«Καθίζηση» έχει υποστεί η αγορά ακινήτων τα τελευταία οχτώ χρόνια της κρίσης, όπου σε πανελλαδικό επίπεδο, καταγράφεται μείωση των τιμών που φτάνει το 40%, ενώ έχουν σχεδόν «παγώσει» οι αγοραπωλησίες λόγω έλλειψης ρευστότητας.
Στο Ρέθυμνο, η εικόνα είναι κάπως καλύτερη σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας, όπως εκτιμούν οι κτηματομεσίτες, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι προ κρίσης τα ακίνητα στη πλειοψηφία τους ήταν υπερτιμημένα και πλέον οι τιμές έχουν κατά κάποιο τρόπο επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα, ενώ η πτώση των τιμών είναι μικρότερη φτάνοντας το 30%.
Όπως υποστηρίζουν, αυτό οφείλεται από τη μια στην αυξημένη ζήτηση, κυρίως για γκαρσονιέρες και δυάρια, στα οποία επενδύουν ακόμα και σήμερα αρκετοί υποψήφιοι επενδυτές και από την άλλη στην απουσία ανέγερσης νέων οικοδομών, γεγονός που «φρενάρει» την μείωση των τιμών.
Ωστόσο, η αγορά και στον νομό μας, βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, ενώ ανασταλτικοί παράγοντες για τις αγοραπωλησίες, αποτελούν η αυξημένη φορολογία και η απουσία τραπεζικής δανειοδότησης.
Ειδικότερα, αν και σε γενικές γραμμές τα ακίνητα στο Ρέθυμνο δεν έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την αξία τους, ωστόσο όπως τονίζουν κτηματομεσίτες, η κρίση φέρνει και ευκαιρίες για υποψήφιους αγοραστές, που μπορούν να βρουν ακίνητο σε χαμηλή τιμή καθώς ο ιδιοκτήτης του για οικονομικούς λόγους ,είτε επειδή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις φορολογικές του υποχρεώσεις (ΕΝΦΙΑ κ.λπ.), είτε γιατί θέλουν να αποπληρώσει τα δάνεια τους τα διαθέτουν σε τιμή κάτω του κόστους.
Χαρακτηριστικά, μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο Νίκος Κασσωτάκης, κτηματομεσίτης, ανέφερε: «Η πτωτική πορεία στις τιμές των ακινήτων, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, φτάνοντας το 30-40% , λόγω της απουσίας τραπεζικής δανειοδότησης. Ιστορικά από το 2000 αν το δούμε, τότε που υπήρχε πακτωλός χρημάτων και οι τράπεζες χορηγούσαν δάνεια, είχε ανέβει η ζήτηση για ακίνητα στα ύψη και από ντόπιους και από ξένους. Αυτό ήταν το «μπουμ» της αγοράς, καθώς κάποια ακίνητα που στοίχιζαν για παράδειγμα 3εκ. δραχμές, ξαφνικά βρέθηκαν να πωλούνται 30.000 ευρώ, δηλαδή κοντά 10εκ. δραχμές. Νομίζω, ότι η αιτία ήταν καθαρά η υψηλή ζήτηση που υπήρχε, σε συνδυασμό με τις χρηματοδοτήσεις που δίδονταν από τις τράπεζες, άσχετα με την δυνατότητα του δανειολήπτη. Οι αγοραπωλησίες -όσες γίνονται σήμερα- θα έλεγα ότι είναι σε φυσιολογικά επίπεδα, διότι γίνεται διαπραγμάτευση από την προσφερόμενη τιμή και τελικά οι δυο πλευρές καταλήγουν σε μια τιμή, η οποία πλησιάζει στο φυσιολογικό, ας το πούμε. Όμως σε σχέση με το μηνιαίο εισόδημα, η τιμή είναι εξωπραγματική, με την έννοια ότι δεν μπορεί κανείς να πάρει ένα ακίνητο και να πληρώνει μια δόση ενός δανείου με το μισθό του. Είναι μια σχέση, η οποία μεταβάλλεται ανάλογα με το ύψος του μισθού και το κόστους του μηνιαίου δανείου. Αυτό που είναι βέβαιο είναι, ότι οι τιμές των ακινήτων εντός της πόλεως του Ρεθύμνου, δεν έχουν πέσει σε μεγάλο βαθμό, συγκριτικά τόσο με άλλες περιοχές της Κρήτης και της χώρας, όσο και με την ενδοχώρα, όχι όμως στα επίπεδα της Αθήνας όπου έχουν «ευτελιστεί» οι τιμές.
Ο κ. Κασσωτάκης, πρόσθεσε ότι οι όποιες αγοραπωλήσεις γίνονται τα χρόνια της κρίσης, αφορούν σε μικρά διαμερίσματα, τα οποία θέλουν να εκμεταλλευτούν οι υποψήφιοι αγοραστές στοχεύοντας στην ενοικίαση τους, κυρίως από φοιτητές. «Η αγορά στο Ρέθυμνο κινείται μόνο σε ό,τι αφορά τα μικρά διαμερίσματα, ωστόσο είναι έντονο το πρόβλημα με την ενοικίαση φοιτητικής στέγης λόγω απουσίας ακινήτων. Καινούριες οικοδομές δεν κτίζονται, καθώς δεν υπάρχουν πια οι απαιτούμενες χρηματοδοτήσεις. Άρα υπάρχει έλλειψη κατοικιών και τα ενοίκια έχουν πάρει την ανιούσα , αφού η αγορά δεν εξισορροπείται με καινούριες κατοικίες. Την ιδία στιγμή η φορολογία παίζει πολύ σημαντικό ρολό, γιατί πλέον κανείς δεν αγοράζει ακίνητο, το οποίο δεν του αποδίδει οικονομικά και επίσης δεν επενδύει σε κάτι στο οποίο δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε ό,τι αφορά την φορολογία».
Από την πλευρά του ο Ανδρέας Ανδρουλιδάκης, κτηματομεσίτης, ανέφερε ότι η αγορά ακινήτων συρρικνώνεται με γοργούς ρυθμούς, τονίζοντας μεταξύ άλλων:
«Υπάρχει πτώση στις τιμές των ακινήτων, που από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα ξεπερνά το 40%, στο Ρέθυμνο ωστόσο υπάρχει μια ιδιαιτερότητα, καθώς τα ακίνητα «κρατούν» τις τιμές τους έναντι άλλων περιοχών. Υπήρχε ωστόσο και υπερτίμηση των ακινήτων και η κατάσταση με την κρίση σε ό,τι αφορά τις τιμές εξισορροπήθηκε. Υπάρχουν ευκαιρίες για αγορές, όμως δεν υπάρχει πλέον αγοραστική δύναμη, λόγω της ιδιαίτερης ζήτησης, είτε της εσωτερικής μετανάστευσης, δηλαδή από τις μεγάλες πόλεις που έρχονται εδώ για να βρουν δουλεία, είτε γιατί η οικοδομική δραστηριότητα έχει «παγώσει» μετά την κρίση. Στο Ρέθυμνο, η πτώση των τιμών είναι μικρότερη σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα και ανέρχεται περίπου στο 30% ζήτηση σε ό,τι αφορά τα ακίνητα, δεν ξεπερνά επενδύσεις που φτάνουν τις 40.000 – 50.000 ευρώ, δηλαδή κάποιος έχει ένα τέτοιο ποσό και θέλει να το επενδύσει. Λόγω της απουσίας ενίσχυσης των τραπεζών, που δεν δίδουν αφειδώς δάνεια οι επενδύσεις αφορούν μικρά ακίνητα, όπως γκαρσονιέρες και δυάρια, όπου οι υποψήφιοι επενδυτές στοχεύουν περισσότερο, στην εκμετάλλευση και στην εξασφάλιση των χρημάτων που διαθέτουν λόγω της ζήτησης κατοικιών από τους φοιτητές. Η πραγματικότητα είναι, ότι η αγορά συρρικνώνεται με ραγδαίους ρυθμούς διότι η υπερφορολόγηση των ακινήτων είναι σε πολύ ψηλά επίπεδα σε σχέση ακόμα και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που έχει οδηγήσει σε στασιμότητα την αγορά. Το χειρότερο είναι ότι δεν βλέπουμε φως στον ορίζοντα, αλλά καθημερινά η αγορά «στραγγαλίζετε».
Μέσα σε 7 χρόνια οι τιμές έπεσαν ακόμα και 41%
Η αγορά ακινήτων είναι ένας από τους τομείς που έχει χτυπηθεί σχεδόν ανεπανόρθωτα από την κρίση.
Ενδεικτικό είναι, πως σύμφωνα με έρευνα της PwC από το 2008 έως και το 2015 χάθηκαν 18 δισ. ευρώ, ενώ η συρρίκνωση των τιμών των κατοικιών έχει φτάσει ακόμα και το 41%.
Στην Ελλάδα, μάλιστα οι προβλέψεις για την ανάπτυξη και την εξέλιξη της αγοράς κατοικίας είναι λιγότερο αισιόδοξες και οδηγούνται κυρίως από τις δομικές συνέπειες της παρατεταμένης κρίσης.
Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη της PwC για την ελληνική αγορά κατοικίας, ο κλάδος θα ανακάμψει μακροπρόθεσμα, βραδύτερα από την ελληνική οικονομία. Η πτώση του κατά κεφαλή ΑΕΠ, η συρρίκνωση της στεγαστικής πίστης και η αύξηση της φορολογίας η οποία παρέσυρε τις επενδύσεις και τις τιμές κατοικιών είναι οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στο να χαθούν περίπου 18 δισ. ευρώ, ή 8,2% του σημερινού ΑΕΠ, επενδύσεων σε κατασκευές μεταξύ 2008-2015.
Η ελληνική αγορά κατοικιών σύμφωνα με την ιδία έρευνα, παρουσιάζει συρρίκνωση 41% στις τιμές των τιμών κατοικιών συνολικά μεταξύ 2008-2015, μείωση του όγκου συναλλαγών κατά 72% συνολικά μεταξύ 2008-2014, ενώ η φορολογία στα ακίνητα αυξήθηκε κατά περίπου 6 φορές (3 δισ. ευρώ) στην πενταετία 2010-2015, επηρεάζοντας ακόμη περισσότερο τις αρνητικές αποδόσεις.
Η μείωση της υπερπροσφοράς κατοικιών, η σταδιακή μείωση της φορολογίας των ακινήτων, η διευκόλυνση των αγοραπωλησιών καθώς και η δημιουργία ενός μηχανισμού συγκέντρωσης δικαιωμάτων ιδιοκτησίας «Τράπεζα Γης», είναι οι βασικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να συνδράμουν στην επαναφορά της αγοράς κατοικίας στην Ελλάδα σε τροχιά ανάπτυξης.