμε πως χωρίς αυτόν η χώρα μπαίνει πάντα σε περιπέτειες. Η δημοκρατική παράταξη που απέχει εξίσου από τα αριστερά και τα δεξιά άκρα σήμερα είναι απούσα. Ο χώρος που όποτε ήταν ζωντανός ισορροπούσε τη κοινωνία και τις απόψεις της.
Και τα αποτελέσματα τα ζούμε καθημερινά. Δυστυχώς.
Το κενό πρέπει να καλυφθεί γρήγορα. Για να επιτρέψουμε στην κοινωνία να επιστρέψει στην «κανονική κανονικότητα» μιας πραγματικά δημοκρατικής, ευρωπαϊκής, σύγχρονης και προοδευτικής χώρας.
Και σήμερα, είναι εκείνος ακριβώς ο πολιτικός χώρος που εδώ και χρόνια λέμε πως χωρίς αυτόν η χώρα μπαίνει πάντα σε περιπέτειες. Η δημοκρατική παράταξη που απέχει εξίσου από τα αριστερά και τα δεξιά άκρα σήμερα είναι απούσα. Ο χώρος που όποτε ήταν ζωντανός ισορροπούσε τη κοινωνία και τις απόψεις της.
Και τα αποτελέσματα τα ζούμε καθημερινά. Δυστυχώς.
Το κενό πρέπει να καλυφθεί γρήγορα. Για να επιτρέψουμε στην κοινωνία να επιστρέψει στην «κανονική κανονικότητα» μιας πραγματικά δημοκρατικής, ευρωπαϊκής, σύγχρονης και προοδευτικής χώρας.