Η αβεβαιότητα, η απαισιοδοξία και το αρνητικό κλίμα που επικρατούν στον επιχειρηματικό κλάδο της Ελλάδας, αποτυπώνεται και στον επιχειρηματικό κόσμο του Ρεθύμνου, μέσα από έρευνα που πραγματοποίησε το Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο και παρουσιάστηκε χθες.
Οι τοπικές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μορφής την οποία έχουν, πλήττονται από την οικονομική κρίση σε μεγάλο βαθμό και δεν βλέπουν πολλά περιθώρια αναστροφής της υφιστάμενης κατάστασης τουλάχιστον άμεσα.
Στην πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα, της οποίας το ερωτηματολόγιο συνέταξε ο επιστημονικός σύμβουλος του Επιμελητηρίου και διενεργήθηκε κατόπιν προσωπικών συναντήσεων με τους επιχειρηματίες, συμμετείχε ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων. Συνολικά, μετείχαν 475 επιχειρήσεις της πόλης και της ενδοχώρας που στην συντριπτική τους πλειοψηφία (430) λειτουργούν περισσότερα από τρία χρόνια.
Τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο ποσοστό των ντόπιων επιχειρηματιών, είναι: η έλλειψη ρευστότητας (32,5%), η έλλειψη πελατείας (18%), ο ανταγωνισμός ( 9,2%) και το γεγονός ότι είναι μικρή η τοπική αγορά (επίσης 9,2%).
Στον αντίποδα, ένα πολύ μικρό ποσοστό επιχειρηματιών του Ρεθύμνου, δηλώνουν πως δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα στην επιχείρηση τους (μόλις το 1,1%-28 επιχειρήσεις).
Οι επιχειρήσεις, επιθυμούν και θα ήθελαν την στήριξη του Επιμελητηρίου, του οποίου είναι μέλη, στην κατεύθυνση που καθεμία θεωρεί ότι θα είναι περισσότερο επωφελής για την ανάπτυξή της. Κατά σειρά προτίμησης εμφανίζονται οι παρακάτω προτιμήσεις: κατάθεση επενδυτικής πρότασης για κάποια από τα μελλοντικά προγράμματα χρηματοδότησης επιχειρήσεων (16%), διαφήμιση (14%), απόκτηση ενημερωτικού υλικού για τη λειτουργία της επιχείρησης (14%), κατάρτιση του προσωπικού τους (13%).
Επιδείνωση των δεικτών του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνται αλλά και επιδείνωση των δεικτών της δικής τους επιχείρησης, βλέπουν για το επόμενο διάστημα η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρηματιών του Ρεθύμνου, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας.
Ειδικότερα:
Το 84,3% βλέπει μείωση της κερδοφορίας του κλάδου (2% βλέπει αύξηση και 13,6% στασιμότητα), και σε ποσοστό 79,5% μείωση της κερδοφορίας της δικής τους επιχείρησης (3,8% προβλέπει αύξηση και 16,7% στασιμότητα).
Το 72,4% βλέπει μείωση του κύκλου εργασιών του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται (5,8% αύξηση και 21,8% στασιμότητα) και παράλληλα σε ποσοστό 64% μείωση του κύκλου εργασιών της δικής τους επιχείρησης (7,9% αύξηση και 28,1% στασιμότητα).
Σε ποσοστό 68,5% οι επιχειρηματίες βλέπουν μείωση της απασχόλησης του κλάδου τους (1,6% αύξηση και 29,9% στασιμότητα), ενώ όσον αφορά τη δική τους επιχείρηση το 37,1% θεωρεί πως θα έχει μείωση, ένα μεγάλο ποσοστό όμως της τάξης του 59,2% εκτιμά πως θα παραμείνει στάσιμη η απασχόληση (αύξηση βλέπει μόνο το 3,6%).
Στο θέμα των τιμών, όσον αφορά τις επιχειρήσεις του κλάδου, το 44,1% των επιχειρηματιών του Ρεθύμνου εκτιμούν πως θα υπάρξει μείωση (43,6% στασιμότητα και 12,3% αύξηση), ενώ σε ότι αφορά τις δικές τους επιχειρήσεις και τις τιμές πώλησης το 39,6% προβλέπει μείωση, ωστόσο ένα μικρό μεν αλλά όχι αμελητέο ποσοστό επιχειρηματιών της τάξης του 10,5% βλέπει αύξηση των τιμών στην επιχείρησή τους (49,9% απάντησε για στασιμότητα).
Αναλυτικά
«Γονατίζει» τους επιχειρηματίες η έλλειψη ρευστότητας στην αγορά
Το 84,3% των ερωτηθέντων προσβλέπει σε μείωση των κερδών του επιχειρηματικού κλάδου
Η έλλειψη ρευστότητας αποδεικνύεται πως αποτελεί το μεγαλύτερο αγκάθι για τους επιχειρηματίες του νομού Ρεθύμνου σε μια από τις δυσκολότερες οικονομικά συγκυρίες, όπου τα προβλήματα που δημιουργούνται είναι αλυσιδωτά.
Το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, οι μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις δημιουργεί μια αρνητική εικόνα στην αγορά και τις τοπικές επιχειρήσεις, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων εκτιμά πως η απουσία ζεστού χρήματος ευθύνεται κατά κύριο λόγο για την οικονομική ζημία των καταστημάτων τους.
Οι εκτιμήσεις μάλιστα για το τζίρο είναι ακόμη πιο απαισιόδοξες, με μείωση των κερδών του κλάδου να προβλέπει το 84,3% των ερωτηθέντων, ενώ ατομικά για την επιχείρηση το ποσοστό αυτό περιορίζεται στο 79,5%.
Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το ΕΒΕ Ρεθύμνου το τρίμηνο Αυγούστου-Οκτωβρίου συμμετείχαν συνολικά 500 επιχειρήσεις τόσο από την πόλη όσο και από τις παραλιακές περιοχές και την ενδοχώρα του νομού, οι οποίες μέσω προσωπικής συνέντευξης απάντησαν στα ερωτήματα του Επιμελητηρίου. Τα συμπεράσματά της άλλωστε αντικατοπτρίζουν την γενικότερη εικόνα που επικρατεί στην αγορά σε επίπεδο χώρας.
Σύμφωνα με αυτή το 32,5% των ερωτηθέντων επιχειρηματιών θέτει ως βασικότερο πρόβλημα την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, ενώ ακολουθεί το ζήτημα της μειωμένη πελατείας με ποσοστό 18% και στην συνέχεια το μικρό μέγεθος της αγοράς και ο αυξημένος ανταγωνισμός με ποσοστό 9,5%.
Στην κατάταξη των σημαντικότερων προβλημάτων για το επιχειρείν ακολουθούν τα νομικά και φορολογικά θέματα με 8,8%, κάτι αναμενόμενο, δεδομένων των επιβαρύνσεων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις το παρόν διάστημα. Ένα επίσης σημαντικό πρόβλημα για τους επιχειρηματίες είναι η γραφειοκρατία (8,9%), ενώ με σαφώς μικρότερα ποσοστά ακολουθούν τα προβλήματα στελέχωσης ανθρωπίνου δυναμικού (3%), οι σχέσεις με τους προμηθευτές (2,8%) και οι ελλείψεις σε παραγωγικό εξοπλισμό (2,6%). Οι επιχειρήσεις που δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα ανέρχονται σε ποσοστό μόλις 1,1% του συνόλου.
Ενδεικτικό της αρνητικής εικόνας και ταυτόχρονα απαισιόδοξο στοιχείο για το επιχειρείν στο Ρέθυμνο είναι το γεγονός πως αν και ένα σημαντικό ποσοστό των επιχειρήσεων που φτάνει στο 16,6%, δηλαδή 78 στον αριθμό έχει κενές θέσεις εργασίας εν τούτοις η 1 στις 3 από αυτές και ακόμα περισσότερες εξετάζουν το ενδεχόμενο να προχωρήσουν σε μειώσεις-απολύσεις προσωπικού. Ειδικότερα, η πρόβλεψη για την μείωση του προσωπικού των επιχειρήσεών τους καταγράφεται σε ανησυχητικό υψηλό ποσοστό στις τουριστικές περιοχές εκτός πόλης και συγκεκριμένα στο 69,8% έναντι του 32% για αυτές το Ρεθύμνου και 41% για τις επιχειρήσεις του υπόλοιπου τμήματος του νομού.
Απογοητευμένοι και απαισιόδοξοι εμφανίζονται στην πλειοψηφία τους οι επιχειρηματίες σε ότι έχει να κάνει με το μέλλον της επιχείρησής τους δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Ένα συντριπτικό ποσοστό της τάξης του 64% εκτιμά πως η κίνηση θα περιοριστεί ενώ μόλις το 7,9% πιστεύει ότι θα επέλθει αύξηση. Αντίστοιχα είναι και τα στοιχεία σε ότι έχει να κάνει με το τζίρο των επιχειρήσεων, αφού ποσοστό της τάξης του 79,5% προβλέπει μείωση, το 16,7% στασιμότητα και μόλις το 3,8% αύξηση.
Σε ότι έχει να κάνει με τις τιμές πώλησης, για την εθνική οικονομία το 44% προβλέπει στασιμότητα, αντίστοιχα το 44,1% μείωση, ενώ αύξηση των τιμών το 12,3%. Τα αντίστοιχα ποσοστά όσον αφορά την πορεία των τιμών των πωλήσεων της επιχείρησης, καταγράφονται ως εξής: στασιμότητα 49,9%, μείωση 39,6% και αύξηση 10,5%.
Σε σχέση με τις επιπτώσεις από μία ενδεχόμενη έξοδο της χώρας από τη ζώνη του ευρώ οι επιχειρηματίες εμφανίζονται ανήσυχοι και προβληματισμένοι, καθώς η πλειοψηφία αυτών, δηλαδή το 71%, θεωρεί το σενάριο αυτό καταστροφικό, ενώ θετικό αντίκτυπο άμεσα ή σε βάθος χρόνου θεωρεί ότι θα έχει το 29% περίπου των επιχειρηματιών.
Αντίστοιχα ως προς τα αποτελέσματα για τη βιωσιμότητα της επιχείρησής τους, θετικά θεωρούν ότι θα είναι σε ποσοστά 33%, ενώ αρνητικά ή καταστροφικά το 64%, ενώ μια μικρή μειοψηφία θεωρεί ότι κάτι τέτοιο δεν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο.
Στην ερώτηση που αφορά στις πολιτικές της νέας διακυβέρνησης της χώρας σε σχέση με τα χρόνια προβλήματα της εθνικής οικονομίας, οι επιχειρηματίες θεωρούν, σε σημαντικό ποσοστό, ότι τόσο η μέχρι στιγμής κυβερνητική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης κινείται προς λάθος κατεύθυνση, όσο και ότι η κρίση θα ενταθεί. Ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό θεωρεί επίσης ότι η τρικομματική κυβέρνηση έχει τις προθέσεις να δώσει βιώσιμες λύσεις, ενώ εκτιμήσεις για το ότι η πολιτική που ασκείται κινείται σε λάθος κατεύθυνση, εκφράζει το 37,1 τοις εκατό των ερωτηθέντων.
Αισιόδοξα κρίνονται τα στοιχεία που έχουν να κάνουν με την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων σύμφωνα με τους εκπροσώπους του Επιμελητηρίου Ρεθύμνου, καθώς προέκυψε ότι δύο στις δέκα, δηλαδή το 19,8% δραστηριοποιείται ήδη σε διάφορες περιοχές της χώρας, ενώ 30 επιχειρήσεις δηλαδή το 6,4% πραγματοποιούν εξαγωγές.
Επίσης θετικό κρίνεται από το Επιμελητήριο το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες ενδιαφέρονται για το ΕΣΠΑ, κυρίως σε προγράμματα που έχουν να κάνουν με τις επενδύσεις και την ενίσχυση της ρευστότητας.
Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες αναγνωρίζουν την ανάγκη απόκτησης επιπλέον γνώσεων για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησής τους με τα υψηλότερα ποσοστά να συγκεντρώνουν οι γνώσεις γύρω από τις νέες τεχνολογίες, καθώς και εκείνες που αφορούν στην εξέλιξη των κλάδων στην διεθνή και εγχώρια αγορά. Είναι σίγουρα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μόλις το ένα 22,3% των επιχειρηματιών αγοράζει ή πουλάει προϊόντα ή υπηρεσίες για την επιχείρησή του μέσω διαδικτύου – B2B, ενώ ένα παρόμοιο ποσοστό (23,9%) προγραμματίζει επιχειρηματική δραστηριοποίηση στο διαδίκτυο τους επόμενους δώδεκα μήνες.
Πιο συγκεκριμένα στην ερώτηση για ανάγκη κατάρτισης των ίδιων των εργοδοτών ένα σημαντικό ποσοστό αυτών (64,2%) απάντησαν θετικά, ενώ ακόμη υψηλότερο είναι το αντίστοιχο ποσοστό αυτών που θεωρούν ότι το προσωπικό τους έχει ανάγκη κατάρτισης (68,5%). Σε ότι αφορά τα περισσότερο δημοφιλή γνωστικά αντικείμενα ως εργοδότες θεωρούν σημαντικότερα το μάρκετινγκ, τις ξένες γλώσσες τις πωλήσεις και τη διαφήμιση, ενώ ακολουθούν η διοίκηση προσωπικού και η κοστολόγηση. Σε ότι αφορά τους εργαζόμενους στην επιχείρησή τους τα πλέον δημοφιλή γνωστικά αντικείμενα σχετίζονται με τις πωλήσεις, τις ξένες γλώσσες και τις μεθόδους επικοινωνίας.
Οι επιχειρηματίες θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα την υποστήριξη εκ μέρους του Επιμελητηρίου στην κατάθεση επενδυτικής πρότασης για κάποιο από τα μελλοντικά προγράμματα χρηματοδότησης επιχειρήσεων σε ποσοστό 84,5%, ακολουθεί η υποστήριξή τους για τη διαφήμιση των επιχειρήσεών τους, η απόκτηση του ενημερωτικού υλικού (έντυπων οδηγών) για τη λειτουργία των επιχείρησης που έχει ήδη καταρτίσει το Επιμελητήριο, καθώς και η κατάρτιση του προσωπικού τους αλλά και η ανάπτυξη νέων συνεργασιών με επιχειρήσεις-προμηθευτές. Σημαντικό ποσοστό θετικών απαντήσεων περιλαμβάνει και η υποστήριξη στην ανάπτυξη νέων αγορών για τα προϊόντα τους εντός Ελλάδος (43%).
Στη διάρκεια της χθεσινής παρουσίασης της έρευνας ο επιστημονικός σύμβουλος του ΕΒΕΡ Θοδωρής Τσαούλης σχολιάζοντας επιγραμματικά τα αποτελέσματα της έρευνας μεταξύ άλλων, ανέφερε: «Σε ότι αφορά την αποτύπωση του επιχειρηματικού κλίματος η έρευνά μας δεν διαφέρει από αυτές που γίνονται σε πανελλαδικό επίπεδο. Εντοπίσαμε κάποια ευρήματα, τα οποία μας εξέπληξαν αισιόδοξα. Υπάρχουν περισσότερες επιχειρήσεις από όσες θα περίμενε κανείς, οι οποίες είναι εξωστρεφείς, πάνω από το 20% πραγματοποιούν πωλήσεις σε αγορές εκτός Ρεθύμνου. Επίσης παρά το αρνητικό κλίμα υπάρχουν πάρα πολλές επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται για επενδυτικά προγράμματα και ενίσχυση της ρευστότητας μέσω ΕΣΠΑ. Για μένα το πλέον απαισιόδοξο είναι η πρόβλεψη για μείωση της απασχόλησης σε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων, καθώς μία στις τρεις εξετάζει την μείωση του προσωπικού της. Παράλληλα ενώ υπάρχουν επιχειρήσεις με κενές θέσεις εργασίας εξετάζουν το ενδεχόμενο να προχωρήσουν σε μείωση του προσωπικού. Αυτό σημαίνει ότι ειδικά οι παραγωγικές επιχειρήσεις έχουν προφανή μείωση της ζήτησης, σημαίνει ότι λόγω μείωσης του εισοδήματος και λόγω της δικής μας καταναλωτικής συμπεριφοράς αυτές οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να στηριχθούν επαρκώς».
Σε δηλώσεις του ο αντιπρόεδρος του ΕΒΕ Ρεθύμνου Μανόλης Ψαρουδάκης, μεταξύ άλλων υπογράμμισε «Η ρεθεμνιώτικη αγορά όπως και όλες οι περιφερειακές αγορές, αν δεν ρυθμιστεί το θέμα της ρευστότητας, είτε με διευκολύνσεις είτε με ρυθμίσεις δανείων και αν δεν ενεργοποιηθούν προγράμματα και δεν ρυθμιστούν θέματα όπως είναι το παρεμπόριο, οι λαϊκές αγορές και οι προσφορές, νομίζω θα παραμείνει σε αυτά τα χαμηλά επίπεδα. Υπάρχουν ευκαιρίες και πράγματα που πρέπει να γίνονται αλλά δεν γίνονται. Το να είμαστε αποσβολωμένοι περιμένοντας να δούμε αν θα ‘ρθει η δόση ή όχι χωρίς να κάνουμε τίποτα έχει σημαντικές επιπτώσεις. Υπήρχαν πράγματα που μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς να ξοδέψουμε ούτε ένα ευρώ. Δεν υπάρχει αποφασιστικότητα στο κράτος και οι υπηρεσίες δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε».
Πιο έντονα φαίνεται πως αντιμετωπίζουν την οικονομική κρίση οι επιχειρήσεις της ενδοχώρας όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της έρευνας, καθώς εκεί τα προβλήματα φαντάζουν περισσότερα. Η πρόβλεψη για μείωση του προσωπικού των επιχειρήσεων καταγράφεται σε ανησυχητικά υψηλό ποσοστό: στις τουριστικές περιοχές εκτός πόλης: 69,8% έναντι 32% για αυτές του Ρεθύμνου και 41% για τις επιχειρήσεις του υπόλοιπου τμήματος του Νομού.
Εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις της ενδοχώρας κρίνουν σε υψηλότερα ποσοστά ως θετικό το αποτέλεσμα από μία ενδεχόμενη έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη από ότι οι επιχειρήσεις της πόλης του Ρεθύμνου, τόσο για την εθνική οικονομία όσο και για τις επιχειρήσεις τους.
Επιπλέον, φαίνεται πως έχουν μεγαλύτερη ανάγκη προβολής και προώθησης των προϊόντων τους κάτι που αναδεικνύεται από την αξιοποίηση της συμμετοχής τους σε κλαδικές εκθέσεις που ενδιαφέρει ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 50%.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις της ενδοχώρας είναι αυτοαπασχολούμενες, καθώς στις μη τουριστικές περιοχές το ποσοστό αυτών είναι σαφώς υψηλότερο (39,6%) σε σχέση με αυτών του Ρεθύμνου και των τουριστικών περιοχών -29,7% και 33% αντίστοιχα. Αναφορικά με τον τομέα δραστηριότητάς τους, στην πόλη του Ρεθύμνου οι εμπορικές είναι σαφώς περισσότερες 63,9% απ’ ότι στο σύνολο της ενδοχώρας (44%) ή στις τουριστικές περιοχές -37,7%. Οι μεταποιητικές όπως είναι φυσικό χωροθετούνται σε αυτήν σε ποσοστό διπλάσιο απ’ ότι στην πόλη.
Εκεί που καταγράφεται σημαντική διαφορά είναι στο εκπαιδευτικό επίπεδο του απασχολούμενου προσωπικού: οι απόφοιτοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στις επιχειρήσεις της πόλης είναι ποσοστιαία σαφώς περισσότεροι σε σχέση με αυτούς των επιχειρήσεων εκτός Ρεθύμνου, ενώ αντίστροφα οι εργαζόμενοι απόφοιτοι δημοτικού στην ενδοχώρα είναι διπλάσιοι από αυτούς του Ρεθύμνου: 36% έναντι 18,8%.
Κενές θέσεις εργασίας υπάρχουν σε ποσοστό 22,2% στις επιχειρήσεις εκτός Ρεθύμνου έναντι 12% σε αυτές της πόλης, δεδομένο που καταδεικνύει τόσο την αδυναμία λειτουργίας σε πλήρη δυναμικότητα στις επιχειρήσεις αυτές όσο και τη δυσκολία εξεύρεσης επαρκούς εργατικού δυναμικού.
Ο σκοπός της έρευνας ήταν να αντλήσει συμπεράσματα για:
1ον: Υφιστάμενη κατάσταση των επιχειρήσεων (αριθμός προσωπικού, ύπαρξη κενών θέσεων εργασίας, διείσδυση των τεχνολογιών πληροφορικής, κλπ.).
2ον: Εξωστρέφεια και δυναμισμό των επιχειρήσεων: εξαγωγικός προσανατολισμός, ανάγκες για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους κλπ.).
3ον: Αποτύπωση του επιχειρηματικού κλίματος δηλαδή των εκτιμήσεων των επιχειρηματιών για την πορεία βασικών μεγεθών τόσο της επιχείρησής τους όσο και της εθνικής οικονομίας αλλά και την αξιολόγηση από αυτούς των μέχρι στιγμής ακολουθούμενων πολιτικών.
4ον: Καταγραφή των δράσεων υποστήριξης των επιχειρήσεων που οι επιχειρηματίες επιθυμούν από το Επιμελητήριο να αναλάβει, σε τοπικό επίπεδο, με γνώμονα των καλύτερο σχεδιασμό των παρεχόμενων προς αυτούς υπηρεσιών.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον Αύγουστο μέχρι και τον Οκτώβριο. Επιλέχθηκαν συνολικά 500 επιχειρήσεις εκ των οποίων συμμετείχαν 475. Από το σύνολο των επιχειρήσεων του Νομού Ρεθύμνης, συμμετείχαν 273 ατομικές επιχειρήσεις (57,5%), 99 Ο.Ε. (20,8%), 58 Α.Ε. (12,2%), 31 Ετερόρρυθμες Εταιρείες (6,5%), 11 Ε.Π.Ε. – 2,3% ενώ τρεις ακόμη είχαν άλλη νομική μορφή, κύρια συνεταιρισμοί. Ως προς τη νομική μορφή λοιπόν, το ποσοστό των ατομικών επιχειρήσεων καταγράφεται σαφώς υψηλότερο των υπολοίπων.
Το συντριπτικό μέρος από τις επιχειρήσεις της έρευνας, σε ποσοστό 92,7% είναι παλαιές, λειτουργούν δηλαδή ήδη περισσότερο από τρία έτη.