Απογοητευτική χαρακτηρίζεται από τους εμπόρους η κατάσταση που επικρατεί στην τοπική αγορά του Ρεθύμνου. Απουσία ρευστότητας, αδυναμία δανειοδότησης, υπέρογκα χρέη, έλλειψη αγοραστικής δύναμης σε συνδυασμό με την υπέρμετρη φορολογία έχουν οδηγήσει τους επιχειρηματίες του κλάδου σε αδιέξοδο ενώ ο φόβος για «κύμα» λουκέτων τους αμέσως επόμενους μήνες είναι μεγάλος.
Ειδικότερα η αύξηση της φορολογίας των κερδών από 26% σε 29%, ο ΦΠΑ 24%, η προκαταβολή φόρου στο 30% και η αύξηση της εισφοράς των επιχειρηματιών στον ΟΑΕΕ κατά 20% συνεπάγεται όπως λένε χαρακτηριστικά τη φορολόγηση του 80% των εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων.
Με το 20% του συνόλου του τζίρου τους που απομένει στο ταμείο των εμπόρων, αδυνατούν όπως λένε ακόμα και να καλύψουν τα λειτουργικά τους έξοδα (μισθοδοσία προσωπικού, νερό, ρεύμα, τηλέφωνο), με αποτέλεσμα με μαθηματική ακρίβεια να οδηγούνται σε λουκέτο.
Οι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις έρχονται να προστεθούν σε μια περίοδο όπου η αγορά κυριολεκτικά «μαραζώνει» σε ένα περιβάλλον οκταετούς ύφεσης, με βασικό χαρακτηριστικό την έλλειψη ρευστότητας και την απουσία τραπεζικής δανειοδότησης, δημιουργώντας συνθήκες στις οποίες ακόμα και οι συνεπείς επιχειρηματίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν.
Σε αυτό το αρνητικό περιβάλλον η τουριστική σεζόν αλλά και η παρατεταμένη περίοδος εκπτώσεων του καλοκαιριού δεν έδειξε να αποδίδει τα αναμενόμενα αποτελέσματα για την κατανάλωση, ενώ ούτε η αυξημένη τουριστική κίνηση ήταν ικανή να δώσει την απαραίτητη τόνωση στην αγορά με το κλίμα να χαρακτηρίζεται αρνητικό και τον προβληματισμό να είναι διάχυτος στον κλάδο των εμπόρων.
Οι ενδιάμεσες εκπτώσεις του Νοεμβρίου που θα ξεκινήσουν την επόμενη Τετάρτη 1 Νοεμβρίου και θα διαρκέσουν δυο εβδομάδες, πραγματοποιούνται σε μια δύσκολη περίοδο, κατά την οποία η εμπορική κίνηση βρίσκεται σε ύφεση με τους καταναλωτές να εμφανίζονται συγκρατημένοι έως φειδωλοί στις αγορές τους.
Η συγκεκριμένη ενδιάμεση περίοδος μπορεί να συμβάλλει επικοινωνιακά στην τόνωση της ψυχολογίας του καταναλωτή αλλά, όπως λένε οι έμποροι, οι προσδοκίες για την όποια ενίσχυση της αγοραστικής κίνησης είναι περιορισμένος.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου το διάστημα κατά το οποίο διεξάγονται οι ενδιάμεσες εκπτώσεις διαμορφώνεται μέσα από εισήγηση των εμπόρων στην αντιπεριφέρεια. Στο Ρέθυμνο ο εμπορικός κόσμος έχει αποφασίσει το διάστημα αυτό να είναι τον Μάιο και τον Νοέμβριο σε αντίθεση με άλλους συλλόγους που κάνουν τις ενδιάμεσες εκπτώσεις τον Γενάρη και τον Μάιο.
Ωστόσο παρά τα υψηλά ποσοστά εκπτώσεων, τα οποία σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου θα προσφερθούν από τις πρώτες μέρες, εν τούτοις οι ίδιοι κρατούν μικρό καλάθι, θεωρώντας ότι το πρόβλημα δεν είναι οι τιμές αλλά το γεγονός ότι ο κόσμος δεν έχει χρήματα: «Από τις πρώτες μέρες τα ποσοστά των εκπτώσεων θα ξεκινούν από 30% και θα φτάνουν το 50%. Τα μαγαζιά δεν έχουν καθόλου κίνηση και οι εκπτώσεις αποτελούν για τους επιχειρηματίες ένα κίνητρο να προσελκύσουν καταναλωτές να κάνουν τα ψώνια τους. Όμως όσο χαμηλά και να ναι οι τιμές, πιστεύω ότι όσοι θέλουν να ψωνίσουν βρίσκουν εκπτώσεις και προσφορές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και υπό αυτή την έννοια θεωρώ ότι δεν θα έχει ενδιαφέρον αγοραστικό από τους καταναλωτές η ενδιάμεση εκπτωτική περίοδος. Σαν έμποροι δεν περιμένουμε τίποτα. Η αγορά δεν δούλεψε το καλοκαίρι, παρά την αυξημένη τουριστική κίνηση. Παρότι μας είχαν καλλιεργήσει προσδοκίες και όντως ήρθε πολύς κόσμος, εν τούτοις ο τζίρος μας παρέμεινε καθηλωμένος και έτσι τα δεδομένα είναι άσχημα και απαισιόδοξα για εμάς. Φοβόμαστε και ανησυχούμε για αύξηση των λουκέτων στην αγορά γιατί ενώ περιμέναμε ότι το καλοκαίρι θα «βγάζαμε κάποια «σπασμένα» του χειμώνα που πέρασε αυτό δεν έγινε και η κατάσταση είναι πολύ ζόρικη. Πολύ φοβάμαι ότι ο φετινός χειμώνας θα είναι πολύ χειρότερος από τον περσινό. Η κυβέρνηση διαρκώς επιβάλλει φόρους, ο κόσμος δεν ψωνίζει, ρευστότητα δεν υπάρχει, οπότε δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα και φοβάμαι ότι θα έχουμε πρόβλημα με συναδέλφους που θα δυσκολεύονται ακόμα και να προμηθευτούν νέο εμπόρευμα».
Η ΕΣΕΕ υπενθυμίζει στους εμπόρους πως σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις περί εκπτώσεων επιβάλλεται πρόστιμο ποσού ίσου με το 0,5% του ετήσιου κύκλου εργασιών και πάντως όχι κατώτερο από 5.000 ευρώ.
Σε περίπτωση που επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε ετών, το πρόστιμο αυξάνεται στο 3% του ετήσιου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Στην επιβαρυντική περίπτωση που οι εκπτώσεις είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές ως προς το ποσοστό τους ή ως προς την ακρίβεια των αναγραφόμενων τιμών ή ως προς την ποσότητα των προσφερόμενων με έκπτωση προϊόντων ή ενέχουν οποιασδήποτε μορφής απόκρυψη ή παραπλάνηση του καταναλωτή, επιβάλλεται πρόστιμο ποσού ίσου με το 1% του ετήσιου κύκλου εργασιών και πάντως όχι κατώτερο από 10.000 ευρώ.