Τον χειρότερο χειμώνα από πλευράς κίνησης και κατ’ επέκταση τζίρου διανύουν οι έμποροι του Ρεθύμνου, οι οποίοι εμφανίζονται έντονα δυσαρεστημένοι αλλά και απογοητευμένοι, βλέποντας τις εκπτώσεις να περνούν απαρατήρητες για τους καταναλωτές την ίδια στιγμή που οι ίδιοι καλούνται να είναι συνεπείς με τις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις και τα λειτουργικά τους έξοδα.
Όπως δηλώνουν, παρά τις χαμηλές τιμές με υψηλά ποσοστά έκπτωσης ήδη από την πρώτη μέρα, η αγοραστική δύναμη έχει συρρικνωθεί σε βαθμό τέτοιο, που τα εμπορεύματα παραμένουν απούλητα ακόμα και όταν διατίθενται σε προσφορά.
Οι χειμερινές εκπτώσεις που ξεκίνησαν τη Δευτέρα 14 Ιανουαρίου και θα διαρκέσουν έως την Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου διαδέχτηκαν, όπως τόνισε ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου Γιώργος Πολιουδάκης, την περίοδο των Χριστουγέννων και την Πρωτοχρονιά, όπου στην πλειοψηφία τους οι καταναλωτές δαπάνησαν για τα είδη δώρων και το εορταστικό τραπέζι με αποτέλεσμα πλέον από τις εκπτώσεις να επωφελούνται μόνο εκείνοι που είχαν προγραμματίσει στοχευμένες αγορές προϊόντων.
Η έλλειψη ρευστότητας και η αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών εξαιτίας των μειωμένων οικογενειακών εισοδημάτων αποτυπώνεται με δραματικό τρόπο στην αγοραστική κίνηση, η οποία βρίσκεται στο ναδίρ.
Οι αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις των επιχειρηματιών σε μια περίοδο όπου η αγορά κυριολεκτικά «μαραζώνει» σε ένα περιβάλλον δεκαετούς ύφεσης, με βασικό χαρακτηριστικό την έλλειψη ρευστότητας και την απουσία τραπεζικής δανειοδότησης, δημιουργούν συνθήκες στις οποίες ακόμα και οι συνεπείς επιχειρηματίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου Γιώργος Πολιουδάκης αφού, όπως λέει, ακόμα και όταν υπάρχουν εισπράξεις αυτές στην πλειοψηφία τους αποδίδονται στο κράτος μέσω των φόρων.
Στην πλειοψηφία τους οι έμποροι είναι αντιμέτωποι με χρέη, τα οποία αδυνατούν ακόμα και να ρυθμίσουν, αφού τα τρέχοντα λειτουργικά έξοδα, οι μισθοδοσίες προσωπικού και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις δεν τους αφήνουν περιθώρια.
Πρόκειται για την εικόνα που έχει παγιωθεί την τελευταία δεκαετία στην αγορά του Ρεθύμνου με τους έμπορους πλέον να στρέφουν τις ελπίδες της για αύξηση του τζίρου των επιχειρήσεων τους σχεδόν αποκλειστικά στην τουριστική περίοδο και στις εορταστικές περιόδους και τις Απόκριες. Περίοδοι σύντομοι που αποτελούν μια μικρή «ένεση» ρευστότητας, όπου επί της ουσίας όμως δεν επαρκεί για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά των επιχειρήσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Η μη λήψη αναπτυξιακών μέτρων στήριξης του «επιχειρείν» οδηγούν τον κλάδο του λιανεμπορίου σε μαρασμό και τις επιχειρήσεις σε αναγκαστικό λουκέτο.
«Δεν υπάρχει καμία κινητικότητα στην τοπική αγορά. Τα χαμηλά ποσοστά των εκπτώσεων δεν προσελκύουν καταναλωτές με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καθόλου κίνηση. Δεν υπάρχει κανένας συνάδελφος που να λέει ότι ο φετινός χειμώνας ήταν καλύτερος από τους προηγούμενους. Ήταν ο χειρότερος Γενάρης των τελευταίων ετών και ο Φλεβάρης επίσης ξεκίνησε πολύ άσχημα για την αγορά. Οι καταναλωτές ότι χρήματα είχαν τα ξόδεψαν στην περίοδο των γιορτών. Οι καταναλωτές είναι επίσης αντιμέτωποι με τεράστιους φόρους και δεν έχουν χρήματα για να τα διαθέσουν στην αγορά. Οι έμποροι από την πλευρά τους βρίσκονται σε δραματική κατάσταση. Δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Η φορολογία είναι τεράστια. Μέχρι τέλος του χρόνου έπρεπε να πληρώσουμε φόρο εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, ΕΦΚΑ, ΦΠΑ, δόσεις. Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει μια ασφυκτική κατάσταση. Πολύ φοβάμαι ότι μπορεί να έχουμε και λουκέτα αν το επόμενο δίμηνο δεν υπάρξει βελτίωση της αγοραστικής κίνησης. Θέλω να πιστεύω ότι τον Μάρτιο σταδιακά θα αρχίσει να αναστρέφεται λίγο το κλίμα, ώστε να μην έχουμε λουκέτα στην τοπική αγορά. Κάθε φορά περιμένουμε τις γιορτές και το καλοκαίρι για να μπορέσουμε να ρεφάρουμε. Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτό. Πρέπει επιτέλους η κυβέρνηση να ασχοληθεί με τον εμπορικό κόσμο, να δώσει κίνητρα στις επιχειρήσεις για να ανακάμψει ο κλάδος», υποστήριξε ο κ. Πολιουδάκης.
Οι έμποροι αναμένουν πρωτοβουλίες για καλύτερη πρόσβασή τους στη χρηματοδότηση, ώστε να αντιμετωπίσουν τις λειτουργικές ανάγκες και να σχεδιάσουν τις προοπτικές των επιχειρήσεών τους. Οι ίδιοι ζητούν να λάβει ένα τέλος ο φαύλος κύκλος της υπερφορολόγησης, που στραγγαλίζει την αγορά και η αφαίμαξη που προκύπτει από την κατάσχεση λογαριασμών εμπόρων από το πρώτο ευρώ. Υποστηρίζουν πως είναι πλέον αναγκαίο να ληφθούν μέτρα από το κεντρικό κράτος, όπως η πριμοδότηση για νέες θέσεις εργασίας, η μείωση της φορολογίας, η δανειοδότηση των επιχειρήσεων και περαιτέρω κίνητρα για επενδύσεις και ανάπτυξη προκειμένου το εμπόριο να μπορέσει να ανακάμψει.