Δεν είναι αποχαιρετισμός γιατί ποτέ δεν θα φύγει από τη σκέψη μας. Είναι μια ευκαιρία να γράψω αυτά που δεν μου επέτρεψε ποτέ. Κι είχε έτοιμο το γλυκομάλωμα όταν έκανα υπερβάσεις κατά καιρούς, σε αφιερώματα γύρω από την ανθρωπιά και την πραγματική έννοια ελεημοσύνης.
Σήμερα όμως μπορώ πια να γράψω για την Έλλη Βότζη την αγαπημένη μας, όπως είχα πάντα καημό να κάνω.
Αύγουστος του 1972 και μόλις αφιχθείσα, ξεκινώ να γνωρίζω πρόσωπα και φορείς. Στο κομμωτήριο της Στέλλας, στην οδό Γερακάρη, περιμένοντας ένα απόγευμα τη σειρά μου, παρακολουθούσα μια ωραιότατη κυρία, με δυναμικό παρουσιαστικό που εξηγούσε στην κομμώτρια γιατί δεν της άρεσε κάτι και ήθελε να το αλλάξει.
– Δεν πειράζει μη μου εξηγείτε κατάλαβα να της λέει η κομμώτρια.
– Όχι. Δεν θέλω να νομίσεις ότι υποτιμώ την τεχνική σου. Εσύ ξέρεις καλύτερα. Εμένα απλά μου αρέσει αυτό.
Και με μια κοφτή κίνηση μετατόπισε μια τούφα και της έδειξε αυτό που ήθελε πάνω στα μαλλιά της.
Εμένα τώρα τι με εντυπωσίασε; Δεν μπορώ να πω. Ο δυναμισμός ίσως, ο τρόπος που επέβαλε την άποψή της χωρίς να προσβάλλει, κάτι το ιδιαίτερο που σε κατακτούσε.
Έτσι γνώρισα την Έλλη Βότζη.
Μερικές μέρες αργότερα κυκλοφορούσα χαρούμενη στους δρόμους. Μόλις είχε δημοσιευθεί ενυπόγραφο κείμενό μου. Γιατί εκείνα τα χρόνια αν δεν περνούσε κανένα εξάμηνο μαθητείας κι αν δεν έπειθες ότι κάτι θα κάνεις στο μέλλον, δεν έβλεπες όνομα στο κάτω μέρος του κειμένου.
– Στάσου. Εσύ δεν έγραψες κάτι στην εφημερίδα; Ακούω μια φωνή.
Γυρίζω και βλέπω την κυρία που με είχε εντυπωσιάσει στο κομμωτήριο.
– Μάλιστα απαντώ δειλά.
– Να μάθεις λοιπόν να γράφεις λιγότερα και με πυκνότερο νόημα μου λέει κοφτά. Τα μεγάλα κείμενα δεν τα διαβάζει κανένας.
Και μετά με ένα πελώριο χαμόγελο με πλησιάζει και μου λέει.
– Γράφεις πάντως όμορφα. Να το ξέρεις «σπουργιτάκι»…
Αυτό μου το είχε κολλήσει και το επαναλάμβανε κι όταν πια η σωματική μου διάπλαση δεν συμφωνούσε με τον χαριτωμένο χαρακτηρισμό.
– Εγώ θα λέω αυτά που θυμάμαι με έκοβε. Κι ας σου χρειάζεται μάλωμα που δεν προσέχεις τον εαυτό σου. Θα θυμάμαι πάντα ένα αδύνατο πλασματάκι με δυο τεράστια μάτια που μας κοιτούσαν όλους με τόση αγάπη.
Ποτέ για τον εαυτό της
Είχαμε δεθεί με την Έλλη κι ας είχαμε διαφορά ηλικίας. Μιλούσαμε για τα πάντα εκτός όμως από τον εαυτό της. Ακόμα και μια φωτογραφία της δεν αξιώθηκα ποτέ να έχω. Κι ότι έμαθα από γύρω γύρω μπορώ σήμερα να καταθέσω απόλυτα διασταυρωμένο από έγκριτες πηγές.
Η Έλλη Βότζη γεννήθηκε στο Ρέθυμνο. Ήταν από πολύ φτωχή αλλά και περήφανη οικογένεια. Προχωρούσε στο σχολείο, επιμελής πάντα, ενώ διακρινόταν για το ήθος και την ευγένειά της. Κάποιος άρχοντας και στην καρδιά συμπολίτης, από τους πλέον σεβαστούς, πρόσεξε την έφεση της Έλλης στα γράμματα και δεσμεύτηκε στην οικογένειά της να σπουδάσει το κορίτσι τους.
Η νεαρή κοπέλα πετάει στα σύννεφα. Ήθελε πολύ να σπουδάσει. Εκεί στην Αθήνα φροντίζει να μη χάνει χρόνο από τις σπουδές. Οι καιροί είναι δύσκολοι.
Η Κατίνα Σηφακάκη, σε ανύποπτο χρόνο, μας είπε πως τη θυμόταν σε μια αποστολή στη διάρκεια της Αντίστασης. Μάταια περίμενα να διασταυρώσω την πληροφορία αυτή και από άλλες πηγές. Όσο για την Έλλη, δεν μιλούσε για την ίδια όταν έπρεπε. Θα μου έλεγε για την όποια της ηρωική πράξη;
Μια μέρα όμως όταν την είχα πιέσει αρκετά μου είπε με θυμό:
«Δεν υπήρξε φοιτητής να μη βοηθά την πατρίδα του …Γιατί να πάρουμε όλοι περγαμηνές; Για ένα στοιχειώδες καθήκον;».
Μια υποδειγματική επιστήμων
Κατεβαίνει στο Ρέθυμνο με την ειδικότητα της Μικροβιολόγου και θέτει σε εφαρμογή όσες σύγχρονες μεθόδους είχε διδαχθεί, ανοικτή πάντα σε κάθε καινοτόμο δράση. Καθιερώνει την υποχρεωτική εξέταση για ομάδα αίματος, γίνεται απόστολος για την ανάγκη δημιουργίας σταθμού αιμοδοσίας, προσπαθεί με την στενή συνεργασία των διοικητών Συντάγματος και Σχολής Χωροφυλακής να έχει μια σταθερή ποσότητα αίματος για τις ανάγκες του Νοσοκομείου. Αυτός ο Σταθμός Αιμοδοσίας γίνεται σκοπός ζωής. Και τον οργανώνει με τον καλύτερο τρόπο.
Το πράσινο μετά ήταν η μεγάλη της αδυναμία. Εκεί πια μου έκανε σεμινάριο για να ξεκινήσω σταυροφορία μέσα από τις στήλες της εφημερίδας.
Ο κ. Λεωνίδας Καούνης μου έλεγε χθες το πρωί, ότι το δέντρο που βρίσκεται στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων και δίνει σκιά στο κιόσκι του δήμου, ήταν δώρο στην πόλη, από το Σύλλογο Φίλων του Πρασίνου και το είχε φέρει η Έλλη από το εξωτερικό με δικές της δαπάνες.
Μόλις έβλεπε μια γωνιά ανθισμένη η αξέχαστη φίλη έκανε σαν παιδί. Ονειρευόταν μικρές αλτάνες εκεί στα στενά της πόλης, στις πλατείες.
Όταν ο Γιάννης Χαλκιαδάκης την κάλεσε να γίνει μέλος στην επιτροπή κρίσης για το ωραιότερο μπαλκόνι η Έλλη Βότζη ενθουσιάστηκε.
«Να μια ωραία αφορμή να γίνουν τα μπαλκόνια ομορφότερα και η πόλη πιο ανθρώπινη» μου είπε με ενθουσιασμό.
Λάτρευε τη φύση και πολλές φορές με το αυτοκίνητο, καθώς οδηγούσε περίφημα, έκανε τις εξορμήσεις της.
Το ιατρείο της στην οδό Γερακάρη ήταν κέντρο διερχομένων. Η Έλλη είχε ταυτίσει την επιστήμη της με το όνομά της και ο κόσμος συνέρεε, γιατί έδινε και μια εικόνα σιγουριάς στον ασθενή ή μια ανάσα ελπίδας αν κάτι χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα. Όσο για τους αναξιοπαθούντες έφευγαν με το αποτέλεσμα της εξέτασης, γεμάτοι ευγνωμοσύνη για τη γενναιοδωρία της Έλλης.
Ένας πλούσιος κόσμος
Σου έδινε την εντύπωση μιας ανεξάρτητης ανέμελης γυναίκας, όπως την έβλεπες, πάντα κομψή, χωρίς να είναι επιτηδευμένη στο ντύσιμό της, πάντα φροντισμένη, με την έμφυτη αρχοντιά της να κυριαρχεί και να γοητεύει.
Ποιος να φανταζόταν ότι πίσω από την ανέμελη αυτή εμφάνιση κρυβόταν ένας άγγελος καλοσύνης.
Καταθέτει συμπολίτισσα:
– Μου τυχαίνει απροσδόκητα ένα πρόβλημα υγείας στην οικογένεια και βρίσκομαι στο νοσοκομείο, άλλης πόλης, ολομόναχη, χωρίς συγγενείς να με στηρίξουν χωρίς δουλειά. Αρκετές φορές αναγκαζόμουν να παίρνω από το περίσσευμα των δίσκων που περίμεναν την τραπεζοκόμο να τους μαζέψει, για να διασκεδάσω την πείνα μου. Και μια μέρα με ειδοποιούν στην διεύθυνση του Νοσοκομείου να πάρω κάτι. Πηγαίνω και μου δίνουν 40.000 δραχμές!!! Αυτά για την εποχή που μιλώ, ήταν λεφτά. Ποιος τα στέλνει: ρωτώ. Κάποιοι φίλοι μου λέει ο διευθυντής. Πέρασε καιρός, το πρόβλημα ξεπεράστηκε και μια μέρα τυχαία έμαθα ότι «Οι κάποιοι φίλοι μου» ήταν η Έλλη Βότζη. Μάταιη κάθε προσπάθεια να την ευχαριστήσω. Εκείνη αρνιόταν αλλά το χαμόγελο στην άκρη των χειλιών της την πρόδιδε.
Η Έλλη Βότζη ποτέ δεν ήθελε να ξέρει κανένας τι έκανε για τον συνάνθρωπο και γινόταν θηρίο όταν αναφερόσουν στην φιλανθρωπική της δράση. Αναρωτιέμαι τι έμενε για τον εαυτό της όταν μετρούσα παιδιά που σπούδαζε, οικογένειες που ανακούφιζε, υποχρεώσεις που αναλάμβανε όπως τα τροφεία παιδιών που φιλοξενούσε η Παιδική Εστία, αρρώστους που βοηθούσε…
Ήταν ένας άγγελος προσφοράς. Κι επάξια της είχε γράψει κάποτε ο Κωστής Καλλέργης:
«Πάντα την πίστη στο Θεό
έχει για οδηγό τζη
γι’ αυτό και ευεργέτησε
πολλούς η Έλλη Βότζη».
Η ευαίσθητη ψυχή της τρεφόταν με κάθε τι πνευματικό. Από τα «Μουσικά Νιάτα» που δεν έχανε καμιά συναυλία, μέχρι διαλέξεις, θεατρικές παραστάσεις, φρόντιζε να είναι παρούσα.
Λάτρευε τον πολιτισμό. Από την πρώτη στιγμή συμπαραστάθηκε ηθικά στην προσπάθεια του Μπάμπη Πραματευτάκη για τη δημιουργία Συμφωνικής Ορχήστρας. Παρούσα σε κάθε συναυλία με φίλες της και από τους πρώτους που δικτυώθηκε στο σύλλογο Φίλων της Συμφωνικής Ορχήστρας.
Η σχέση της με την πολιτική ήταν συγκεκριμένη και ποτέ δεν άλλαξε. Η ίδια όμως ποτέ δεν μπήκε στη διαδικασία του πολιτικού προσηλυτισμού. Θαύμαζε προσωπικά επιφανή πολιτικό άνδρα, είχε οικογενειακή σχέση με αυτόν, στήριξε αργότερα και συγγενικά του πρόσωπα, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα δυσαρέσκεια, όταν φίλοι της ήταν πολιτικά αντίθετοι με τις επιλογές της.
Σεβόταν, τιμούσε, έκανε την κλασική της παιδεία, γιατί είχε και αξιόλογη μόρφωση, τρόπο ζωής.
Ο χρόνος που βάραινε στους ώμους της, τα τελευταία χρόνια, δεν την επηρέασε ποτέ για να παραιτηθεί από τη ζωή. Είχε το πρόγραμμά της, τον κύκλο των φίλων της, παρακολουθούσε την πολιτική και πολιτιστική ζωή. Κοντά πάντα στο Θεό κι ένα πρότυπο Χριστιανικής αντίληψης και στο θέμα της ελεημοσύνης.
Είναι σαν να τη βλέπω να με μαλώνει. Μεγάλο το κείμενο να μου λέει και τι τα ήθελες όλα αυτά… Τα συνηθισμένα της.
Πώς να κλείσεις όμως σε λίγες γραμμές μια τόσο φωτεινή προσωπικότητα που ο Κωστής Καλλέργης σκιαγράφησε με τόση επιτυχία στο χθεσινό του αποχαιρετισμό.
Ένας Αιώνας προσφοράς
ήσουν σ’ αυτήν την Πόλη.
Γι’ αυτό στην απουσία σου
Έλλη θρηνούμε όλοι.
Και μας καλύπτει όλους θαρρώ ο Κωστής με το μεστό του αυτό δίστιχο. Όπως πάντα άλλωστε.